
Κάθε μέρα ανοίγει κι ένα μέτωπο, που κανείς δεν ξέρει πώς θα κλείσει. Πρώτα ήταν η ρύθμιση του ασφαλιστικού, με το πόρισμα της επιτροπής που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων. Χωρίς ανάσα ήρθε το δεύτερο: η προστασία της πρώτης κατοικίας από τις ανάλγητες προθέσεις του κουαρτέτου να λύσει με το μαχαίρι το δεσμό των «κόκκινων δανείων» των υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
Η απόσταση που χωρίζει τις προτάσεις της κυβέρνησης – προστασία πρώτης κατοικίας αντικειμενικής αξίας μέχρι 200.000 (250.000 για ζευγάρι, συν 25.000 για κάθε παιδί) με ετήσιο εισόδημα 35.000 και σύνολο οφειλών 200.000 – από τις προτάσεις των θεσμών – 120.000 ευρώ αντικειμενική αξία, 8.000 ετήσιο εισόδημα ή 14.000 για το ζευγάρι με σύνολο οφειλών 120.000 ευρώ – είναι ενδεικτική της τεράστιας διαφοράς προθέσεων και στόχων.
Το κουαρτέτο επιδιώκει να περιορίσει στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο το ποσοστό των προστατευμένων νοικοκυριών και πρώτων κατοικιών (17% των δανειοληπτών κατά μια εκτίμηση), ενώ η κυβέρνηση επιχειρεί να το διευρύνει έως το 72%. Δηλαδή, οι μεν θεσμοί αρκούνται στην κάλυψη των πιο φτωχών από τα φτωχά νοικοκυριά και των κατοικιών με τις πιο χαμηλές αντικειμενικές αξίες, ενώ η κυβέρνηση διεκδικεί την προστασία της πλειοψηφίας των μέσων ιδιοκτητών και των κατοικιών μέσης αντικειμενικής αξίας, γνωρίζοντας ότι αν αφεθούν εκτός προστασίας, θα πέσουν θύματα κερδοσκοπικών πλειστηριασμών προκαλώντας ανεξέλεγκτες κοινωνικές εκρήξεις.
Με τη μάχη για τα κόκκινα δάνεια στο κόκκινο, κάθε ένδειξη απομάκρυνσης από μια λύση που θα προστατεύει τη μεγάλη πλειοψηφία των δανειοληπτών που αδυνατούν αντικειμενικά να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους, είναι πολύ πιθανό να πυροδοτήσει εξελίξεις που θα προκαλέσουν κοινωνική έκρηξη. Πράγμα αδιάφορο ίσως για τους τραπεζίτες ή τους διαχειριστές επιθετικών funds, όχι όμως και για μια κυβέρνηση που βασικό νομιμοποιητικό στοιχείο έχει τη λαϊκή θέληση. Αν υποχωρήσει σε απαράδεκτες απαιτήσεις, θα βρει απέναντί της αυτή ακριβώς τη θέληση που της δίνει την αιτία ύπαρξης.