
H εβδομάδα που πέρασε, σίγουρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πρώτη στη δύσκολη πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά τη δεύτερη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου και την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ – Οικολόγων. Δηλαδή, με σκληρές διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, για ουσιαστικά επίδικα, με ανώτατους κοινοτικούς αξιωματούχους στην Αθήνα να παρεμβαίνουν ευθέως στη διαπραγμάτευση, με την αντιπολίτευση να σκληραίνει τη στάση της, με τα κοινωνικά στρώματα που θίγονται από τα μέτρα να προγραμματίζουν κινητοποιήσεις, με την κυβέρνηση να αναζητά χρυσές τομές, με τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα να κάνει τα πρώτα του βήματα στο νέο του ρόλο στο πολιτικό γίγνεσθαι και τα κινήματα που αρχίζουν να αναπτύσσονται διεκδικώντας άποψη και επιρροή για την ασκούμενη πολιτική της κυβέρνησης. Πρόσθετη υποχρέωση είναι να βρεθεί λύση και για το επείγον ζήτημα του μεταναστευτικού – προσφυγικού.
Η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ότι αυτές οι πολιτικές που υποχρεώνεται να εφαρμόσει η κυβέρνηση δεν είναι οι δικές μας πολιτικές, αποκαλύπτει ότι η ηγεσία της κυβέρνησης έχει πλήρη συνείδηση της σοβαρότητας και της τραγικότητας της κατάστασης, που, μάλιστα, δεν θα τελειώσει γρήγορα. Η κυβέρνηση, ωστόσο, δεν έχει άλλο δρόμο να διαβεί και αν κάτι πρέπει να υπενθυμίζει πιο συχνά, είναι αυτό ακριβώς που είπε ο πρωθυπουργός: οι μνημονιακές πολιτικές που εφαρμόζει, παρά τις όποιες επιτυχίες τής διαπραγμάτευσης που καθόλου δεν πρέπει να υποτιμούμε, δεν είναι δικές της πολιτικές, είναι το αποτέλεσμα ενός εκβιασμού. Αρχίζοντας δε από τώρα, να θέτει ως κύριο στόχο την ανατροπή του, ως μια διαδικασία καθόλου γραμμική, αλλά συγκρουσιακή, στο βαθμό που θα εξασφαλίζονται οι αναγκαίες δυνατότητες και ευνοϊκότεροι συσχετισμοί.
Ενώπιος ενωπίω με τους δανειστέςΗ κυβέρνηση, καταρχάς, βρέθηκε ενώπιος – ενοπίω με τους διαπραγματευτές, εκπροσώπους των δανειστών. Η ψήφιση της πρώτης δέσμης επώδυνων προαπαιτούμενων εκλαμβάνεται από τους δανειστές ως «ένα και στο χέρι», θέτοντας αμέσως τις επόμενες απαιτήσεις. Τρία ήταν τα κρίσιμα ζητήματα που τέθηκαν: η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ο νόμος Κατσέλη για την προστασία της πρώτης κατοικίας και το πώς θα «διεκπεραιωθούν» τα κόκκινα δάνεια. Παράλληλα υπήρχε η «προετοιμαστική» διαπραγμάτευση για το ασφαλιστικό, για το ενεργειακό (ΔΕΗ), ενώ η κυβέρνηση μπερδευόταν συνεχώς στο αγκάθι του ΦΠΑ για την ιδιωτική εκπαίδευση, πρόβλημα που, εν πολλοίς, δημιούργησε η ίδια. Προφανώς, το ζήτημα με το νόμο Κατσέλη, μιας και οι δανειστές θέλουν να περιορίσουν αφάνταστα όσους προστατεύονται μόνο στους φτωχούς και τα μικρής αξίας σπίτια, είναι το πλέον κρίσιμο για την κυβέρνηση και το πιο δύσκολο. Όσο για τα άλλα, η μεν ανακεφαλαιοποίηση μάλλον αποδείχθηκε πιο εύκολη, με την έννοια ότι ήταν μικρότερη, τα δε «κόκκινα δάνεια» έπονται.
