Η διχοτομία που προκύπτει από ό,τι κατακάθισε στη δεξαμενή του κοινωνικού σώματος
Του Τάσου ΤρίκκαΘα μπορούσε κανείς σε «συνθήκες εργαστηρίου», κατά κάποιο τρόπο, να επιχειρήσει μια ανατομική εξέταση του κοινωνικού σώματος, για να διαγνώσει τις τάσεις και τα ρεύματα που το διαπερνούν, τη δυναμική των τάξεων και των συγκρούσεων, τα ζητήματα της ιδεολογίας και της ηγεμονίας, τη στάση της κυβέρνησης – τις προθέσεις και τις αποφάσεις της; Και, πιο πέρα, να δει καθαρά το είδωλό τους στον καθρέφτη αυτού του οιονεί μυθικού πλάσματος, που ο τύπος αποκαλεί «κοινή γνώμη», εικόνας αλλά και διαδραστικού υποκειμένου του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι;
Η ερώτηση θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ρητορική. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε σε συνθήκες προσομοίωσης για μια πραγματικότητα, όταν την έχουμε, σε μικρογραφία τουλάχιστον, μπροστά στα μάτια μας, ορατή και απτή χωρίς τις διαμεσολαβήσεις αναλύσεων για τη «βάση και το εποικοδόμημα». Μια πραγματικότητα που «βοά», κατά τη φρασεολογία των παλαιών πανεπιστημιακών νομοδιδασκάλων.
Μια τέτοια «βοώσα» πραγματικότητα είναι η πρόσφατη απεργία στο χώρο των ΜΜΕ, άξια για να γραφτεί στο «βιβλίο Γκίνες». Απεργία των ειλώτων της βιομηχανίας της ενημέρωσης για να προστατευτούν -άκουσον, άκουσον!- τα συμφέροντα των καπιταλιστών «καναλαρχών». Που κηρύσσεται από το συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων και πραγματοποιείται ομοθυμαδόν. Που η κυβέρνηση παρακολουθεί με έκδηλη αμηχανία και συστολή, κάνοντας το πρώτο βήμα υποχώρησης με την απόσυρση του άρθρου του νομοθετήματός της, που αφορά τη «μονοθεσία». Ενδίδει σε ένα κομβικής σημασίας πεδίο κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης, από την έκβαση της οποίας κρίνονται πολλά.
Ποσώς ενδιαφέρει το επίθετο που χαρακτηρίζει τη σημερινή κυβέρνηση. Όμως αυτή αδιαμφισβήτητα φέρει ένα σαφές ταξικό πρόσημο, αναπαλλοτρίωτο μάλιστα. Της το έχουν θέσει, με μορφή εντολής μη ανακλητής, οι εκλογείς των λαϊκών συνοικιών του Λεκανοπεδίου -της Δραπετσώνας, του Αιγάλεω, του Περάματος. Και οι δεσμεύσεις που αυτό το πρόσημο συνεπάγεται, επίσης μη ανακλητές, ιδίως σε ζητήματα τόσο κρίσιμα, είναι αδύνατο να αγνοηθούν.
Ένα δραματικό δίπτυχοΑλλά δεν πρόκειται μόνο για την κυβέρνηση. Υπάρχει εδώ ένα δραματικό δίπτυχο, που η κυβέρνηση αποτελεί τη μία του πλευρά. Την άλλη αποτελούν οι αλλοτριωμένοι εργαζόμενοι, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα μιας κακή τη μοίρα συνδικαλιστικής ηγεσίας και κατέβηκαν σε απεργία όχι για να υπερασπιστούν δικαιώματά τους, αλλά για να στηρίξουν τις απαιτήσεις των εργοδοτών τους, οι οποίες, επιπλέον, απορρέουν όχι από το νομικό καθεστώς της θέσης τους, αλλά από την αχαλίνωτη ως τώρα ταξική και πολιτική τους επιρροή και ισχύ. Υπάρχει και ένας τρίτος παράγοντας εδώ, εξίσου εντυπωσιακός, η κοινωνική αδιαφορία, ανοχή ή αποδοχή αυτής απαράδεκτης απεργίας.
