Το τελευταίο βιβλίο της ομότιμης καθηγήτριας του ΕΜΠ, Ντίνας Βαϊου, «Η αθέατη εργασία των γυναικών στη συγκρότηση της πόλης. Όψεις της Αθήνας μετά τη μεταπολίτευση» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2021), παρουσιάστηκε από τον Άρη Καλαντίδη στην Εποχή της 26ης Δεκεμβρίου 2021 με ένα λιτό κείμενο, το οποίο όμως ήταν αρκετό για να στείλει στα βιβλιοπωλεία να το αγοράσουν πολλούς ανθρώπους που γνωρίζουν και εκτιμούν το εκτεταμένο και εξαιρετικά σημαντικό ερευνητικό έργο της φίλης μας. Λόγω της επιλογής των θεμάτων –με τον χώρο και την άτυπη γυναικεία εργασία να κατέχουν σημαίνουσα θέση σ’ αυτά– το συγγραφικό έργο της Βαΐου έχει μεγάλη στρατηγική σημασία για την Αριστερά, τη ριζοσπαστική, ανανεωτική Αριστερά που υπηρετεί με ανιδιοτέλεια εδώ και πολλές δεκαετίες. Σήμερα δημοσιεύουμε στις Ιδέες ορισμένα αποσπάσματα του προαναφερθέντος συναρπαστικού βιβλίου, που η ίδια η συγγραφέας επέλεξε για την εφημερίδα μας, με την οποία συμπορεύεται από την ίδρυσή της. Την ευχαριστούμε θερμά.
Χ. Γο.
Το βιβλίο αυτό ολοκληρώθηκε σε συνθήκες επαναλαμβανόμενων εγκλεισμών (lockdown) για τον έλεγχο της διάδοσης της Covid–19. Η Αθήνα, μέσα στις συνθήκες αυτές, έχει αποκενωθεί από τις συνηθισμένες δραστηριότητες και το πλήθος των κατοίκων που τις υποστηρίζουν, ενώ θεσμικές ρυθμίσεις, οικονομικά μέτρα και παραλείψεις από την πλευρά της κυβέρνησης, με το πρόσχημα των έκτακτων συνθηκών της πανδημίας, έχουν πλήξει καίρια όσα (θεωρούσαμε ότι) συγκροτούν πυλώνες της αστικής ανάπτυξης, αλλά και της καθημερινότητας των πολλών. Αφενός την «οικονομία–όπως–την–ξέραμε» με τις διαχρονικά παρούσες μικρές επιχειρήσεις, την αυτοαπασχόληση, τη μικρή ιδιοκτησία ακινήτων και την κοινωνική διάχυση των προσόδων, και αφετέρου τις πολλαπλές λειτουργίες και περιεχόμενα του δημόσιου χώρου, όπως αυτά εκφράστηκαν διαχρονικά στους αγώνες για τη διεύρυνσή του, για τα κοινωνικά δικαιώματα, για την πρόσβαση στην παιδεία, την υγεία, την πρόνοια, για την ορατότητα και την παρουσία χωρίς αποκλεισμούς στον υλικό χώρο της πόλης.
Η Αθήνα στην πανδημία
Μεγάλες ομάδες του αστικού πληθυσμού, ήδη αποδυναμωμένες από μια δεκαετία λιτότητας και καταστροφικών μνημονιακών πολιτικών, βλέπουν τις δυνατότητες επιβίωσης να στενεύουν ακόμη περισσότερο. Ταυτόχρονα, πολλές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων η εκπαίδευση, η κατανάλωση, ένα μέρος της αμειβόμενης εργασίας σε ορισμένους τομείς μεταφέρονται στον άυλο χώρο του διαδικτύου, μόνιμα ή συγκυριακά, αφήνοντας τον δημόσιο χώρο της πόλης κενό. Παραμένουν, όμως, πάντα στον δρόμο και στο πόστο τους όλες εκείνες και εκείνοι που κινούν τις «αυτονόητες», και γι’ αυτό αθέατες, λειτουργίες (καθαρίστριες, οδηγοί μέσων μαζικής μεταφοράς, εργαζόμενοι στην τροφοδοσία και στα καταστήματα τροφίμων...), όπως και οι εργαζόμενες και εργαζόμενοι στον κλάδο της υγείας.
