«No time to die»
Διανύουμε ήδη τις πρώτες μέρες του 2022 έχοντας αφήσει πίσω μας μια δύσκολη χρονιά για όλους και όλες. Με την πανδημία να μη λέει να μας αφήσει και με μια κυβέρνηση η οποία μέσα από παλινωδίες, ημίμετρα και ιδεοληψίες επιτείνει την κρίση, βρισκόμαστε ενώπιον μιας συνεχιζόμενης αβεβαιότητας ανάμεικτης με φόβο.
Η χρονιά ξεκίνησε με την ανακοίνωση νέων –καθυστερημένων– μέτρων τα οποία, δυστυχώς δεν συνοδεύονται από κάποια παράλληλα μέτρα ανακούφισης των επαγγελματικών ομάδων και των εργαζομένων που πλήττονται, αφού η κυβέρνηση φρόντισε να ψηφίσει έναν προϋπολογισμό χωρίς να λάβει υπόψη την πιθανότητα να συνεχιστεί και το 2022 η υγειονομική κρίση. Μέσα σε αυτό το γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας οι κινηματογραφικές αίθουσες και ολόκληρος ο κύκλος των επαγγελματιών του χώρου υποδέχτηκαν το 2022.
Το 2021 ήταν μια ομολογουμένως πολύ δύσκολη χρονιά για τον κινηματογράφο και την κινηματογραφική αίθουσα. Να μην ξεχνάμε πως πέρυσι δεν υπήρξε χειμερινή σεζόν, καθώς οι αίθουσες παρέμειναν κλειστές λόγω της πανδημίας. Ξανάνοιξαν τον περασμένο Σεπτέμβριο αλλά σύντομα οι ελπίδες για επιστροφή των θεατών διαψεύστηκαν καθώς οι μεταλλάξεις του ιού, οι ανεμβολίαστοι/ες και η απουσία σταθερής κυβερνητικής πολιτικής άφησαν ελάχιστα περιθώρια ανάκαμψης.
Ως «τραγική» χαρακτήρισε την κατάσταση ο πρόεδρος της Κινηματογραφικής Ένωσης Βορείου Ελλάδος (ΚΕΒΕ), κ. Χρήστος Λιόδης. Κάτι που μπορώ να επιβεβαιώσω και προσωπικά καθώς έχει τύχει να βρεθώ σε αίθουσα με 2-3 θεατές και σε καμία περίπτωση δεν παρακολούθησα ταινία με περισσότερους από 30 θεατές! Αυτά για τη Θεσσαλονίκη αλλά φαντάζομαι πως και στις αθηναϊκές αίθουσες η κατάσταση είναι ανάλογη. Άλλωστε ο κ. Λιόδης αναφερόταν στις αίθουσες όλης της χώρας και όχι μόνον της Βόρειας Ελλάδας.
Η ταινία η οποία φαίνεται πως δίνει ανάσα στις χειμερινές αίθουσες είναι ο «Spiderman: No way home», η οποία πηγαίνει πολύ καλά. Κι αυτό οφείλεται, όπως εκτιμά ο κ. Χρήστος Λιόδης, στο γεγονός πως απευθύνεται κυρίως στο νεανικό κοινό το οποίο δεν φοβάται να μπει μέσα στην αίθουσα. Κάτι που συμβαίνει με τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας οι οποίοι φοβούνται περισσότερο.
Καταπληκτική θερινή σεζόν
Πολύ καλά πήγε και η νέα ταινία του Τζέιμς Μποντ, «No time to die», που έκοψε περίπου 300 χιλιάδες εισιτήρια, η οποία όμως ξεκίνησε να προβάλλεται στις θερινές αίθουσες από την καλοκαιρινή σεζόν. Η οποία σεζόν «πήγε καταπληκτικά, καλύτερα κι από παλιότερες χρονιές», μας είπε ο πρόεδρος της ΚΕΒΕ. Κι όντως η θερινή σεζόν του 2021, πήγε εξαιρετικά καλά. Σε αυτό συνέβαλαν, αφενός η δίψα του κοινού για σινεμά, μετά από μια χειμερινή σεζόν που οι αίθουσες έμειναν κλειστές και η ξεχωριστή γοητεία του θερινού σινεμά, αφετέρου ο μεγάλος αριθμός νέων και καλών ταινιών οι οποίες έκαναν πρεμιέρα το καλοκαίρι και οι οποίες βρισκόταν στην αναμονή!
Εδώ βέβαια να πούμε πως μπορεί η νέα ταινία του Τζέιμς Μποντ να πήγε πολύ καλά, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις θα πήγαινε πολύ καλύτερα αγγίζοντας τις 550-600 χιλιάδες εισιτήρια αν δεν υπήρχε η συνθήκη της πανδημίας.
Ακόμη μια μεγάλη επιτυχία του καλοκαιριού ήταν «Ο άνθρωπος του Θεού», της Γελένα Πόποβιτς, η οποία άγγιξε κι αυτήν τις 300 χιλιάδες εισιτήρια. Μια μετριότατη ταινία η οποία όμως λειτούργησε κυριολεκτικά ως οξυγόνο για τους αιθουσάρχες. Κι αυτό οφείλουμε να το λάβουμε υπόψη γιατί εκτός από την εκ του ασφαλούς κριτική, υπάρχουν και οι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Αρκετά καλά πήγαν ακόμη η παιδική ταινία «Λούκα» και το «Dune».
Αναφορικά με τις ελληνικές ταινίες της χρονιάς αξιοπρεπής ήταν η παρουσία των ταινιών «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη, «Πρόστιμο» του Φωκίωνα Μπόγρη και «Καλάβρυτα 1943» του Νίκου Δημητρόπουλου με την τελευταία όμως να μην ανταποκρίνεται ο αριθμός των εισιτηρίων στο μέγεθος της παραγωγής.
Λίγο πριν από την αλλαγή του έτους έκανε πρεμιέρα η πολύ καλή ταινία του Γρηγόρη Καραντινάκη «Σμύρνη μου αγαπημένη», η οποία όμως μέχρι στιγμής κινείται σε «ρηχά νερά». Πάντως η πραγματική δυναμική της αναμένεται –και ελπίζουμε– να φανεί τις επόμενες μέρες.
Πλατφόρμες εναντίον αιθουσών
Ένα άλλο φαινόμενο στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Χρήστος Λιόδης, ήταν οι κινηματογραφικές πλατφόρμες. Η ανάπτυξη των οποίων πήρε την ανιούσα μέσα στην καραντίνα όταν ήταν εκείνες που ικανοποιούσαν την ανάγκη του κοινού για να δει σινεμά. Όμως η ανάγκη έγινε συνήθεια και ήδη ένας αρκετά μεγάλος αριθμός θεατών προτιμά να παρακολουθεί ταινίες μέσα από τις πλατφόρμες και όχι στην κινηματογραφική αίθουσα. Ως παράδειγμα μάλιστα έφερε την πρόσφατη ταινία του Άνταμ ΜακΚέι, «Μην κοιτάς πάνω» (Don’t look up), η οποία πέρασε απαρατήρητη όταν βγήκε στις αίθουσες στις αρχές Δεκεμβρίου για να γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής και να συζητιέται παντού, μετά την προβολή της από το Νετφλιξ μετά τα Χριστούγεννα.
Η στροφή στις πλατφόρμες έχει ως αποτέλεσμα η κρίση της αίθουσας να μεγαλώνει καθώς ο θεατής προτιμά την ευκολία του καναπέ και χωρίς να πληρώσει εισιτήριο από το να βγει από το σπίτι, να πάει μέχρι τον κινηματογράφο, να πληρώσει το αντίτιμο και να παρακολουθήσει την ταινία που θέλει. Βέβαια υπάρχει ο αντίλογος της κοινωνικότητας που προσφέρει η αίθουσα αλλά νομίζω πως στην εποχή που κυριαρχούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η διαδικτυακή ενημέρωση ακόμη και η αγορά προϊόντων μέσω διαδικτύου, το επιχείρημα της κοινωνικότητας είναι πλέον αποδυναμωμένο.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς η επιμονή σε κάποια πράγματα, όπως για παράδειγμα η παρακολούθηση μιας ταινίας στην κινηματογραφική αίθουσα, μοιάζει με δονκιχωτισμό! Είναι όμως έτσι; Ή μήπως το παιχνίδι δεν έχει χαθεί αλλά πρέπει να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος προσέγγισης και επιχειρηματολογίας;
Σε αυτό το στάδιο βρισκόμαστε, εμμένοντας στη κοινωνικότητα και την απόλαυση της μεγάλης οθόνης όπως και στο ξεφύλλισμα της εφημερίδας!