Τι ακριβώς σηματοδοτεί αυτό το δίπτυχο -το τρίγωνο, αν προτιμάτε; Στο κλίμα των ημερών, υπάρχουν πολλές και εύκολες απαντήσεις, που διατυπώνονται από ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης και από ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς. Λένε ότι σηματοδοτεί την πτώση του ηθικού, μετά τη μεγάλη ήττα στις διαπραγματεύσεις με τους «Θεσμούς». Σηματοδοτεί την απογοήτευση, την αποκαρδίωση και τη φυγομαχία, ύστερα από την αδυναμία υπερπήδησης του υψηλού πήχη των προσδοκιών που καλλιέργησε υπερβαλλόντως, ως μη όφειλε, η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος. Σηματοδοτεί την «τομή» της δεξιάς στροφής, που αποτέλεσε η υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Την αίσθηση της ματαιότητας κάθε προσπάθειας αλλαγής.
Διχασμένη συνείδησηΌλες αυτές οι απαντήσεις έχουν στοιχεία αλήθειας. Είναι βάσιμες μέχρις ένα βαθμό.
Στο σημείωμα αυτό υποστηρίζεται, όμως, μια διαφορετική άποψη. Αφετηρία της είναι η διαπίστωση, υποκειμενική ασφαλώς όπως κάθε προσωπική γνώμη, ότι το κοινωνικό σώμα, ο λαός – όχι βέβαια οι κυρίαρχες τάξεις – πάσχει από μια βαριά νόσο, που θα μπορούσε να αποκληθεί «διχασμένη συνείδηση». Συνείδηση ατομική και κοινωνική, που μέσα της ενυπάρχουν και αναπτύσσονται – και συχνά συγκρούονται μεταξύ τους – δύο αντίθετες ροπές. Η μία τείνει στην απόρριψη του «συστήματος», όχι όπως αυτό νοείται με κοινωνιολογικούς, μαρξίζοντες όρους, αλλά ως στρεβλή οργάνωση του «τρόπου να γίνονται οι δουλειές», με τα «βύσματα» της διαπλοκής και το «φακελλάκι» στην καθημερινή ζωή, με τα καρκινώματα της ανεργίας, της εργασιακής επισφάλειας, των ασφυκτικών στερήσεων της λιτότητας στον ορίζοντα της επιβίωσης. Η άλλη, η αντίθετη ροπή θέλει την αποφυγή κάθε ρίσκου. Είναι η ροπή των ισχυρών αναστολών ενός αδιέξοδου «ρεαλισμού», που καθηλώνουν και παραλύουν κάθε αποτελεσματική προσπάθεια υλοποίησης αυτής της απόρριψης.
Η διχοτομία οφείλεται στο «ίζημα» που έχει αφήσει στη μεγάλη δεξαμενή του κοινωνικού σώματος η μακρόχρονη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (και της ΝΔ βέβαια). Ίζημα-«βαρίδι», που σύρει σ’ ένα μόνιμο αίσθημα μιζέριας και που φρενάρει κάθε αγωνιστική προσπάθεια. Που αποτελείται από το «φιλοδώρημα», το «βύσμα» της εισδοχής στην «κλαδική», την αγωνία του ατομικού βολέματος, τη βιωματική πια αναζήτηση προσωπικής λύσης προβλημάτων με κοινωνικό χαρακτήρα. Ίζημα που αντικαθιστά την αριστερή, ριζοσπαστική ιδεολογία με ένα «επαναστατικό» βερμπαλισμό, που κηρύσσει, από την άνετη θέση του καναπέ, την ατομική και κοινωνική απραξία, βερμπαλισμό που προβάλλεται καθημερινά από τα έντυπα του αναπαραγόμενου Αυριανισμού και του ΔΟΛ. Στο ίζημα αυτό καθιζάνει, κατακάθεται όλο το σύστημα αξιών και ιδεολογημάτων της αστικής τάξης η οποία, παρά τις ρηγματώσεις που έχει υποστεί, διατηρεί και διαφυλάσσει την ηγεμονία της.
