Με τη συνέντευξη του νέου προέδρου του ΚΙΝΑΛ στον Alpha, είχαμε ένα πρώτο δείγμα αν όχι πολιτικής γραφής (γιατί αυτή προϋποθέτει και στοιχεία πολιτικής πράξης), τουλάχιστον πολιτικού λόγου της νέας ηγεσίας του. Ο Ν. Ανδρουλάκης έδωσε ενδιαφέρουσες απαντήσεις στα ερωτήματα του κ. Σρόιτερ, παρουσιάζοντας ένα δυναμικό μεν, αλλά μετριοπαθές προφίλ, πιο κοντά στα εγχώρια χαρακτηριστικά μιας κεντρώας πολιτικής δύναμης, παρά ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος του σύγχρονου ευρωπαϊκού Νότου.

 

Οριοθέτηση απέναντι στη ΝΔ

 

Οριοθετούμενος απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ (αλλά και απέναντι στην αντιπολιτευτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ), χαρακτήρισε τη στάση του ΚΙΝΑΛ απέναντί της ως «προγραμματική αντιπολίτευση». Ωστόσο, δεν χαρακτηρίζεται προγραμματική η επιλεκτική αντιπολίτευση, που αφήνει μεγάλα περιθώρια σύμπτωσης ή δυσδιάκριτης διαφοροποίησης αναφορικά με τις κυβερνητικές επιλογές σε κρίσιμα ζητήματα, αλλά η γενικευμένη και συνολική αντιπαραβολή μιας διαφορετικής προοπτικής, ενός διαφορετικού σχεδίου για την κοινωνία, την οικονομία, τη δημοκρατία.

Για παράδειγμα, από την άποψη αυτή, δεν αποτελεί προγραμματική αντιπολίτευση σε μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, σε καιρό πανδημίας μάλιστα, η αποστασιοποίηση από τη θέση για συνταγογράφηση του μοριακού τεστ, ώστε να έχουν πρόσβαση σ’ αυτό το αναγκαίο διαγνωστικό μέσο όλοι όσοι το χρειάζονται (δεν είναι λαϊκισμός αυτό), και η αντικατάστασή της από την αύξηση των σημείων δωρεάν παροχής της υπηρεσίας αυτής, πράγμα πρακτικά αδύνατο στον αναγκαίο σήμερα βαθμό για ένα ΕΣΥ υπονομευμένο από την κυβερνητική πολιτική. Ή η πρόταση επιβολής πλαφόν 40 ευρώ στα μοριακά τεστ (δεν είναι ρεαλισμός αυτό), όταν ακόμα κι ένας σύλλογος γονέων μπορεί να πετύχει τιμή 25 ευρώ. Τέτοιες επιλογές μπορεί να προσελκύουν το ενδιαφέρον ενός συντηρητικού ακροατηρίου, και να ανησυχούν τη ΝΔ για διαρροές προς το ΚΙΝΑΛ, αλλά αποτελούν εξόφθαλμη παραφωνία, ιδίως για διεκδικητές της κληρονομιάς ενός κόμματος που στήριξε τη δημιουργία του ΕΣΥ. Το οποίο σήμερα έχει άμεση ανάγκη ενίσχυσης και αναβάθμισης.

 

Κρίσιμες όψεις της εξωτερικής πολιτικής

 

Εξίσου σοβαρό πρόβλημα, από την άποψη της προγραμματικής αντιπολίτευσης, αποτελεί η σύμπτωση με τους σχεδιασμούς και τις επιλογές της κυβέρνησης της ΝΔ στο πεδίο των πρόσφατων συμφωνιών αμυντικής συνεργασίας και αγοράς εξοπλισμών, που υπερασπίστηκε ο Ν. Ανδρουλάκης. Παρότι συνοδεύτηκε από τη δήλωση ότι αυτό δεν πρέπει να προκαλέσει ένα νέο κύμα εξοπλιστικού ανταγωνισμού. Μια τέτοια στάση αποτελεί ατελή διαφοροποίηση, εάν δεν καταλήγει σε μια διακριτή από την κυβερνητική, εξωτερική πολιτική στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ιδίως αυτή τη στιγμή, που στοιχεία στα οποία έχει, κακώς, στηριχτεί η ελληνική πολιτική για το σχεδιασμό της –όπως ο τρόπος αξιοποίησης των κοιτασμάτων αερίου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο– ανατρέπονται. Και διαμορφώνονται δυνατότητες για ένα νέο σχεδιασμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο πεδίο αυτό, με οδηγό την ισότιμη συνεργασία μέσω της επίλυσης των διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο και την προσφυγή στη Χάγη (μιλάει και για την Αριστερά ο μύθος…). Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιος που να ζηλεύει τη δόξα του Ελευθέριου Βενιζέλου, όταν, πριν έναν αιώνα, συνομιλούσε και τα έβρισκε με τον Ινονού (χωρίς να είναι «εθνομηδενιστής»).