Έχουν χαθεί (για την ώρα;) από την αστική καθημερινότητα όσα συνθέτουν ένα αστικό τοπίο με οικείες εικόνες, ήχους και οσμές, όσα προκαλούν τυχαίες συναντήσεις και εμπρόθετες συναναστροφές: μαγαζιά με τα φώτα και τη βουή τους κατά μήκος των δρόμων, βιοτεχνίες, εργαστήρια και γραφεία με χιλιάδες εργαζόμενες και εργαζόμενους στους ορόφους των κτιρίων, πλανόδιοι έμποροι, θορυβώδη παιδιά που πάνε στο σχολείο, νέοι που μαζεύονται σε στέκια, γωνιές και πλατείες, ηλικιωμένοι που παρατηρούν τα πέρα–δώθε από τα παγκάκια, δημόσιες συναθροίσεις διεκδικητικού και μη χαρακτήρα, αμέριμνοι τουρίστες και καταναλωτές, βιαστικές νοικοκυρές, οχήματα κάθε είδους σε φρακαρισμένους δρόμους. Οι παραπάνω απώλειες, και πολλές ακόμη, μας αναγκάζουν να επαναπροσδιορίσουμε τους τρόπους με τους οποίους όχι μόνο βιώνουμε ατομικά και συλλογικά, αλλά και σκεφτόμαστε (για) την πόλη, καθώς αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς λειτουργίες, καθημερινότητες και συνθήκες συμβίωσης (διαφορετικών ομάδων και ατόμων), γύρω από τις οποίες έχουν συγκροτηθεί προσεγγίσεις για τον αστικό χώρο. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι καινούργιες ιστορίες που μένει να ειπωθούν για την πόλη, και για τούτη την πόλη, εγγράφονται στο παλίμψηστο των χωρικών σχέσεων και αποτυπωμάτων από παλαιότερες διαδικασίες.
Στις πόλεις, όπως ξέρουμε, συγκεντρώνεται, στην αρχή του 21ου αιώνα, το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι τόποι όπου αναμειγνύονται, αποκρύπτονται και εκτίθενται τρόποι παραγωγής, εργασίας και σχόλης, μορφές κατοικίας και κυκλοφορίας (ανθρώπων, αγαθών, πληροφορίας), πεδία επενδύσεων και τρόποι κατανάλωσης. Τόποι που φέρνουν σε γεωγραφική εγγύτητα ακραίες μορφές φτώχειας και πλούτου, που διαμορφώνουν με υλικούς και εικονικούς τρόπους πεδία επικοινωνίας και αλληλοδράσεων, συμβατικές και αποκλίνουσες ταυτότητες και επιλογές ζωής, και πολλά ακόμη. Είναι τόποι πολλαπλότητας, η οποία παραπέμπει σε διαφορετικούς κόσμους μέσα στην κάθε πόλη. Έτσι, οι αναγνώσεις και ερμηνείες του αστικού φαινομένου δεν μπορεί παρά να είναι πολλαπλές. Ταυτόχρονα, παραμένουν επιλεκτικές, ακόμη και όταν θεωρούν τον εαυτό τους (συν)ολικό και μοναδικό.
Αθέατη, μη αμειβόμενη και υποτιμημένη εργασία
Στο βιβλίο επιχειρώ μια προσέγγιση της πόλης μέσα από τη μελέτη της Αθήνας και της καθημερινότητας διαφορετικών (ομάδων) γυναικών. Στο επίκεντρο των αναζητήσεών μου βρίσκεται η αθέατη, μη αμειβόμενη και υποτιμημένη εργασία των γυναικών, και η συμβολή της στη συγκρότηση της πόλης. Η εργασία αυτή, που επιτελείται ως «αγάπη, προσφορά και φροντίδα», καθιστά την πόλη, και επιμέρους περιοχές της, χώρο βιώσιμο και βιωμένο, στον οποίο εγγράφονται κύκλοι επένδυσης κεφαλαίου και πραγματοποίησης κερδών, συγκροτούνται ανεκτές, αν και συχνά δύσκολες, συνθήκες ζωής, οικοδομούνται τρόποι συμβίωσης και κοινωνικής συνοχής.