Οι δανειστές, όπως προκύπτει, κράτησαν στάση αυστηρή, με την έννοια ότι απαίτησαν να «εφαρμοσθούν τα συμφωνηθέντα» κι αυτό φάνηκε και από τις παρεμβάσεις του συντηρητικού αντιπροέδρου της Κομισιόν, κ. Ντομπρόβσκις. «Υπήρχε καθαρή κατανόηση και δέσμευση από την κυβέρνηση να εργαστεί όσο πιο γρήγορα και όσο πιο έντονα γίνεται για την επιτυχημένη ολοκλήρωση του πρώτου ελέγχου και με στόχο αυτό να γίνει εντός Νοεμβρίου», δηλώνει. Αντί 15 Νοεμβρίου που ανέφερε το Γιούρογκρουπ, έγινε δεκτό ο έλεγχος και η αξιολόγηση να πάει στο τέλος Νοεμβρίου, και αυτή ήταν η μόνη ελαστικότητα που επέδειξε. Επιπλέον, συνέδεσε απόλυτα την κεφαλαιοποίηση με την ολοκλήρωση του ελέγχου για την αξιολόγηση, καθιστώντας «απλή ιδέα» την τοποθέτηση Ολάντ, που επιχειρούσε να διαχωρήσει τις δύο διαδικασίες. Είπε συγκεκριμένα, σε συνέντευξη στην «Καθημερινή»: «Αν διαβάσετε το κείμενο συμπερασμάτων του Eurogroup, θα δείτε ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα πρέπει να γίνει μετά την ολοκλήρωση του πρώτου ελέγχου αλλά όχι αργότερα από τις 15 Νοεμβρίου».
Δεν ήταν, όμως, λιγότερο ανελαστικός και ο έτερος επισκέπτης, ο σοσιαλδημοκράτης κ. Σταϊνμάγερ. Σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» σημείωσε σχετικά, όταν ρωτήθηκε για την ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να λύνει τα προβλήματα: «Συμφωνήσαμε όλοι», είπε. «ύστερα από εντατικές διαπραγματεύσεις και επώδυνους συμβιβασμούς, σε ένα εκτεταμένο πακέτο μεταρρυθμίσεων. Η συμβουλή μου είναι να εφαρμοστεί αποφασιστικά και, από την άλλη πλευρά, να μη μειωθεί η βοήθεια από την Ευρώπη, την οποία και χρειάζεται η Ελλάδα». Μάλιστα, προχώρησε κι άλλο εκτιμώντας ότι «ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μπορεί με αντοχή, επιμονή και ικανότητα επιβολής όχι μόνο να εφαρμόσει, αλλά και να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις με τη δημοκρατική εντολή των τελευταίων εκλογών».
Την ερχόμενη εβδομάδα θα δούμε τι θα μας πει και ο κ. Μοσκοβισί, όταν θα έρθει στην Αθήνα. Ως τότε, από την πλευρά της Κομισιόν έχουμε την πιο χαλαρή τοποθέτηση της εκπροσώπου Τύπου κ. Μπράιτχαρτ, η οποία σημείωσε ότι «έχει γίνει σημαντική πρόοδος και οι εκπρόσωποι των θεσμών ελπίζουν να ολοκληρώσουν την αξιολόγηση των πρώτων προαπαιτούμενων σύντομα. Στη συνέχεια, τα κράτη-μέλη θα κληθούν να συζητήσουν και να αποφασίσουν την εκταμίευση».