Η πραγματική δυσαρμονίαΗ υπογραφή του τρίτου μνημονίου δεν αποτέλεσε «κεραυνό εν αιθρία», όπως υποστηρίζεται από πολλούς. Ούτε ήταν ανυποψίαστοι για ένα παρόμοιο ενδεχόμενο οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, που τον επέλεξαν μετά λόγου γνώσεως των πελώριων δυσκολιών που θα αντιμετώπιζε. Χρειάζεται κόπος για να διακριβωθεί η «δυσαρμονία» της κυβερνητικής διαπραγματευτικής πρακτικής με τη λαϊκή ψήφο. Ούτε είναι μονοσήμαντο το νόημα, μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του συνειδησιακού διχασμού, του δημοψηφισματικού ΟΧΙ. Ας φέρουμε στο νου μας, με όλη την περιορισμένη αξία τους, τις δημοσκοπήσεις: μέχρι την τελευταία στιγμή πριν από το άνοιγμα της κάλπης, απογείωναν τον ΣΥΡΙΖΑ, φέρνοντας ψηλά, στην πρώτη θέση το ποσοστό του, και ταυτόχρονα κατέβαζαν τον πρόεδρό του κάτω από τον πρόεδρο της ΝΔ, ως υποψήφιο πρωθυπουργό. Οι δημοσκοπήσεις εξέφραζαν ξεκάθαρα μια ισχυρή επιθυμία αλλαγής και ταυτόχρονα έθεταν ως πρώτη προτεραιότητα τη διατήρηση στο απυρόβλητο του ευρώ και της ευρωζώνης. Τεκμηριώνουν τη διχασμένη συνείδηση. Όπως την τεκμηριώνει και η αντίθεση ανάμεσα στη φθίνουσα συμμετοχή στις πορείες με τον υψηλό συμβολικό χαρακτήρα, -Πολυτεχνείο, Πρωτομαγιά- και το χαμηλό, σε σχέση με την οξύτητα των προβλημάτων, επίπεδο των διεκδικητικών αγώνων στους τόπους δουλειάς, από τη μιά, και, από την άλλη, τη λαοθάλασσα των πλατειών, στιγμιαία έξαρση και ανέγερση από το χουζούρι του καναπέ.
Ρήγματα και ρήξειςΔεν είναι η υπογραφή του τρίτου μνημονίου που μετατοπίζει στα δεξιά την πολιτική ζωή. Η συντηρητική στροφή της κοινωνίας είχε ήδη συντελεσθεί προ πολλού χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ αλλά και μικρού τμήματος της πάλαι ποτέ ανανεωτικής Αριστεράς, που ενστερνίσθηκε τον αστικό, νεοφιλελεύθερο «εκσυχρονισμό». Το μεγάλο κατόρθωμα των λαϊκών μαζών στις εκλογές είναι ότι με την επανασύνδεσή τους με την ιστορική συνέχεια της «βαθιάς Αριστεράς» αυτού του τόπου άνοιξαν βαθειά ρήγματα στο κήτος της κοινωνικής και πολιτικής συντήρησης. Ρήγματα – όχι ρήξεις, ούτε πολύ περισσότερο ανατροπή. Στη διεύρυνση και τον πολλαπλασιασμό αυτών των ρηγμάτων μέσα από σκληρές συγκρούσεις είναι που διαφαίνεται η προοπτική ενός διαφορετικού μέλλοντος. Εκεί πραγματοποιείται η μετατόπιση της πολιτικής ζωής, μετατόπιση προς τα αριστερά, και η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Εκεί ξανοίγεται το μεγάλο άνυσμα της σύγκρουσης κεφαλαίου-εργασίας.
