Λίγο πριν αποχαιρετήσουμε το 2021, είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε τη διπλή επιστροφή του Δημήτρη Παπαϊωάννου: με τον Εγκάρσιο Προσανατολισμό στη Στέγη και την περφόρμανς πάνω στον μύθο του Σίσυφου, στο πλαίσιο της έκθεσης Portals / Πύλη που οργάνωσε το ΝΕΟΝ σε συνεργασία με τη Βουλή των Ελλήνων.

Ξεκινώ με την εικαστική εγκατάσταση - δρώμενο «Sisyphus Trans Form», έργο για έξι ερμηνευτές, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, με το οποίο επιστρέφει συμβολικά και ουσιαστικά στην πρώτη ύλη. Η παρθενική μου επαφή με το Πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο της Λένορμαν –τι υπέροχο απόκτημα για τον πολιτισμό!– στο υπόγειο του υποβλητικού κτιρίου που καλύπτει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στα Σεπόλια, έθεσε εκ των πραγμάτων σε κίνηση μνήμη και προσλαμβάνουσες. Με γύρισε πίσω στην αρχή της διαδρομής του Παπαϊωάννου, όταν το μακρινό 1988 ανακάλυπτα έναν πολλά υποσχόμενο εικαστικό καλλιτέχνη που έμπαινε με το σώμα στη μάχη, στο Παλαιό Σαπωνοποιείο της Ελευσίνας, σε μια περφόρμανς με τη νεότευκτη τότε Ομάδα Εδάφους. Αυτά για την ιστορία, να όμως που μετά την καταξίωσή του στη διεθνή σκηνή επανακάμπτει χωρο-γραφώντας την τραγωδία του Σισύφου στα έγκατα ενός μισοσκότεινου χώρου, κλειστοφοβικού, αφήνοντας ερμηνευτές αλλά και το κοινό, μακριά από την αναπαυτική πολυθρόνα του θεάτρου και τα σκηνικά εφέ, εκτεθειμένους στη δυσφορία κοντά στο χώμα, τις πέτρες και το άχθος.

 

 

«Ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας, τόσο για τα πάθη του όσο και για το βασανιστήριό του. […] Ένας άνθρωπος που μοχθεί κοντά στις πέτρες, πέτρα ήδη κι ο ίδιος», », γράφει ο Καμύ, σημείο αναφοράς για τον Παπαϊωάννου, στις αναγνώσεις του για το παράλογο. Το τραγικό του μύθου γίνεται πρώτη ύλη για τον καλλιτέχνη ενεργοποιώντας τη δημιουργική του φαντασία. Πολλά στοιχεία, άλλωστε, από την ποιητική των εικόνων του εδώ, τα συναντάμε και στην προγενέστερη «Πρώτη ύλη» (2012) με διαφορετικά ζεύγη εννοιών να διατρέχουν τον ιστό της αφήγησης: ο γλύπτης και το γλυπτό, ο Φρανκεστάιν και το τέρας, ο Εσταυρωμένος και αυτός που τον σταυρώνει, η ύλη και το πνεύμα, η ψυχή και το σώμα. Μόνο που αυτή τη φορά η εμπειρία για τον θεατή είναι άμεση, μακριά από την ασφάλεια της απόστασης που τον χωρίζει από τη σκηνή. Οι περφόρμερ κυκλοφορούν δίπλα μας, κινούμαστε ανάμεσά τους ακολουθώντας τον χειροκίνητο φωτισμό από τον ίδιο τον Παπαϊωάννου που είναι μέρος του δρώμενου, βαριανασαίνουμε μαζί τους στη σιωπή. Όλα αυτά τα αδιαμεσολάβητα επιτείνουν τις δραματικές εντάσεις μεταγγίζοντας την αγωνία και το τραγικό της σισύφειας προσπάθειας. Έτσι, αίρονται τα σύνορα παραστασιακού και πραγματικού γεγονότος, αφού το παραστασιακό υλικό ενσωματώνει το παράλογο της καθημερινότητας ανάγοντάς το σε σύμβολο. Με «σώματα βυθισμένα στα θεμέλια» και πέρα από εικονογραφικές βεβαιότητες, αποχωρούμε ατενίζοντας στην κορυφή του Καπνεργοστάσιου το έργο του Νίκου Ναυρίδη, έτερου συμμετέχοντος στην έκθεση, με το εμβληματικό μπεκετικό, «Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα.»

