Καθώς οι νέες συνθήκες επιβάλλουν συνεχώς προσαρμογή στα υγειονομικά πρωτόκολλα, η επαφή μας με τη μουσική δεν θα είναι ποτέ η ίδια. Έχουμε αρχίσει να νοσταλγούμε τις συναυλίες, τα τραγούδια της παρέας, το γλέντι. Λέξεις όπως διασκέδαση, ψυχαγωγία , το έριξα έξω, άλλαξαν νόημα. Οι άνθρωποι που δημιουργούν και στηρίζουν τον μουσικό μας πολιτισμό, είτε συνθέτες είτε τραγουδοποιοί είτε ερμηνευτές, βιώνουν καθημερινά ιδιαίτερα δύσκολες για τον κλάδο συνθήκες.
Με τις απαραίτητες προφυλάξεις, μάσκες, τεστ κ.λπ., συναντηθήκαμε με τον συνθέτη Κωνσταντίνο Λυγνό και συζητήσαμε για το τι συμβαίνει σήμερα στον χώρο της μουσικής και ειδικά της λόγιας μουσικής την οποία και υπηρετεί. Είναι εξαιρετικά παραγωγικός έχει γράψει έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, πιάνο, κιθάρα και σόλο ορχηστρικά όργανα, μία σκηνική καντάτα, τραγούδια, κύκλους τραγουδιών, χορωδιακά a capella και μουσικό θέατρο. Έχει γράψει επίσης ηλεκτροακουστική, θεατρική και κινηματογραφική μουσική και ένα μιούζικαλ σε αγγλική γλώσσα. Είναι απόφοιτος του Ελληνικού Ωδείου και του Guildhall School of Music and Drama του Λονδίνου. Ενώ είχε και δασκάλους τους: Γ. Α. Παπαϊωάννου, Μ. Φ. Δραγούμη (Βυζαντινή και Δημοτική μουσική) και την Χαρά Τόμπρα (πιάνο). Μουσική του έχει παρουσιαστεί και ηχογραφηθεί στην Ελλάδα, την Κύπρο και πολλές άλλες χώρες. Από το 1975 ως το 1976, εργάστηκε δημοσιογραφικά δημοσιεύοντας άρθρα, κριτικές, συνεντεύξεις και καλύπτοντας εκτενώς την επιστροφή του Ιάννη Ξενάκη στην Ελλάδα. Υπήρξε εκδότης του περιοδικού της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών «Πολύτονον», πράγμα που τον καθιστά αναμφισβήτητα καλό γνώστη της μουσικής μας πραγματικότητας.
Επηρέασε τη δουλειά σου η πανδημία και ο κορονοϊός;
Στο γράψιμο καθόλου. Για να μην πω κιόλας ότι με το να μείνω τόσες ώρες μέσα ήταν ωφέλιμο… Νομίζω μάλιστα πως το ίδιο έγινε και με άλλους φίλους συναδέλφους. Ένας συνθέτης που βάζει τις νότες στο χαρτί είναι μόνος του, όπως μόνοι είναι ο συγγραφέας, ο ποιητής και ο ζωγράφος. Η αρχή, η έμπνευση, μπορεί να γίνει και με κάποια ερεθίσματα από την καθημερινή ζωή, κάποιο ποίημα που μας αρέσει, ένα τοπίο, ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός.
Σε θέματα όπως συναυλίες, εκτελέσεις έργων και ηχογραφήσεις, σαφώς υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα πολλά προβλήματα. Στην πρώτη φάση κανείς δεν μπορούσε να δουλέψει, είτε διδάσκοντας είτε παίζοντας ζωντανά. Εδώ να πούμε πως οι ερμηνευτές και οι εκτελεστές αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης. Ακόμα και σήμερα οι συναυλίες έχουν πρόβλημα προσέλευσης και εισιτηρίων, με εξαίρεση ίσως τις Κρατικές Ορχήστρες που επιχορηγούνται. Οι ηχογραφήσεις δεν είναι εύκολες και έτσι μόνο συνάδελφοι που δουλεύουν ψηφιακά μπορούν να συνεχίζουν ανενόχλητοι.
Έχεις γνωρίσει τον Ξενάκη, τον Χατζιδάκι, τον Θόδωρο Αντωνίου. Έχεις ασχοληθεί και με άλλα είδη μουσικής πέρα από αυτό που ονομάζεται «λόγια», τραγούδια, ροκ, κ.λπ. Θα έλεγες ότι υπήρξαν παλιότερα εποχές πιο δημιουργικές από τη σημερινή;
Η παγίδα εδώ είναι ότι βλέπουμε τα περασμένα χρόνια μέσα από τα ροζ γυαλιά της νοσταλγίας. Οι περισσότεροι πιο παλιοί συνθέτες, όπως π.χ. ο Γιώργος Σισιλιάνος, μας έλεγαν πως τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Την ίδια εικόνα είχαμε και εμείς που με το περιοδικό της Ένωσης, το «Πολύτονον», παρακολουθούσαμε τί συνέβαινε, τουλάχιστον σε σχέση με τη «λόγια» μουσική. (Αντιπαθώ τον όρο, αλλά έχει επικρατήσει…) Τα χρόνια πριν την οικονομική κρίση άνοιξε το Μέγαρο Μουσικής, οι Κρατικές Ορχήστρες γίνονταν καλύτερες (με πρώτη την ΚΟΘ υπό τον Μύρωνα Μιχαηλίδη), υπήρχε η Ορχήστρα των Χρωμάτων, το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο και οι Σολίστ της Πάτρας κ.ά. Η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών έκανε κάπου 20 συναυλίες τον χρόνο και έβγαζε ένα περιοδικό που πήγαινε καλά.