Η έρευνά μου εστιάζει ρητά στον κόσμο των γυναικών, χωρίς να συμμερίζεται κοινότοπες αντιλήψεις για μια σταθερή και σχεδόν ακίνητη έμφυλη ταυτότητα, συνεχώς διαθέσιμη για ανακάλυψη και περιγραφή. Αντίθετα, η μελέτη της Αθήνας, καθώς και η οπτική του χώρου ως πεδίου (συν)ύπαρξης της πολλαπλότητας, αναδεικνύουν τις μεταλλασσόμενες ιδέες για το τι συγκροτεί τις «γυναίκες» σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, καθώς και τους προσωπικούς και συλλογικούς προσδιορισμούς που επιχειρούν διαφορετικές γυναίκες μέσα από συγκεκριμένους συνδυασμούς δημόσιου και ιδιωτικού/προσωπικού, κίνησης και στάσης (ή και εγκλωβισμού), αποδοχής και απόρριψης καθιερωμένων απόψεων και πρακτικών, καθημερινών ανατροπών και συλλογικών αγώνων. Όλα αυτά, εντέλει, οδηγούν σε σύνθετες έμφυλες υποκειμενικότητες, αλλά και διαμορφώνουν αστικότητες σε συγκεκριμένα χωρικά και χρονικά συμφραζόμενα.
Οι πιο πάνω προβληματισμοί εντάσσονται στις φεμινιστικές προσεγγίσεις που εισάγονται στη μελέτη της πόλης στον απόηχο της εμβληματικής χρονιάς 1968. Οι προσεγγίσεις αυτές αποκάλυψαν τις έμφυλες, αν και άρρητες, επιλογές καθιερωμένων θεωρητικών και ερμηνευτικών σχημάτων και μεθοδολογικών επιλογών, αναδεικνύοντας τη σημασία της θέσης/τοποθέτησης (standpoint) (πολιτικής, επιστημονικής, προσωπικής), η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα ερωτήματα και το «τι βλέπει» κάθε προσέγγιση και ερμηνεία, όπως καθορίζει και το ειδικό βάρος όσων βλέπει. Στο πλαίσιο αυτό αμφισβητείται η επίκληση αντικειμενικής θεώρησης, απαιτείται όμως μέγιστη διαφάνεια μεθόδων και προσοχή στην εμβέλεια των αποτελεσμάτων της έρευνας και στις γενικεύσεις.
Τα κεφάλαια στα οποία διαρθρώνεται το βιβλίο δεν αποτελούν μια ακόμη «γεωγραφία της Αθήνας» από την πτώση της δικτατορίας ώς την κυβέρνηση της Αριστεράς. Μέσα από τρεις μελέτες περίπτωσης, στο Πέραμα, την Ηλιούπολη και την Κυψέλη, και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, αναζητώ τα ίχνη της –μεταβαλλόμενης– αθέατης εργασίας των γυναικών και τους τρόπους με τους οποίους αυτή συνέβαλε καταλυτικά στη συγκρότηση των πιο πάνω περιοχών και της πόλης γενικότερα. Οι μελέτες περίπτωσης δεν εκτυλίσσονται διαδοχικά ή συνεχόμενα στο χρόνο, ενώ πολλές διαδικασίες συνυπάρχουν διαχρονικά με διαφορετική βαρύτητα.Το Πέραμα, η Ηλιούπολη, η Κυψέλη αντιστοιχούν σε διαφορετικές όψεις αστικής ανάπτυξης στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας, όψεις που χαρακτηρίζουν την περίοδο στην οποία αναφέρεται η έρευνα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύουν τις συνθήκες και τους όρους με τους οποίους πραγματοποιείται η οικιακή εργασία και φροντίδα στα συγκεκριμένα κάθε φορά χωροχρονικά συμφραζόμενα, όπου το φύλο επιτελείται και συν–συγκροτείται με άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά και διαδικασίες.
