Αντί σχολιασμού της έκθεσης «Η Αθήνα ελεύθερη», ιστορικής έκθεσης, όπως χαρακτηρίστηκε, μια και σηματοδοτεί τη νέα αντίληψη των σημερινών ιστορικών για όσα διαδραματίστηκαν τότε, εμείς επανερχόμαστε στο τρέχον τεύχος του περιοδικού «Κονδυλοφόρος» και ειδικότερα, στο μελέτημα του Μιχαήλ Πασχάλη για τον Σεφέρη. Ο τίτλος είναι «Σιωπές αγαπημένες της σελήνης», με πλαγιογράφηση, καθώς πρόκειται για στίχο ποιήματος, το οποίο προσδιορίζει ο υπότιτλός, “Ζητήματα διακειμενικότητας στον «Τελευταίο σταθμό» του Γιώργου Σεφέρη»”.
Η μακροχρόνια ενασχόληση του Πασχάλη με “τον διακειμενικό διάλογο ελληνικής και ιταλικής λογοτεχνίας”, σε μεγάλο βάθος χρόνου, από εκείνον της ελληνιστικής περιόδου με την λατινική γραμματεία, τον καθιστά ειδήμονα επί του θέματος. Από μία άποψη, είναι ένας επίφοβος μαιτρ σε αυτόν τον ιδιάζοντα τομέα “διακειμενικότητας”. Είναι γεγονός, πως πολλούς ελκύουν οι “διακειμενικοί διάλογοι”, προτιμούν, όμως, περισσότερο βατά “διακείμενα”, όπως η αγγλόγλωσση, κατά κανόνα σύγχρονη, λογοτεχνία. Αυτοί, όμως, δεν βάζουν σε δοκιμασία τη γηγενή λογοτεχνία, αφού, στην καλύτερη περίπτωση, να αποδείξουν ξενικές επιδράσεις στο έργο του άλφα ή του βήτα Έλληνα συγγραφέα. Ενώ, ο Πασχάλης, ασχολούμενος συστηματικά με τους κορυφαίους της ελληνικής λογοτεχνίας, τείνει να την απορφανίσει. Και καλά, οι δυο Ζακύνθιοι, Κάλβος-Σολωμός, αλλά ο Σεφέρης; Μέχρι προχτές βαλλόταν για ελληνοκεντρισμό, και τώρα να χρειάζεται υπεράσπιση για δυτικόφιλη “διακειμενικότητα”;
Παρόμοια συνηγορία συνιστά δύσκολο έργο, όταν η εν λόγω διάγνωση έρχεται από έναν βραβευμένο κλασικό φιλόλογο. Δεδομένου, όμως, ότι παραμένουμε στην εποχή του αναγνώστη, ως δημιουργικού παρτεναίρ, μακράν του παθητικού αποδέκτη, που αντιλαμβανόταν η γενιά του ’30, θα εκθέσουμε ευθαρσώς τις απορίες μας.
Μία πρώτη απορία γεννά το ιδιαίτερα μεγάλο βάρος, που ο μελετητής αποδίδει στα “παρακειμενικά στοιχεία” έναντι των κειμενικών, δηλαδή του ιδίου του ποιήματος. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στον τίτλο, τους χρονολογικούς προσδιορισμούς και τις συνοδευτικές σημειώσεις. Επίσης, στις αλλαγές τους κατά τις διαδοχικές εκδόσεις, καθώς και, λόγω ύπαρξης στην περίπτωση Σεφέρη αρχειακού υλικού, σε διαφοροποιήσεις στα χειρόγραφα “σχεδιάσματα”. Εκ προοιμίου, εξαίρει το ρόλο τους ως “ερμηνευτικό εργαλείο”. Στη συνέχεια, διαχωρίζει ένα “παρακειμενικό στοιχείο”, συγκεκριμένα, μία από τις σημειώσεις, όπου ως πρότυπο ενός στίχου του ποιήματος, εκείνου που επιλέγει και ως τίτλο του μελετήματός του, “σιωπές αγαπημένες της σελήνης”, υποδεικνύεται ημιστίχιο από την «Αινειάδα» του Βιργίλιου, “amica silentia lunae”. Στόχος του να δείξει πως το εν λόγω ημιστίχιο, ομού μετά των συμφραζομένων του, “αποτελούν δομικό στοιχείο της σκηνοθεσίας του «Τελευταίου σταθμού»”, άρα “το σημαντικότερο διακείμενο του ποιήματος”. Σε αντίθεση, το πρωτογενές κειμενικό στοιχείο, τον στίχο του ποιήματος, τον σχολιάζει υποβοηθητικά προς το τέλος του κειμένου του.
Ο μελετητής αποπειράται ερμηνεία του ποιήματος και δη, μέσω επισφαλούς “διακειμενικότητας”: “Ο καμβάς πάνω στον οποίο στήνεται ο «Τελευταίος σταθμός» είναι η διακειμενική σκηνοθεσία που προετοιμάζει την άλωση της Τροίας στην «Αινειάδα» του Βιργιλίου.” Με άλλα λόγια, αν παρακολουθούμε την “διακειμενικού” τύπου συλλογιστική, ενσφηνώνοντας στο ποίημα τον εν λόγω στίχο, ανακαλείται η σκηνή με τον στόλο των Αχαιών να ξεκινάει από την Τένεδο για την αφρούρητη, χάρις στον “αρχετυπικό δόλο” του Δούρειου Ίππου, στο έλεός τους, Τροία. Αυτό υποτίθεται πως επέχει θέση προφητείας στο σεφερικό ποίημα για όσα πρόκειται να συμβούν μετά την Απελευθέρωση της Αθήνας απ’ τις ορδές της Βέρμαχτ.
“Κάθε εξήγηση ποιήματος είναι, μου φαίνεται, εξωφρενική...”, διατείνεται ο Σεφέρης το 1949, όταν η Τζούλια Κρίστεβα ήταν παιδάκι στην Βουλγαρία και ο Ζεράρ Ζενέτ, πρωτοετής της φιλολογίας. Τότε, η λεγόμενη “transtextualite” υπήρχε μόνο σαν “πετροκαλαμήθρα που κυβερνά τον ποιητή, ένα ένστικτο που ξέρει, πριν απ’ όλα, να φέρει στο φως και να βυθίζει στο μούχρωμα της συνείδησης τα πράγματα...” Για το ποίημα «Τελευταίος σταθμός», ο Σεφέρης εξηγούσε σε νεότερο κριτικό: “Είναι ένα ποίημα που απορρόφησε κάμποση πείρα και πίκρα μιας εποχής της ζωής μου που δε γνώρισες, αφού είταν σκηνοθετημένη έξω από την πατρίδα...”. Ενώ, σε προσφιλή του, ομήλικο φίλο, γίνεται αναλυτικότερος: “Αφού μας χρειάζεται, αδιάφορο αν αξίζει τον κόπο, μια κλωστή της Αριάδνης, βρίσκω πως δεν είναι κακή αυτή που μας δανείζει η περικοπή της Οδύσσειας με το επεισόδιο της Κίρκης και τη Νεκυομαντεία... ποιος ξέρει, μπορεί να υπήρχε και να ενεργούσε αόρατος μέσα μου ο ειρμός αυτός, όταν καταπιάστηκα να συναρμολογήσω εμπειρίες που είχα δοκιμάσει, και κάποτε σημειώσει, από τον Οχτώβρη του ’44 που γύρισα στην Ελλάδα από τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία. Το βίωμα, καθώς λένε, της «Κίχλης» αρχίζει εκεί που τελειώνει το «Ημερολόγιο καταστρώματος β΄», με τον «Τελευταίο σταθμό»”.
Βεβαίως, η αναζήτηση ιταλικού “διακείμενου” δεν ξενίζει, αφού ο Σεφέρης, στην Ιταλία, ξεκίνησε να γράφει το ποίημα. Συγκεκριμένα, στην Cava dei Tirreni, “ένα χωριουδάκι πάνω από το Σαλέρνο”, την έδρα των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Στο ξενοδοχείο του, μένει “σύσσωμο το Υπουργείο Εξωτερικών. Ψηλότερα δυο βίλες δεσπόζουν, της Αγγλικής Πρεσβείας και του Έλληνα πρωθυπουργού”. Στη Βίλλα Ricciardi, φιλοξενήθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Στην παρακείμενη πόλη της Καζέρτας, έδρα του αγγλικού αρχηγείου, δέκα μέρες μετά την άφιξή του, 26 Σεπ. 1944, υπογράφτηκε η περιώνυμη Συμφωνία, που όριζε αρχιστράτηγο αγγλικών και ελληνικών δυνάμεων τον Σκόμπυ. Αυτό καθόλου τυχαία. Πρόκειται για υψηλόβαθμο αξιωματικό με μόνιμη θητεία στις βρετανικές αποικίες. Την 1η Οκτ., ο Σεφέρης σημειώνει στο Ημερολόγιό του: “Ο στρατηγός – βάφτισε την Cava dei Tirreni, Φάκα dei Greci.” Στην οριστική έκδοση του ποιήματος, υπάρχει η ημερομηνία, “5 Οκτωβρίου ’44”. Στην πρώτη δημοσίευσή του, Μάρ. του 1947, η ημερομηνία είναι “15 Οκτωβρίου 1944”. Στα Ημερολόγια, αυτές οι ημερομηνίες δεν έχουν εγγραφές, μόνο τη “Δευτέρα, 16 Οκτώβρη”: “Χτες όλο το απόγεμα δοκίμασα να συνεχίσω ένα ποίημα που άρχισα εδώ και λίγες μέρες («Τελευταίος σταθμός»). Αναγκάστηκα να το αφήσω· βαρύς το βράδυ.” Άλλο ημερολογιακό ίχνος των χειρογράφων του ποιήματος, μέχρι τη δημοσίευσή του, δηλαδή σε ένα μακρύ διάστημα δυο χρόνων και τριών μηνών, δεν υπάρχει. Άραγε, σώθηκαν αυτά τα δυο πρώτα “σχεδιάσματα”; Με πρόσβαση στο Αρχείο ο Πασχάλης, δεν πληροφορεί σχετικά. Αναφέρει μόνο, πως υπάρχει “σχεδίασμα” με ένδειξη, “5.15 Οκτ. 44, Ιούλ. 46”.
Για το ποίημα, ωστόσο, έχουν διασωθεί “σχεδιάσματα” μέχρι “τυπογραφικά δοκίμια”, που δείχνουν σημαντικές αλλαγές. Οπότε, θα αναμενόταν να δοθούν αναλυτικά οι διαδοχικές μεταμορφώσεις του επίμαχου στίχου. Αντ’ αυτού, αναφέρεται πως “στα σχεδιάσματα του ποιήματος δεν υπάρχει ο στίχος”, χωρίς να προσδιορίζεται ποιο είναι αυτό το σύνολο “σχεδιασμάτων” χωρίς τον στίχο. Αμέσως μετά προσθέτει, πως “σε ένα σχεδίασμα δεν υπάρχει τίποτα”, ενώ “σε άλλο σχεδίασμα εμφανίζεται” ο στίχος με διαφορετική απόδοση του λατινικού προτύπου, τοποθετημένος σε διαφορετική θέση εντός του ποιήματος. Ούτε κάποια, έστω και κατ’ εικασία, χρονολόγηση αυτών των δυο σχεδιασμάτων, ούτε σχολιασμός της σημασίας παρόμοιων δεδομένων. Οπότε, γεννάται το εύλογο ερώτημα πως μπορεί να έχει τόση βαρύτητα για τη σύλληψη ενός ποιήματος, γιατί εικάζουμε πως αυτό εννοείται ως “σκηνοθεσία”, ένας στίχος που σε κάποια –ένα, δυο, περισσότερα;– δεν υπάρχει καν, ενώ, καίτοι δομικό στοιχείο του ποιητικού χώρου και χρόνου, μετατοπίζεται από σχεδίασμα σε σχεδίασμα ως δευτερεύον στοιχείο διακοσμητικού χαρακτήρα. Αν, όμως, οι μεταβολές των κειμενικών στοιχείων δεν σχολιάζονται, άρα δεν κρίνονται βαρύνουσες στη “σκηνοθεσία”, πως είναι δυνατόν να αποβαίνει σημαντική η σημείωση για αυτό το ελάχιστα σημαντικό κειμενικό στοιχείο;
Ως αντιστάθμισμα, θα ήταν χρήσιμη σύντομη παρουσίαση των αλλαγών στο κείμενο του ποιήματος, όπως διεξοδικά τις σχολιάζει ο Ξενοφών Κοκόλης στο βιβλίο του «Σεφερικά μιας εικοσαετίας» (1993). Όσο αφορά το κύριο “παρακειμενικό στοιχείο”, που είναι ο τίτλος του ποιήματος, μένει η εντύπωση πως έγινε μια μόνο αλλαγή, από τον αρχικό με το ιταλικό τοπωνύμιο στον οριστικό, ενώ πρόκειται για τριπλή ή και πολλαπλή αλλαγή (αρχικά, στις 5/10/1944, το τοπωνύμιο ιταλιστί, στις 15/10/1944 ο οριστικός, ενδιαμέσως, σε “σχεδιάσματα”, επανέρχεται το τοπωνύμιο, για να διορθωθεί δεύτερη φορά “πάνω στο μάρμαρο του τυπογραφείου”).
Αλλά οι περισσότερες απορίες ανακύπτουν από τις αποφάνσεις του μελετητή σχετικά με τις προθέσεις του Σεφέρη και τη λατινομάθειά του. Κατ’ αρχήν, υποστηρίζει πως ο ποιητής διατήρησε την πρώιμη χρονολόγηση για να προσδώσει στο ποίημά του προφητικό χαρακτήρα. Επιστρατεύει και τον ιστοριογραφικό όρο “προφητεία ex eventu”, για να αποφύγει φορτισμένες εκφράσεις, όπως, λ.χ., δολίως παραπλανητική “σκηνοθεσία”. Δεν λαμβάνει μάλλον υπόψη, ότι το ποίημα, στην πρώτη δημοσίευση, φέρει τον υπότιτλο, “Συμπλήρωμα στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β΄»” και ότι, στην οριστική έκδοση, τοποθετείται πριν την «Κίχλη», που φέρει ημερομηνία “31 του Οχτώβρη 1946”. Όχι μόνο είναι απόλυτος στα συμπεράσματά του, αλλά προχωρά και σε σενάρια σχετικά με το πώς λειτούργησε ο ποιητής, δανειζόμενος το ημιστίχιο από την «Αινειάδα».
Σχολιάζει πως “η λατινομάθεια του ήταν εξαιρετικά περιορισμένη”, για να καταλήξει πως “η φράση ήταν ολοφάνερα γνωστή στον Σεφέρη, είτε από τον Hugo είτε από τον Gide είτε από τον Yeats είτε από περισσότερες από μία πηγές.” Δηλαδή, ο Σεφέρης, απόφοιτος του Προτύπου Γυμνασίου της Αθήνας, δεν είχε διαβάσει μεταφράσεις της «Αινειάδας», δεν είχε ακούσει τις διιστάμενες απόψεις σχετικά με αυτό το προβληματικό ημιστίχιο στο Δεύτερο Βιβλίο της. Προβληματικό, καθώς μπορεί να εκληφθεί ότι σημαίνει είτε “φεγγαρόφωτο” είτε “κρυμμένη σελήνη”. Ο Πασχάλης αποφαίνεται: “Το βέβαιο είναι ότι στον «Τελευταίο σταθμό» οι σιωπές της σελήνης δεν έχουν να κάνουν με το σκοτάδι.” Μήπως, όμως, κοιτάζει τον Σεφέρη με σύγχρονα ματογυάλια; Ο Δάντης και ο Μίλτων, αλλά και οι παλαιότεροι μεταφραστές της «Αινειάδας» στα ελληνικά, τις “σιωπές της σελήνης” τις ερμήνευαν ως σκότος. Ακόμη, ο κορυφαίος ουμανιστής Angelo Poliziano. Την άποψη του τελευταίου την αντικρούει ο Πασχάλης, παραπέμποντας στη σύγχρονη αμερικανική φιλολογία γύρω από το θέμα. Αυτή στηρίζεται σε μεταγενέστερους ουμανιστές, του 16ου αιώνα, που άντλησαν την επιχειρηματολογία τους από την «Μικρή Ιλιάδα» και άλλα έργα των “κύκλιων επικών ποιητών”, που θέλησαν να συμπληρώσουν την ομηρική Ιλιάδα. Γιατί, όμως, παρόμοια επιχειρήματα να δίνουν τελεσίδικη απάντηση;
Οι δυο μεταφραστικές εκδοχές του Σεφέρη, στο “σχεδίασμα” και στο οριστικό, θα μπορούσαν να οφείλονται, όπως σχολιάζει ο ίδιος με αφορμή την «Κίχλη» που γράφτηκε στον Πόρο, στην έλλειψη βοηθημάτων, όντας και τότε εκτός έδρας. Όσο για τον πληθυντικό “σιωπές”, όπως και στο λατινικό πρωτότυπο, οι πληθυντικοί ταιριάζουν στην ποίηση. Για το φιλικός, που έγινε αγαπημένος, δηλαδή από επιθετικός προσδιορισμός μιας προσωποποιημένης σελήνης μεταβλήθηκε σε διάθεση του ποιητή, παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τις σημειώσεις, σε όλες τις περιπτώσεις, δανείζεται συναισθηματικές καταστάσεις για το ποιητικό υποκείμενο, τον αφηγητή. Στο ότι σημαίνει σκότος και όχι φεγγαρόφωτο, συνηγορεί και η πρώτη θέση που έχει ο στίχος στο “σχεδίασμα”, μετά το στίχο 10, όπου γίνεται λόγος, πρώτον για φεγγάρι “στη χάση” (στ8) και στη συνέχεια, για αδύναμα “φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά”. Στον 12ο στίχο, υπάρχει ο χρονικός προσδιορισμός: “Χτες βράδυ... στην άκρη /μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι /ξεπέρασε τα σύννεφα”. Στο τώρα της αφήγησης, την επομένη, το απόγεμα της 15ης Οκτ., είναι “βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή γούβα”.
Τέλος, ο μελετητής μεταφράζει ο ίδιος το επίμαχο ημιστίχιο, “ tacitae per amica silentia lunae” ως “κάτω από τη φιλική σιγή της σιωπηλής σελήνης” ή, κατά λέξη, “κάτω από τις φιλικές σιωπές της βουβής σελήνης”. Θεωρεί πως η σιωπή “μνημονεύεται εμφατικά με δυο όρους (tacitae, silentia)”. Δεν θα μπορούσε, όμως, το επίθετο “tacitus” να αποδοθεί και ως κρύφιος, κεκρυμμένος; Άρα, της κρυμμένης σελήνης;
Μ. Θεοδσοσοπούλου