Υπάρχει βέβαια και η Ευρώπη με τους «θεσμούς» της και με τα απεχθή μνημόνια που σφίγγουν με τη μέγγενη την ανάσα. Υπάρχει ο βρόχος του απεχθούς χρέους. Η αναμέτρηση όμως με τον ταξικό αντίπαλο γίνεται εδώ και όχι στις Βρυξέλλες, στους δικούς μας θεσμούς, από το κοινοβούλιο και την αυτοδιοίκηση ως τον υπέρτατο θεσμό, που είναι οι τόποι δουλειάς και ο δρόμος. Γίνεται όχι «από τα πάνω» μόνο, ούτε με καταγγελίες που επαναλαμβάνονται αλλά στο επίπεδο της συνεχούς πάλης των μαζών, που μπορούν, με διεθνικούς διαύλους επικοινωνίας και αλληλεγγύης, να αναδειχθούν σε πανευρωπαϊκή δύναμη σύγκρουσης, αλλαγής και, πιο πέρα, κοινωνικού μετασχηματισμού. «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή», είπε ο ποιητής. Δουλειά πολλή στον πιο παραμελημένο τομέα, τον τομέα της πάλης των ιδεών και του πολιτισμού, της καταπολέμησης, σε καθημερινή βάση, των αστικών αξιών και ηθών. Χωρίς αυτήν δεν θα ανατραπεί η ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης. Χρειάζεται δουλειά βαθιάς εκσκαφής, για να βγει και να απομακρυνθεί το «ίζημα». Ναι, ανατροπή, αλλά και στον κόσμο των ιδεών και του πολιτισμού.
Το τίμημα και το αντίτιμοΔύο λόγια ακόμα γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι μιαίνεται η Αριστερά, όταν αποκαλείται αριστερή κυβέρνηση η σημερινή (που όντως, με τις μεγάλες ελλείψεις, τα λάθη και τις αδυναμίες της απέχει παρασάγγας από αυτό που όφειλε και θα θέλαμε να είναι). Κατά την προσφιλή συνήθεια του γράφοντος, θα ακολουθήσει και σύντομη αναδρομή στην Ιστορία, όχι για «να αντλήσουμε πείρα», αλλά για να βοηθήσουμε να βλέπουμε κριτικά και λογικά το ιστορικό γίγνεσθαι.
Δεν υπάρχει καμιά απολύτως ομοιότητα ή αναλογία με τα σημερινά δρώμενα στη χώρα μας. Απλώς καταγράφουμε: Το χειμώνα του 1917, λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο Λένιν επιμένει ότι επιβάλλεται η άμεση υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανία. Βρίσκεται σε μειοψηφία μέσα στα κομματικά όργανα. Το τίμημα της συνθήκης θα ήταν τρομακτικό. Θα έπρεπε να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις της Γερμανίας, απίθανα επαχθείς και ταπεινωτικές. Η Ρωσία θα εκχωρούσε τη Λευκορωσία, τις Βαλτικές Χώρες, τη Φιλανδία, εδάφη στον Καύκασο και θα αποσυρόταν από την Πολωνία, θα παρέδιδε το στόλο της και θα κατέβαλε επανορθώσεις 6 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων.
Ο Τρότσκι δηλώνει: «Δεν μπορούμε να βάλουμε την υπογραφή της Ρωσικής Επανάστασης κάτω από μια συνθήκη ειρήνης, που καταδικάζει στην καταπίεση και την εξαθλίωση εκατομμύρια ανθρώπους». Και το κομματικό Γραφείο της Μόσχας υποστηρίζει σε ανακοίνωσή του ότι «για το συμφέρον της διεθνούς επανάστασης είναι σκόπιμο να δεχθούμε ενδεχόμενη απώλεια της Σοβιετικής εξουσίας, που τώρα καταντά εντελώς τυπική». Τελικά, η άποψη του Λένιν πλειοψήφησε. Η συνθήκη και οι παραχωρήσεις έγιναν. Κανένα σχόλιο.
•