«Αγάπη, προσφορά και φροντίδα» στις γειτονιές της πόλης
Στα (σχεδόν) πενήντα χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, στην Αθήνα και τις γειτονιές της καταγράφονται σημαντικές αλλαγές που έχουν να κάνουν με το χτισμένο περιβάλλον, τους σχεδιασμούς και τις συνθήκες καθημερινής ζωής. Οι θεωρούμενες ως σταθερές στην ανάπτυξη της πόλης αλλάζουν μορφή στις ρευστές συγκυρίες, τοπικές και παγκόσμιες, ενώ αναδεικνύονται κάθε φορά πρωτόγνωρα ζητήματα και διεκδικήσεις, που περνούν και αυτά με τη σειρά τους σε αφάνεια, για να επανέλθουν με διαφορετικούς τρόπους σε άλλα πλαίσια. Οι αλλαγές προφανώς δεν είναι γραμμικές, ούτε ακολουθούν μια λογική «συνεχούς προόδου». Όμως, η αθέατη εργασία των γυναικών παραμένει σταθερά σημαντική για την κατανόηση της πόλης.
[...] Για τις γυναίκες που συνομίλησαν μαζί μου και μοιράστηκαν τις ιστορίες τους, όπως και για εκατομμύρια άλλες, η οικιακή εργασία και φροντίδα είναι καθημερινή αγωνία και μόχθος, σε περιόδους ευμάρειας, όπως και σε χρόνους και τόπους στέρησης και φτώχειας, ακόμη και σε ακραίες συνθήκες στους δρόμους της μετανάστευσης και της προσφυγιάς. Η διαχείριση και οι καταμερισμοί εργασίας διαφοροποιούνται, όμως η καθημερινή ζωή δεν σταματάει με την κρίση/τις κρίσεις, οικονομικές και άλλες, και ο αγώνας για την επιβίωση δεν γίνεται ευκολότερος. Η δεκαετία του 2010 (και η πανδημία που ακολούθησε) δείχνουν πως οι ανάγκες για φροντίδα και υποστήριξη, υλική και συναισθηματική, γίνονται πολύ πιο σύνθετες και απαιτούν ανακατατάξεις και προσαρμογές, οι οποίες μεταβάλλουν το περιεχόμενο, τον όγκο, τους τρόπους επιτέλεσης της αθέατης αυτής εργασίας, όπως και το σχετικό βάρος της στην καθημερινότητα.
[...] Το Πέραμα της δεκαετίας του 1970 αντιστοιχεί σε μια περίοδο κατά την οποία η αυθαίρετη εκτός σχεδίου δόμηση χαρακτηρίζει την επέκταση της πόλης και την πρόσβαση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων στην κατοικία. Η κατοίκηση «εκτός σχεδίου» και το χτίσιμο μιας αστικής γειτονιάς έχουν πίσω τους έναν κόσμο βαριάς χειρωνακτικής εργασίας, αθέατης και απλήρωτης, γύρω από την οποία οριοθετούνται όνειρα και σχέδια «για μια καλύτερη ζωή», αλλά και συγκροτούνται θηλυκότητες στις αλληλοτομίες της κοινωνικής τάξης και του φύλου. Η παραμονή στα παραπήγματα για να εμποδιστεί η κατεδάφισή τους όταν οι άνδρες λείπουν στη δουλειά, η δυναμική συμμετοχή στους αγώνες για «νομιμοποίηση», η οργάνωση της καθημερινότητας σε πρόχειρες κατασκευές, χωρίς ηλεκτρικό, τρεχούμενο νερό ή τουαλέτα, οι προσπάθειες οικοδόμησης καλύτερου σπιτιού περιγράφουν συνθήκες που σφράγισαν γενιές γυναικών και μετέτρεψαν την απότομη πλαγιά σε αστική γειτονιά. Η δουλειά αυτή έκανε δυνατή την ανεμπόδιστη λειτουργία ενός ανδρικού κόσμου εργασίας στη Ναυπηγοεπισκευατιστική Ζώνη (ΝΕΖ), όπου συγκροτήθηκαν αρρενωπότητες με επίκεντρο την αμειβόμενη, βαριά και απαιτητική εργασία στη ναυπηγοεπισκευή, τη δραστηριοποίηση στο συνδικάτο και την κοινωνικότητα στο καφενείο. Οι πιο πάνω διεργασίες στο Πέραμα συνδέονται με –και συμμετέχουν στις– παγκόσμιες ανακατατάξεις στη ναυπηγοεπισκευή και τους κανόνες που διέπουν τη διεθνή γεωγραφία της, φέρνοντας το παγκόσμιο μέσα στο τοπικό και αντίστροφα.
