Όλα ξεκινούν από την πρώτη ματιά η οποία πυροδοτεί μια σειρά από εσωτερικές δονήσεις. Κι αυτές οι λαβυρινθώδεις εσωτερικές διαδρομές, οι οποίες λειτουργούν ανεξέλεγκτα, οδηγούν στη συνειδητοποίηση του έρωτα, της αγάπης για το άλλο άτομο, εκείνο το οποίο αποτέλεσε την οπτική αφορμή για να ανάψει η σπίθα όσων ακολούθησαν.
Δεν περνούν όλες οι ιστορίες αγάπης μέσα από δύσκολα μονοπάτια, συμβαίνει όμως αρκετά συχνά. Τότε καλούνται οι άνθρωποι να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες, να παλέψουν ενάντια σε θεούς και δαίμονες για να καταφέρουν να είναι μαζί.
Ένα αισθηματικό κινηματογραφικό σενάριο, για να είναι σενάριο και να προκαλέσει το ενδιαφέρον, δεν μπορεί να αφηγείται μια εύκολη ερωτική ιστορία. Οι θεατές διψούν για δράση, θέλουν να συγκινηθούν και να κλάψουν με τα βάσανα των ηρώων και στο φινάλε να λυτρωθούν ή να μη λυτρωθούν, ανάλογα με την εξέλιξη που έχει επιλέξει ο/η σεναριογράφος.
«Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό;» (What we see when we look at the sky?), αναρωτιέται μέσα από τον τίτλο της ταινίας του ο Αλεξάντρ Κομπερίτζε. Ο γεωργιανός σκηνοθέτης αφηγείται την ιστορία μιας τέτοιας δύσκολης αγάπης η οποία δεν πρόλαβε καλά-καλά να ξεκινήσει. Έμεινε εκεί, μετέωρη αμέσως μετά το άναμμα της σπίθας!
Το Κουτάισι είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Γεωργίας, με πληθυσμό περίπου 150.000 κατοίκους και την διαρρέει ο ποταμός Ριόνι. Εκεί ζουν η Λίζα και ο Γκιόργκι, φαρμακοποιός εκείνη και ποδοσφαιριστής εκείνος. Όταν κάποια μέρα συναντιούνται τυχαία στον δρόμο, ένα σύντομο βλέμμα είναι αρκετό για να πυροδοτήσει την ερωτική έλξη. Χωρίς καν να συστηθούν δίνουν ραντεβού για την επόμενη μέρα. Μόνο που το επόμενο πρωί ξυπνούν διαφορετικοί εξαιτίας κάποιας ανεξήγητης αόρατης δύναμης που τους έχει επηρεάσει. Κάτι τους έχει αλλάξει, δυσκολεύονται να συνεχίσουν τη ζωή που έκαναν, με αποτέλεσμα η Λίζα να παρατήσει το φαρμακείο που δούλευε και ο Γκιόργκι να παρατήσει το ποδόσφαιρο. Εκείνη θα πιάσει δουλειά ως σερβιτόρα σε ένα καφέ δίπλα στο ποτάμι κι εκείνος θα αρχίσει να εργάζεται σε μια υπαίθρια δουλειά του ποδαριού. Βρίσκονται πολύ κοντά, βλέπονται μεταξύ τους, κάποια στιγμή συναντιούνται αλλά δεν αναγνωρίζουν η μία τον άλλον! Είναι σα να έχουν πέσει θύματα μιας κατάρας, κάτι σαν κακό μάτι, που τους κρατάει μακριά. Θα χρειαστεί μια έξωθεν παρέμβαση, κάτι σαν από μηχανής θεός για να «λυθούν» τα μάγια. Κι αυτή θα έρθει με τη μορφή ενός κινηματογραφικού συνεργείου που ψάχνει ζευγάρια για να γυρίσει μια ταινία.
Ο Αλεξάντρ Κομπερίτζε σκηνοθέτησε ένα παράξενο δράμα το οποίο κινείται μεταξύ ρεαλιστικού και μεταφυσικού στοιχείου. Υπάρχει εκείνο το σημείο του ανεξήγητου, της κατάρας, η οποία δεν αφήνει τους δύο νέους να συναντηθούν και στη συνέχεια τους κρατά μακριά. Αυτό το σεναριακό εύρημα προσδίδει στην ταινία τη γοητεία του μαγικού ρεαλισμού και αποτελεί την αφορμή για να ξεδιπλώσει ο σκηνοθέτης τις εικόνες του. Εικόνες ράθυμες, οι οποίες κινούνται με μυστηριακή ηρεμία αποτυπώνοντας στιγμιότυπα της καθημερινότητας. Η κάμερα κινείται αργά, αφήνει τα όσα συμβαίνουν να εξελιχθούν, δεν υπάρχει βιασύνη παρά μόνον προσμονή χωρίς καμία ανυπομονησία. Ο Κομπερίτζε κινηματογραφεί την πόλη, τα παιδιά, τους ανθρώπους, τα σκυλιά, το ποδόσφαιρο, το ποτάμι. Οι θεατές μέσα από την προσμονή του τι θα συμβεί με τη Λίζα και τον Γκιόργκι, παρασύρονται από την ηρεμία της ματιάς του σκηνοθέτη σε ένα νωχελικό περίπατο στο Κουτάισι, παρατηρώντας τους ανθρώπους, το χώρο και τα όσα, μικρά κι ασήμαντα, συμβαίνουν. Κι αυτά τα μικρά κι ασήμαντα, μεγεθύνονται, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, γίνονται οικεία. Κι έτσι η ταινία αποκτά μια οικουμενικότητα, η γεωργιανή πόλη, γίνεται η πόλη που ζούμε, που περπατάμε και οι άνθρωποί της είναι οι γείτονες, οι γνωστοί, οι φίλοι. Όσο για τη Λίζα και τον Γκιόργκι είναι εκείνοι για τους οποίους νοιαζόμαστε και συμπάσχουμε, είναι εκείνοι οι οποίοι δημιουργούν τη σύνδεση ανάμεσα στον κόσμο των συναισθημάτων και της ύλης, του υπερφυσικού και του ρεαλιστικού. Και τι μας λέει ο Κομπερίτζε, κλείνοντάς μας πονηρά το μάτι; Πως δε χρειάζεται να υπάρχουν για όλα λογικές εξηγήσεις, ας αφήσουμε λίγη μαγεία να εισχωρήσει στη ζωή μας!
Κι όσο για το κινηματογραφικό συνεργείο, που στην ταινία λειτουργεί ως το αντίδοτο που λύνει την κατάρα και οι δυο νέοι ενώνονται, μπορεί ο κινηματογράφος στην πραγματική ζωή να μη δίνει λύσεις, αλλά οπωσδήποτε έχει θετική επίδραση στη ζωή μας!
Το εξαιρετικό φιλμ του Αλεξάντρ Κομπερίτζε, κέρδισε το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου ενώ τιμήθηκε με ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.