Δεν μου απάντησες ακριβώς σε αυτό που ρώτησα… Υπήρξαν παλιότερα εποχές πιο δημιουργικές από τη σημερινή;
Υποθέτω τώρα ότι μιλάς για την Ελλάδα και για μια εποχή αρκετά πιο πριν. Από τα μέσα του ’60 ως και τη Μεταπολίτευση; Πάλι «ναι» απαντώ. Νομίζω ήταν μία πολύ ιδιαίτερη εποχή, παρ’ όλο που για αρκετό διάστημα η Ελλάδα πολιτικά ήταν «στο γύψο». Όμως οι κοινωνικές διεργασίες, που είχαν ξεκινήσει πριν τη Δικτατορία, μπορεί να ανακόπηκαν ή να χρειάστηκε να γίνουν πιο υπόγειες, αλλά συνεχίστηκαν. Ειδικά στον τομέα της μουσικής τα πράγματα ήταν πρωτόγνωρα. Δεν έχουμε χώρο εδώ να μιλήσουμε για το τραγούδι ελληνικό και ξένο, που ίσως έζησαν την καλύτερη εποχή τους. Στον χώρο της έντεχνης (ή λόγιας) μουσικής, έχουμε τη δράση του Ελληνικού Συνδέσμου Σύγχρονης Μουσικής (Ε.Ε.ΣΥ.Μ.), που κάνει συναυλίες κυρίως στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και μας γνωρίζει την εντελώς νέα μουσική. High point αυτής της δραστηριότητας, οι δύο Εβδομάδες Σύγχρονης Μουσικής, που τις παρακολουθεί ένα πολύ ευρύ κοινό, όχι μόνο «ειδικοί». Στη συγκυρία της Δικτατορίας η μουσική που παίζεται αποκτά και ένα άλλο πολιτικό νόημα, συχνά πέρα από τις προθέσεις των δημιουργών της. Θυμάμαι εδώ ένα έργο του Γιώργου Κουρουπού με τη Νέλλη Σεμιτέκολο και τον Σπύρο Σακκά. Αν θυμάμαι τελείωνε με μερικές νότες από το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» στο πιάνο. Παίζονταν δυο ή τρεις φορές και μετά την Νέλλη έκλεινε απότομα το καπάκι. Καταλαβαίνεις έγινε χαμός…
Η εποχή αυτή είναι που αναδεικνύει τον Θόδωρο Αντωνίου σαν ένα βασικό πρόσωπο στη συνέχιση αυτής της νέας πορείας…
Πόσο εφικτό είναι στην Ελλάδα ένας συνθέτης να ακούσει το έργο του; Από μουσική δωματίου ως ένα έργο για ορχήστρα;
Αρκετά, έως πάρα πολύ δύσκολο. Σε ακραίες περιπτώσεις σχεδόν αδύνατο. Γενικά όσο πιο πολλά άτομα ή διοικητικοί μηχανισμοί εμπλέκονται (ορχήστρες, Δήμοι, ραδιόφωνο, υπουργεία, μαέστροι), η δυσκολία αυξάνει. Ένα έργο για κάποιο σόλο όργανο ή ένα ντουέτο είναι πολύ πιο εύκολο, κυρίως αν ο ίδιος ο συνθέτης μπορεί να είναι ένας από τους εκτελεστές. Αυτό είναι ο λόγος που συχνά λέω σε συναδέλφους μου –κυρίως καλούς πιανίστες– να γράφουν έργα που μπορούν να τα παίξουν οι ίδιοι ώστε να μην έχουν κανέναν ανάγκη. Τελευταία μέχρι και εγώ ακολούθησα τη συμβουλή μου και μπήκα μετά από χρόνια σε στούντιο με ένα κομμάτι μου για πιάνο. (γέλιο)
Αναθέσεις, παραγγελίες και Φεστιβάλ;
Ξέχασες και τους διαγωνισμούς. Οι πιο πολλοί είναι στο εξωτερικό, οπότε ανοιγόμαστε ευρύτερα. Όλα αυτά δίνουν δυνατότητες εκτέλεσης. Οι παραγγελίες και οι αναθέσεις είναι πάνω κάτω το ίδιο πράγμα, αλλά οι πρώτες υπονοούν ότι υπάρχει και αμοιβή. Μου έχουν συμβεί και τα δύο, με τις αναθέσεις βέβαια να είναι πολύ περισσότερες. Σίγουρα και τα δύο εξασφαλίζουν την εκτέλεση του έργου με σχετικά καλές συνθήκες. Τα φεστιβάλ έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα πώς η διοργάνωση έχει υψηλότερο προφίλ. Καλό παράδειγμα, οι «Ελληνικές Μουσικές Γιορτές» που διοργάνωνε ο Βύρων Φιδετζής στο Μέγαρο όταν είχε την ΚΟΑ. Εκεί παίζονταν έργα παλιά και νέα που ήταν ήδη γραμμένα. Όμως μετά την πρώτη εκτέλεση έρχεται η δεύτερη… Εκεί αρχίζει ένας νέος κύκλος δυσκολιών. Αρκεί να σου πω ότι πολλά από τα παλαιότερα έργα, που ο Φιδετζής έπαιξε κατά καιρούς, ακούστηκαν ξανά μετά από τριάντα και σαράντα χρόνια. Παρ’ όλο που κάποια από αυτά στην εποχή τους έγιναν επιτυχίες.
Πού μπορεί να βρει κανείς μουσική σου;
Στο κανάλι μου στο YouTube, μπορεί κανείς να πληκτρολογήσει το όνομα στα αγγλικά: Constantine A. Lignos.