Δύο χρόνια μετά τον σχηματισμό της από το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) και το Unidas Podemos (UP), με πρωθυπουργό τον Πέδρο Σάντσεθ, η κυβέρνηση διατηρεί την προοδευτική ατζέντα που ανήγγειλε στην αρχή της νομοθετικής περιόδου, παρά τις δυσκολίες και τις εντάσεις, που οφείλονται τόσο στην πανδημία, όσο και σε μια Δεξιά που δεν σταμάτησε ποτέ να ασκεί μια αντιπολίτευση τραμπικού στιλ. Προς το παρόν, πάντως, όχι μόνο αντέχει ο κυβερνητικός συνασπισμός, αλλά επιβεβαιώνεται και η κοινοβουλευτική στήριξη των περιφερειακών και εθνικιστικών δυνάμεων που επέτρεψαν τον σχηματισμό της κυβέρνησης τον Γενάρη του 2020. Καλό είναι να θυμηθούμε, επομένως, ότι ο Σάντσεθ κυβερνά με μειοψηφία σε μια Βουλή υπερβολικά κατακερματισμένη.
Στα τέλη Δεκέμβρη ψηφίστηκε ο νέος προϋπολογισμός που προβλέπει 383 δισεκατομμύρια ευρώ δαπάνη –33% παραπάνω από το 2020– από τα οποία τα μισά θα πάνε στις συντάξεις και στα επιδόματα ανεργίας. Εκτός των άλλων, μετά από τη μεταρρύθμιση των συντάξεων και τον νόμο για τους διανομείς, υπήρξε μια ασυνήθιστη συμφωνία, που ενέπλεξε τα συνδικάτα και τους βιομηχάνους, για την εργασιακή μεταρρύθμιση η οποία, αν ψηφιστεί αυτόν τον μήνα στη Βουλή, θα σημαίνει την –έστω μερική– ακύρωση της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης που ψηφίστηκε επί Μαριάνο Ραχόι το 2012. Σε όλα αυτά προστίθενται περίπου τριάντα άλλοι νόμοι, που κινούνται από το ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης μέχρι την ευθανασία, από τη διεύρυνση των μέτρων ενάντια στην έμφυλη βία μέχρι τον νόμο για την κλιματική αλλαγή και την ενεργειακή μετάβαση, καθώς και τον νόμο για δημοκρατική μνήμη ή τον λεγόμενο «νόμο Trans». Εν ολίγοις, η προοδευτική πνοή της κυβέρνησης είναι κάτι περισσότερο από απτή και αγκαλιάζει τόσο τον τομέα των δικαιωμάτων, όσο και τον τομέα των ανισοτήτων.
Παρόλα αυτά, δεν είναι όλα ανθηρά για την ιβηρική Αριστερά. Κατ’ αρχάς, η πανδημία δεν φαίνεται να υποχωρεί, αν και η θνησιμότητα είναι πολύ μικρότερη από το προηγούμενο έτος –χάρη και στην επιτυχία της εμβολιαστικής εκστρατείας με πάνω από το 80% του πληθυσμού να είναι με δύο δόσεις. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, στην Ισπανία τώρα υπάρχουν λίγοι περιορισμοί: δεν θεσπίστηκε το Green Pass, παρά μόνο σε ένα βαθμό για την εστίαση και όχι σε όλες τις περιφέρειες. Ούτε αναπτύχθηκε ένα αντιεμβολιαστικό κίνημα, λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένο, όπως στην Αυστρία, στην Ολλανδία, την Ιταλία ή τη Γαλλία.
Όμως, παρόλο που η απασχόληση άγγιξε τα μεγαλύτερα επίπεδα όλων των εποχών, η οικονομία δεν μεγεθύνεται σύμφωνα με τις προσδοκίες: από το 7% που προβλεπόταν, φθάσαμε, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ισπανίας, στο 4,5%. Για μια οικονομία που εξαρτάται από τον τουρισμό, η αδυναμία επιστροφής στην «κανονικότητα» είναι πολύ επιβαρυντική. Και αυτό ανησυχεί το Μέγαρο Μονκλόα. Γιατί η κυβέρνηση εν όψει του 2023, έτους εκλογών κατ’ εξοχήν, με τις αυτοδιοικητικές εκλογές τον Μάιο και τις βουλευτικές τον Νοέμβριο, επικεντρώνεται στην έξοδο από τη κρίση, η οποία θα πρέπει να είναι κοινωνικά «δίκαιη», όπως επαναλαμβάνει συχνά ο Σάντσεθ.
Κατά δεύτερο λόγο, η πλεύση της κυβέρνησης πρέπει να αναμετρηθεί με πολυάριθμα εμπόδια. Από τη μια πλευρά η Δεξιά είναι στα οδοφράγματα και το Λαϊκό Κόμμα κατέληξε στην υιοθέτηση του ακροδεξιού λόγου του Vox. Άρα, οι διμερείς συμφωνίες πάνω σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις είναι πολύ δύσκολες. Από την άλλη, το 2022 προαναγγέλλεται ως ένα έτος που σηματοδοτείται από κάποια απροσδόκητα εκλογικά ραντεβού, που πολώνουν ακόμη περισσότερο το περιβάλλον. Στις 13 Φεβρουαρίου θα διεξαχθούν πρόωρες εκλογές στην Καστίλια – Λεόν και πριν ή μετά το καλοκαίρι θα είναι η σειρά της Ανδαλουσίας. Περιφερειών που κυβερνώνται από το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο ελπίζει σε μια διπλή νίκη για να αποδυναμώσει τον Σάντσεθ και να ανοίξει το δρόμο του Μονκλόα στον Κασάδο.
Κατά τρίτο λόγο, τόσο οι Σοσιαλιστές όσο και το Unidas Podemos βιώνουν μια φάση εσωτερικής αναδιάταξης, η οποία είναι πιθανό να έχει συνέπειες για τη σταθερότητα της κυβέρνησης και το μέλλον του συνασπισμού. Το καλοκαίρι, μετά από την έγκριση της αμνηστίας για τους καταλανούς αυτονομιστές, ο Σάντσεθ πραγματοποίησε έναν κυβερνητικό ανασχηματισμό που ενέπλεξε επτά σοσιαλιστές υπουργούς. Δεν επρόκειτο μόνο για την πρόθεση να δοθεί νέα δύναμη στην κυβέρνηση, αλλά και να ενισχυθεί ο κομματικός μηχανισμός και, πάνω απ’ όλα, επρόκειτο για μια κεντρώα στροφή, που επιβεβαιώθηκε από το συνέδριο του PSOE τον Οκτώβριο στη Βαλένθια.
Από την πλευρά του Unidas Podemos, μετά την εγκατάλειψη της πολιτικής από τον Πάμπλο Ιγκλέσιας, ο συνασπισμός προσπαθεί να αναδιαρθρωθεί γύρω από τη μορφή της Γιολάντα Ντίαθ, σημερινής υπουργού Εργασίας. Η Ντίαθ, προερχόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας, είναι μία από τις υπουργούς που χαίρουν μεγαλύτερης εκτίμησης στην κοινή γνώμη: η εργασιακή μεταρρύθμιση θα είναι το κερασάκι στην τούρτα του έργου της, αν βέβαια την εγκρίνει το Κοινοβούλιο. Το σχέδιο είναι να κατασκευαστεί μια πλατφόρμα τύπου Εργατικού Κόμματος, που να θεραπεύει τις ρήξεις που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια στο πεδίο της νέας Αριστεράς, ενδυναμώνοντας τις σχέσεις μεταξύ Podemos, Ενωμένης Αριστεράς και Comuns της Άντα Κολάου, ανακτώντας και το Más Madrid, τη διάσπαση με επικεφαλής τον Ινίγκο Ερεχόν το 2019, καθώς και τους τοπικιστές του Compromís από τη Βαλένθια. Η πρόταση είναι αναμφίβολα ελκυστική, αλλά οι δυσκολίες δεν είναι λίγες. Πάνω και σε αυτό παίζεται το μέλλον των λίγων αριστερών κυβερνήσεων στην Ευρώπη. Θα δούμε.
Μετάφραση: Τόνιας Τσίτσοβιτς