Ενδιαφέρον, πάντως, είχαν και οι απαντήσεις στα ερωτήματα που αφορούσαν τους εκλογικούς στόχους της νέας ηγεσίας και τις διαθέσεις της για πιθανές μετεκλογικές συνεργασίες. Απέκλεισε με πολύ σαφέστερο τρόπο τη μετεκλογική συνεργασία με τη ΝΔ, σε περίπτωση που βρεθεί πρώτη χωρίς αυτοδυναμία. Της απέδωσε μάλιστα, για πρώτη φορά, «κάψιμο της απλή αναλογικής» ως έναν επιπλέον λόγο αποστασιοποίησης από τα πιθανά εκλογικά σενάριά της.

 

Εκλογικοί στόχοι και πραγματικότητα

 

Στο ερώτημα ποιους εκλογικούς στόχους θέτει η νέα ηγεσία, ένα καλύτερο ποσοστό στην τρίτη θέση ή τη δεύτερη θέση, η απάντηση ήταν ότι στόχος είναι μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση. Στόχος ενταγμένος μεν στη γνωστή και από την προηγούμενη περίοδο στρατηγική της αυτόνομης ύπαρξης του ΚΙΝΑΛ, αλλά με μια σημαίνουσα διαφορετική διατύπωση. Η οποία μπορεί να διεκδικεί τα πρωτεία από τον ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα θεμιτό άλλωστε ως επιδίωξη, αλλά θέτει σε αναστολή, τουλάχιστον, την τακτική των ίσων αποστάσεων. Αφήνει μ’ αυτό τον τρόπο ανοιχτή τη δυνατότητα –στο πεδίο των υποθέσεων τουλάχιστον– ενός είδους συνεργασίας με δυνάμεις της Αριστεράς. Υπό την επήρεια, ίσως, των εμπειριών της Ιβηρικής; Οψόμεθα.

Η διαφορά, βέβαια, στα καθ’ ημάς είναι πως εδώ αξιωματική αντιπολίτευση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι πιθανή η ανατροπή των συσχετισμών στο χρονικό διάστημα για το οποίο γίνεται η σχετική συζήτηση, όπως εκτιμούν όλοι οι αναλυτές. Άλλωστε, και ο ίδιος ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ δήλωσε στη συνέντευξή του ότι δεν προτίθεται να εμπλακεί στα σχέδια της ΝΔ για αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις (κάποιοι μιλούν ήδη και για τρίτη). Κάτι τέτοιο θα ήταν πιθανό, καθώς θα επέτεινε την πόλωση, να λειτουργήσει σε βάρος του ΚΙΝΑΛ.

 

Ερωτήματα για τον ΣΥΡΙΖΑ

 

Στον βαθμό που οι πιο πάνω παρατηρήσεις έχουν βάση, τότε και για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τίθενται ορισμένα ζητήματα.

Πώς θα αντιμετωπίσει το πολύ πιθανό ενδεχόμενο να επιδιώξει το ΚΙΝΑΛ να καταγραφεί στις συνειδήσεις των εκλογέων ως η σοσιαλδημοκρατική ελληνική πολιτική δύναμη, τη στιγμή που η αξιωματική αντιπολίτευση δέχεται ανοιχτά την πρόσκληση από ορισμένες πλευρές να αφήσει τα πολλά αριστερά και να διεκδικήσει κατά βάση τον ίδιο πολιτικό χώρο;

Πώς σκέφτεται να αξιοποιήσει το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει ως δύναμη της Αριστεράς, ειδικότερα στον Νότο, για να μεταδοθεί και στον ευρωπαϊκό χώρο η τάση που διαμορφώνεται στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού, ιδίως στον Νότο –ορισμένοι μιλούν ήδη για κύμα– επικράτησης προοδευτικών και ριζοσπαστικών συσπειρώσεων, που διεκδικούν την κυβερνητική εξουσία; Με επιδιώξιμο στόχο, βέβαια, την ήττα μιας νεοφιλελεύθερης δεξιάς κυβέρνησης στο έδαφος της Ευρώπης.

Χαράλαμπος Γεωργούλας Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet