Δυο παραστάσεις, μία από τους Blitz και μία από το Θέατρο Τέχνης, συνομιλούνΜου έκανε μεγάλη εντύπωση το ραδιοφωνικό διαφημιστικό που ενημέρωνε για τη νέα παράσταση των Blitz, που ξεκινούσε με τη φράση «οι Blitz στη Στέγη». Βεβαίως, έτσι περίπου ξεκινούν τα περισσότερα διαφημιστικά των καλλιτεχνικών και λοιπών εκδηλώσεων της εξαιρετικά δραστήριας Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ωνασείου Ιδρύματος. Μάλλον φταίω εγώ που δεν το είχα προσέξει άλλες φορές. Είναι όμως εντυπωσιακό, φίλοι αναγνώστες, νομίζω, ο χώρος να προτάσσεται της δημιουργίας. Το γεγονός να μην είναι η καλλιτεχνική πράξη αλλά ο χώρος συντέλεσης –λες και ο χώρος δεν ορίζεται από τα πράγματα, αγαπημένε Σταγειρίτη. Έτσι η Στέγη (η όποια Στέγη) αποκτά μια πολύσημη αυτονομία, μια ιδιαίτερη βαρύτητα, γίνεται μια αναφορά κύρους, προσδίδει κύρος σε ό,τι συμβαίνει σε αυτήν. Γίνεται θεσμός. Παράγει και ορίζει το γεγονός. Αποκλείει γεγονότα. Έτσι συμβαίνει βεβαίως στην Εσπερία. Όταν, εμείς, οι πτωχοί θεατές, λοιπόν, εκφράζουμε συχνά ένα σκεπτικισμό για το ρόλο των Ιδρυμάτων –και αυτά εννοούσαμε τις προάλλες στα λίγα που απευθύναμε στον νέο υπουργό Πολιτισμού, κ. Αριστείδη Μπαλτά– δεν έχουμε κατά νου να σβήσουμε την ιδιωτική πρωτοβουλία από το χάρτη του πολιτισμού, αλλά να θυμίσουμε στην πολιτεία το δικό της ρόλο. Για να μη σβήσει η μικρή ανεξάρτητη και ελεύθερη παραγωγή (τι λέξη κι αυτή, αλλά πώς αλλιώς να το πεις;). Γιατί τέχνη, και δη θέατρο, και δημοκρατία είναι αλληλένδετα.
Νέες φόρμεςΕν πάση περιπτώσει, για τους Blitz λέγαμε, μην πέσουμε κι εμείς στην ίδια παγίδα. Το νέο τους έργο, «6 a.m. How to disappear completely», παρουσιάστηκε από τους ίδιους ως μια αισιόδοξη παράσταση, πράγμα ιδιαίτερα ενδιαφέρον αν σκεφτεί κανείς ότι έρχεται μετά από μια σειρά δυστοπικών παραστάσεων, που περιέγραφαν και ερμήνευαν τον κόσμο τους, ενώ αυτή τώρα έρχεται να προτείνει, λένε οι ίδιοι, οδό διεξόδου. Φαίνεται μάλιστα ότι όντως υπάρχει μια αλλαγή στην ομάδα: όπως είχαμε επισημάνει και στην παρουσίαση του «Vanya. Δέκα χρόνια μετά» («Εποχή», 28.12.2014) η μέθοδος των Blitz είχε φτάσει πια στα όριά της, είχε δώσει σημαντικές δουλειές αλλά η συνέχιση είτε απλώς θα τελειοποιούσε βαριεστημένα το ήδη υπάρχον είτε θα άρχιζε να φθίνει έως τέλους. Με το «6 a.m.How to disappear completely» περνούν σε νέες φόρμες και προβληματισμούς. Κυρίως τους ενδιαφέρει να σκάψουν την ίδια την έννοια της τέχνης και να προτείνουν το θέατρο ως δυνατότητα εξόδου, ως αρχή της δημιουργίας ενός κόσμου με πνευματικότητα και δημιουργία.
Μια ομάδα νέων ανθρώπων καταλαμβάνει ένα παλιό εργοτάξιο και αρχίζει να οικοδομεί το νέο με υλικά από το παλιό. Η παράσταση δεν στηρίζεται στο λόγο αλλά στο εύρημα και την εμμονική επανάληψή του –χαρακτηριστικό του μεταμοντερνισμού. Ωστόσο, μολονότι ουσιαστικά απών ο λόγος, όλο το θέαμα αρθρώνεται πάνω σε ένα ποίημα του Χαίλντερλιν, «Θρήνοι του Μένωνος για την Διοτίμα» (1801), βασικού εκπροσώπου του ρομαντισμού, προφανώς υπονοώντας ότι η νέα πνευματικότητα βρίσκεται μακράν του ορθού λόγου, σε ένα κόσμο που οι Blitz τον θέλουν κυριαρχούμενο από την έκπληξη και την συλλογικότητα.
Ποια είναι η πραγματικότητα που αρνιόμαστε;Παράσταση εκπληκτικής ακρίβειας, ήταν προσεγμένη ως την έσχατη λεπτομέρεια, δουλεμένη ως απαιτητική χορογραφία, με τη λειτουργικότητα μιας καλολαδωμένης μηχανής με πολλά γρανάζια που πρέπει να συντονιστούν άψογα για να είναι αποτελεσματική η μηχανή. Παρ’ όλ’ αυτά το ερώτημα και η απάντηση φτάνουν θολά στην αίθουσα, ίσως γιατί όλ’ αυτά κάπου τα έχουμε ξαναδεί, ίσως γιατί οι φουτουριστικές ουτοπίες κατέληξαν πάντα σε δυστοπικούς αυταρχισμούς. Ίσως γιατί οι επαναλαμβανόμενες τελετουργικές βυθίσεις σε πηγάδια που θυμίζουν όχι βαπτίσεις, δηλαδή εξαφάνιση του παλαιού και ανάδυση του νέου ως είναι ο συμβολισμός της βάπτισης, αλλά αυτοκτονίες, φέρνουν στο νου τις πραγματικές αυτοκτονίες που συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται κι ας μη μιλάμε πια γι’ αυτές. Και κυρίως γιατί απέναντι στο αριστοκρατικό «όχι άλλη πραγματικότητα», που προτάσσουν οι δημιουργοί, χρειάζεται να προηγηθεί το ερώτημα «ποια είναι η πραγματικότητα που αρνιόμαστε»; Πόσο πραγματικά την γνωρίζουμε; Ή, ακόμα κι αν την αρνηθούμε αυτή θα πάψει να είναι εδώ; Αλλάζει ο κόσμος επειδή κλείσαμε τα μάτια και δεν έχουμε την εικόνα του; Το μέλλον του κόσμου είναι η κυριαρχία της τεχνικής; Όταν ξέρουμε τους ιδιοκτήτες και τους νομείς της;
Οι νέοι γυρεύουν μια χώραΚατά ένα περίεργο τρόπο το «Γυρεύω μια χώρα» του Αντρέα Φλουράκη συνομιλεί με την παράσταση των Blitz. Με σαφή αναφορά στο γνωστό έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σα χώρα» και όχι μόνο στην αναλογία του τίτλου, ο Φλουράκης επιχειρεί μια ανατομία της νέας γενιάς των ελλήνων, στηριγμένος στο βασικό χαρακτηριστικό των ημερών και της γενιάς, δηλαδή στη γλωσσική δυστοκία, στην ολοένα συρρικνούμενη λεκτική επικοινωνία, στην αφασία.
Έργο σκληρό, παρά το χιούμορ με το οποίο είναι επιφανειακά πασπαλισμένο, επιχειρεί μέσα από σκόρπιες φράσεις που λέγονται από νέους ανθρώπους σε υποτυπώδεις διαλόγους ή παράλληλους μονολόγους να αποτυπώσει την πανσπερμία των ιδεών, συχνά αλληλοσυγκρουόμενων, κοινότοπων ή ακραίων, μερικές φορές σε επικίνδυνα πλησιάσματα της ακροδεξιάς, που βρίσκει κανείς στη νέα γενιά. Πλησιάζει αυτή τη νέα γενιά με αγάπη και κατανόηση, χωρίς διάθεση κριτικής, για να ακούσει από το δικό της στόμα και εκπεφρασμένα με το δικό της λόγο τα ερωτήματα, τα βάσανα, τα όνειρά της, τους φόβους, τις αμφισβητήσεις, τη βία, τον πανικό της, το ιδεολογικό αλαλούμ, την απολιτικότητα ή την άλλη αντίληψη για την πολιτική, τη διακοπή των δεσμών της με την ιστορία, την αλαζονεία, την έλλειψη επαφής με την πραγματικότητα και κάποτε τον κοινό νου, τον ατομισμό, αλλά και τη δειλή ανακάλυψη της συλλογικότητας, την περιέργεια του έρωτα, την ανακάλυψη του φύλου, τον τρόμο και τη γοητεία της διαφορετικότητας… Το «Θέλω μια χώρα» είναι ανθρωπολογική και κοινωνιολογική μελέτη μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς που ονειρεύεται σχεδόν στο σύνολό της να φύγει από τούτη τη χώρα.
Μια αόριστη ουτοπία24 νέα παιδιά πάνω στη σκηνή, 12 αγόρια και 12 κορίτσια, η τελευταία φουρνιά της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης, συγκινητικά άπειρα τα περισσότερα, έπαιξαν τους εαυτούς τους και τους φίλους τους. Ξαπλωμένα σε παραλιακές ξαπλώστρες, με την αιώνια «φραπεδιά» στο χέρι, αμπελοφιλοσοφούν, τσακώνονται, επιλέγουν την Ευρώπη, αρνούνται την Ευρώπη, αναρωτιούνται για τη χώρα τους, διέρχονται με επιπολαιότητα αλλά ενδεικτικά όλο το φάσμα των πολιτικών ιδεών, μιλούν ακόμα πιο επιπόλαια για την επανάσταση που δεν μπορούν να ορίσουν ως έννοια αλλά την ονειρεύονται ως ανατροπή χωρίς περιεχόμενο… Εκεί, στην παραλία, όπου σκιαγραφούν μια αόριστη ουτοπία πριν γυρίσουν στην καθημερινότητα της Δευτέρας και την απελπισία της, σε ένα πλατύ και ανειρήνευτο «θα» που κυβερνά τις ζωές τους, ζουν ένα παρόν χωρίς ένταση και αναμένουν ένα μέλλον που ποτέ δεν θα το ήθελαν από μόνοι τους, το έφτιαξαν άλλοι γι’ αυτούς και θα είναι εκεί, καταιγιστικό, ώσπου αυτοί οι νέοι να καταφέρουν να αρθρώσουν ένα πραγματικό λόγο, να ερμηνεύσουν τη ζωή τους και να προχωρήσουν σε πράξεις.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη σκηνοθέτησε τους νέους ηθοποιούς και μαζί την έμπειρη Ρένη Πιττακή, που διερχόταν το χώρο του θεάτρου της Φρυνίχου παρατηρώντας και απαγγέλλοντας (κυρίως Αναγνωστάκη), σαν θραύσμα της ποιότητας αλλοτινών καιρών, όταν ακόμα πιστεύαμε ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο και πως καμιά επανάσταση δεν έγινε ποτέ χωρίς να ξενυχτούν οι ερωτευμένοι επαναστάτες με στίχους στα χείλη. Απλή αλλά ευρηματική η σκηνοθετική ματιά, κατάφερε να αποδώσει με αμεσότητα και ευθύτητα, με χιούμορ και σοβαρότητα το έργο.
Αν η παράσταση των Blitz είχε πράγματι αναφορά στον αγαπημένο Α. Ταρκόφσκι, άθελά της μάλλον η παράσταση του Τέχνης μας πήγε από ένα υπόγειο, άγνωστο και σπηλαιώδες μονοπάτι στο «Underground» του Ε. Κουστουρίτσα και στην ακροτελεύτια σκηνή του νησιού που ταξιδεύει αργά στα νερά της μνήμης.
Το θέατρο στον τόπο μας ερευνά πια πολύ την ουτοπία.
Μαρώ Τριανταφύλλου