 

Ένα άλλο βλέμμα πέρα από την επιφάνεια των εικόνων

 

Αποθεωτική η υποδοχή κοινού και κριτικής για τον Εγκάρσιο προσανατολισμό με αναλύσεις που συχνά ανακαλούν ντεκουπάζ κινηματογραφικής ταινίας. Οι αντιρρήσεις για το αν η γραφή του είναι χορογραφική ή όχι έχουν σίγουρα αμβλυνθεί, ιδιαίτερα μετά την αποδοχή και επιτυχία που κατέκτησε στη διεθνή σκηνή από το 2012 και μετά. Μοναδικός και ακατάτακτος –με δεδομένες τις επιρροές που αναμφίβολα έχει δεχτεί– συνεχίζει με την οδύσσεια των σκηνικών εικόνων του στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Το αποτύπωμα που αφήνει στη σκηνή το υβριδικό θέατρο του Δημήτρη Παπαϊωάννου –ο ίδιος το αποκαλεί «σουρεαλιστικό όνειρο ή και εφιάλτη τσίρκου» – είναι πολυσύνθετο. Πρόκειται αναμφίβολα για μια τέχνη των εικόνων με εργαλείο το σώμα σε μια κατ’ εξοχήν εικονολατρική εποχή. «Αυτό που κρύβει ο λόγος μου, το σώμα μου το λέει. Το σώμα μου είναι ένα πεισματάρικο παιδί, ο λόγος μου είναι ένας ενήλικας πολύ πολιτισμένος», όπως θα έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ. Φυσικά, στην περίπτωση του Παπαϊωάννου ο θίασος είναι βουβός, δεν εκφέρεται λόγος. Οι συνειρμοί και η διανοητική εγρήγορση για τον θεατή δουλεύουν υπόρρητα, σαν συγκολλητική ουσία στα θραύσματα εικόνων που διατρέχουν το σκηνικό υλικό. Γιατί γραμμική αφήγηση δεν υπάρχει, ούτε μια εικονογραφία του σημερινού κόσμου: από τα ανθρωποειδή που κατοικούν αρχικά τη σκηνή ως τον ταύρο, τον Μινώταυρο, τα αμφίφυλα συνθετόμορφα και τις δύο Αφροδίτες δεν υπάρχει λογική αλληλουχία με την αυστηρή έννοια αιτίου - αποτελέσματος. Με το μοντάζ στο οποίο επιδίδεται καρέ-καρέ ανασύρονται εικόνες του ασυνειδήτου. Ο Παπαϊωάννου, μέσω της θεατρικής σκηνής έχει συνάψει μια άλλου τύπου σχέση με τη ζωγραφική: δεν τον ενδιαφέρει να «μιμηθεί» το μνημειακό έργο του Μποτιτσέλι για παράδειγμα. Ως μετρ του περφεξιονισμού ωστόσο και με λατρεία στη ρεαλιστική απεικόνιση, επιστρατεύει την υπέροχη χορεύτρια Breanna O’Mara που ενσαρκώνει μεταξύ άλλων ιδανικά την Αφροδίτη. Και ταυτόχρονα ανεβάζει για πρώτη φορά στη σκηνή την Τίνα Παπανικολάου, στενή συνεργάτιδά του εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια, για να υποδυθεί ένα ρόλο κλειδί ενσαρκώνοντας τον χρόνο και τη φθορά, κατά το προϊστορικό ειδώλιο της Αφροδίτης του Βίλεντορφ. Με το γυμνό της σώμα να βαδίζει αργά διαγωνίως στη σκηνή, μου θύμισε γυμνά του Λούσιαν Φρόιντ. Για να διαρρήξει με αυτό τον τρόπο τη μανιέρα του ωραίου και την αλαζονεία της αισθητικής, θέτοντας εκ νέου σε κίνηση το κοντράστ και τα ζεύγη των αντιθέτων στον αφηγηματικό του καμβά: άσπρο-μαύρο, ένστικτο-λογική, ωραίο-άσχημο, αρσενικό-θηλυκό, πνεύμα-σώμα, δίνοντας ταυτόχρονα χώρο σε μια άλλη σωματικότητα, πέρα από την αλαζονεία της αισθητικής τελειότητας αλλά και το κλειδί για μια άλλη ανάγνωση περί κάλλους. Η ελληνική μυθολογία, τέλος, ως δεξαμενή και μήτρα συμβόλων αποτελεί διαχρονική πηγή έμπνευσης καταλαμβάνοντας δεσπόζουσα θέση και στον Εγκάρσιο Προσανατολισμό μέσω του ταύρου που εκπροσωπεί το σκοτεινό ένστικτο και με την ατέρμονη πάλη του ανθρώπου μαζί του δια βίου. Όπως εύστοχα το έχει διατυπώσει ο Αντρέ Γκριν: «Χαρισματικά άτομα με δημιουργικές ικανότητες έχουν δώσει έκφραση σε αυτά τα παγκόσμια σύμβολα. […] Ο μύθος είναι αποκαλυπτικός, γιατί το φανταστικό του μέρος δεν έχει προκύψει τυχαία και δεν έχει γίνει για να ψυχαγωγεί, αλλά για να υπηρετεί τη λειτουργία η οποία διατάσσει τη γέννησή του: να δώσει συγχρόνως μορφή και διέξοδο στην επιθυμία.»

Με το νερό της πηγής να αναβλύζει και την καθαρτήρια αίσθησή του φθάνουμε στην ανατρεπτική σκηνή του φινάλε «κοιτάζοντας τ’ αναδυόμενα νησιά».

Κλημεντίνη Βουνελάκη Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet