Η ομόφωνη απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, που βγάζει από το τραπέζι την αναστολή έκδοσης του ημερήσιου φύλλου της «Αυγής», προκαλεί δικαιολογημένη ανακούφιση σε όσους νιώθουν την ανάγκη συνέχισης, ενίσχυσης και βελτίωσης της επί εφτά δεκαετίες καθημερινής εφημερίδας της αριστεράς, όπως και όλων των μέσων ενημέρωσης που την αντιπροσωπεύουν και της είναι απαραίτητα. Αποτυπώνει μια θετική πολιτική διάθεση, που πρέπει, ωστόσο, να πάρει σάρκα και οστά, προκειμένου να έχει αποτελέσματα. Κι αυτό είναι το πιο απαιτητικό κομμάτι της συλλογικής προσπάθειας που χρειάζεται να καταβληθεί.
Οι δυσκολίες που εκ γενετής αντιμετωπίζουν τα εκδοτικά εγχειρήματα της αριστεράς, είναι γνωστές σε όλους μας. Χωρίς τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα πίσω τους, μόνο στήριγμα έχουν τους ίδιους τους εργαζόμενους που παράγουν το ενημερωτικό προϊόν και τον κόσμο στον οποίο απευθύνεται. Σ’ αυτούς στηρίζονται και μ’ αυτούς τα βγάζουν πέρα. Ποτέ δεν ήταν ούτε ποτέ μπορεί να είναι τυχαίοι πελάτες, από τη μια, ή ουδέτεροι επαγγελματίες, από την άλλη. Δεν κάνουμε μάθημα, από τα δικά μας προβλήματα και τις δύσκολες λύσεις που κατά καιρούς επιζητούμε διδασκόμαστε.
Όσο διαρκούσε η συζήτηση για το μέλλον της «Αυγής», από την πλευρά του αναγνωστικού κοινού της εκδηλώθηκε έμπρακτα το ενδιαφέρον για την τύχη της. Αυτό το ενδιαφέρον μπορεί και χρειάζεται να αποτελέσει τη βάση για ένα βιώσιμο σχέδιο ανασυγκρότησης και βελτίωσής της, που πρέπει να εκπονηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ με τη συμβολή, τη συναίνεση και την κατανόηση των εργαζομένων. Η προσφυγή στην ευαισθησία και την κινητοποίηση του κόσμου μας ήταν πάντοτε η πηγή ζωής. Αντίδωρο, η καλύτερη δυνατή ικανοποίηση των προσδοκιών τους.
Όσοι από εμάς πλησιάζουν ή και υπερβαίνουν την ηλικία της «Αυγής» , που μας συντροφεύει όλους από τα νεανικά μας χρόνια, έχουν ζήσει αρκετές εξορμήσεις οικονομικής και κυκλοφοριακής στήριξής της, που είχαν αποδεδειγμένα αποτελέσματα. Κοινή βάση τους ήταν η ομόφωνη θέληση να ακούγεται ηχηρή μια φωνή της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, του πολιτισμού, των αξιών και των οραμάτων της αριστεράς, με απήχηση πολύ πέρα και από τα κατά καιρούς πολιτικά όριά της. Ο βαθμός τής αποτελεσματικότητάς τους κρινόταν πάντοτε από τον επαρκή πολιτικά και οργανωτικά σχεδιασμό της προσπάθειας. Από το βαθμό της συμμετοχής σ’ αυτήν όλων, από τον αναγνώστη της όποιας ελληνικής εσχατιάς ως τους βουλευτές της αριστεράς, την ηγεσία των κομμάτων της και, προφανώς, των ανθρώπων που την ετοιμάζουν καθημερινά για το περίπτερο – και το διαδίκτυο.
Το περιβάλλον σήμερα είναι από ορισμένες πλευρές δυσμενέστερο, καθώς το ορίζει μια χρόνια κρίση του τύπου και μια κυβερνητική πολιτική για την παράδοσή του στους νόμους της αγοράς, δηλαδή στην ανομία της διαπλοκής. Αυτά, όμως, είναι τα δεδομένα που ακριβώς θέλουμε να ανατρέψουμε. Αυτή η ανατροπή παίρνει εδώ τη συγκεκριμένη μορφή. Και, όπως φαίνεται, μπορεί να συντελεστεί.
«Ε»