Ενώπιος ενωπίω με την κοινωνίαΕν μέσω σκληρής διαπραγμάτευσης με απολύτως ανελαστικούς εκπροσώπους των δανειστών, η κυβέρνηση βρέθηκε και ενώπιος ενωπίω με την έντονη δυσφορία των ευρέων κοινωνικών στρωμάτων που θίγονται από τα μέτρα. Η νίκη στις εκλογές ήταν μια κατάφαση στο πώς αντιμετώπισε ο ΣΥΡΙΖΑ τον εκβιασμό, η συγκεκριμενοποίηση, όμως, τώρα τώρα των μέτρων, της πολιτικής που απορρέει από τη συμφωνία μετά την ήττα, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αντιπολίτευση, προς το παρόν σε κατάσταση προβληματική, δεν μπορεί να παρεμβάλει ιδιαίτερα εμπόδια στην κυβέρνηση και να γίνει πόλος συσπείρωσης της δυσφορίας. Αυτό, όμως, δεν εξασφαλίζει ουσιαστική διευκόλυνση στην κυβέρνηση, επειδή τα ανοιχτά της μέτωπα είναι με την κοινωνία, με τα στρώματα που θίγονται από τα μέτρα που αναγκάζεται να εφαρμόσει. Στρώματα που κατά πλειοψηφία τής έδωσαν και τη νίκη στις τελευταίες εκλογές
Στην αντικειμενική αυτή πραγματικότητα προστίθενται και τα δικά της λάθη. Το πρώτο και πιο σημαντικό είναι το πώς χειρίστηκε το πρόβλημα με τη μεγαλύτερη κοινωνική επίπτωση, το ασφαλιστικό. Ο νέος υπουργός Εργασίας, αγνοώντας παλαιότερες και πρόσφατες επεξεργασίες σε επίπεδο κυβέρνησης και κόμματος, συγκρότησε επιτροπή που θα μελετούσε εξ υπαρχής το πρόβλημα, ερήμην του κόμματος και του προγράμματός του. Το πόρισμα, σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, πριν απορριφθεί από την πολιτική γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, ξεσήκωσε έναν κόσμο κατά της κυβέρνησης, προκαλώντας μεγάλο πολιτικό κόστος.
Η υπόθεση ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση είναι το δεύτερο θέμα που προκάλεσε τρομακτικά δυσανάλογο θόρυβο και πολιτικό κόστος από οποιοδήποτε άλλο μέτρο, διότι, επιπλέον, αφύπνισε ιδεολογικά αντανακλαστικά της δεξιάς και των εύπορων στρωμάτων. Η κυβέρνηση μετά την πρώτη υποχώρηση, την οποία δεν έπρεπε να κάνει, πελαγοδρομεί έκτοτε ΄ψάχνοντας ισοδύναμα, που όμως είναι πολύ περισσότερο κοινωνικά άδικα.
Η κυβέρνηση έχει απορροφηθεί ξανά, όπως σχεδόν και στην πρώτη θητεία της, από τη διαπραγμάτευση με στόχο την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, την ανακεφαλαιοποίηση, τα κόκκινα δάνεια, ούτως ώστε να αρχίσει η συζήτηση για το χρέος. Χωρίς να υποτιμά κανείς την αξία του να φθάσει η χώρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το χρέος, ωστόσο η καθυστέρηση συγκρότησης παράλληλου προγράμματος και ταυτόχρονων δράσεων έχει μεγάλο πολιτικό αρνητικό αποτέλεσμα.
Τα στρώματα που θίγονται, χωρίς να βλέπουν κανένα φως, θα αποσύρουν τη στήριξή τους από την κυβέρνηση ύστερα από ένα διάστημα, αν αυτή μείνει αδρανής και χάσει την αξιοπιστία της ως προς την ικανότητά της να προστατεύει, έστω και κάτω από αντίξοες συνθήκες, τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Η γραμμικότητα που φαίνεται να διακρίνει την αντίληψη της κυβέρνησης στη χάραξη μεσοπρόθεσμης πολιτικής, είναι λανθασμένη και μπορεί να πληρωθεί πολύ ακριβά, αν δεν αναιρεθεί.
Παύλος Κλαυδιανός