Η ιστορία της Ηλιούπολης στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 αποτυπώνει τις διαδικασίες πύκνωσης της οικοδόμησης στην περιφέρεια της Αθήνας, «εντός σχεδίου» πλέον. (Η αυθαίρετη δόμηση δεν σταματά βέβαια, όμως δεν αφορά πλέον αποκλειστικά ή κυρίως την κατοικία των φτωχών· συνδέεται με ποικίλες παραβιάσεις νόμων και κανονισμών, την οικοδόμηση σε δάση, ακτές και προστατευόμενες περιοχές, πρακτικές που ενδημούν με διάφορους τρόπους ώς σήμερα.) Η πύκνωση αυτή συνοδεύεται από την ανάπτυξη ενός κράτους πρόνοιας με «νοτιοευρωπαϊκά» χαρακτηριστικά και προϋποθέσεις, κάτι που συνδέει, έστω ετεροχρονισμένα, τις τοπικές με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η ανάπτυξη κοινωνικών και τεχνικών υποδομών δεν αντιστοιχεί στις ανάγκες και τα αιτήματα ενός μεταβαλλόμενου πληθυσμού με υψηλότερα εισοδήματα και πολλαπλές επιδιώξεις, ενώ η ιδιοκτησία της κατοικίας συχνά οδηγεί σε παγίδευση στην «κηπούπολη» των μεσοπολεμικών οραμάτων, σε μια περιοχή σχεδιασμένη για γυναίκες άεργες. Η υστέρηση των υποδομών, μεταξύ άλλων, δεν διαμορφώνει ευκολότερες συνθήκες για την αθέατη και απλήρωτη εργασία, που πλέον περιλαμβάνει και ένα χρονοβόρο πλέγμα δραστηριοτήτων για τα παιδιά, στα νέα κοινωνικά και καταναλωτικά πρότυπα της περιόδου. Οι δυναμικές του γυναικείου/ φεμινιστικού κινήματος περνούν σε τοπική κλίμακα με νέες θηλυκότητες, επίκεντρο των οποίων είναι η αμειβόμενη εργασία. Όμως, η μαζική έξοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας δεν οδηγεί σε ελάφρυνση ή μοίρασμα όσων υπονοεί η οικιακή εργασία και φροντίδα. Η γειτνίαση με τους γονείς, ακριβέστερα με τη μητέρα της γυναίκας, παραμένει η κύρια στρατηγική για την εξασφάλιση υλικής υποστήριξης, ενώ, όπου και όσο αυτό είναι εφικτό, αναζητούνται διευθετήσεις μέσα από την αγορά υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια διαπραγμάτευση και καταμερισμό εργασίας μεταξύ γυναικών, όπου το φύλο τέμνεται με την ηλικία/γενιά ή/και την εισοδηματική ομάδα. Στα χρόνια της «Αλλαγής», δύσκολα χωρούν, αν δεν αποκλείονται, άλλες επιλογές σεξουαλικότητας και συμβίωσης στο προάστιο των «κανονικών οικογενειών». Οι αλλαγές προκύπτουν σταδιακά, όχι μέσα από θεαματικές κινητοποιήσεις, αλλά μάλλον μέσα από προσαρμογές και μικρές ανατροπές μέσα στην καθημερινότητα.
Οι πολύπλευρες μεταβολές που εντοπίζονται στην Κυψέλη συνδέονται, κυρίως μετά την Ολυμπιάδα του 2004, με το πρόταγμα της «επανακατοίκησης του κέντρου της Αθήνας», όπως τίθεται με διάφορους τρόπους και βαθμούς έντασης στα χρόνια της κρίσης και της λιτότητας. Οι επίσημοι σχεδιασμοί, όπως και ο λόγος των ΜΜΕ και πολλών ειδικών που εμπλέκονται στην οργάνωση και τη διεξαγωγή του διεθνούς γεγονότος, υπογραμμίζουν τη μετατροπή της Αθήνας σε «παγκόσμια πόλη», με αστήρικτα εν πολλοίς επιχειρήματα. Συγκροτείται έτσι ένα αφήγημα για την πόλη το οποίο, αφενός, αγνοεί ότι η πόλη μετέχει ήδη στις παγκόσμιες διαδικασίες μέσα από πολλές δραστηριότητες που φιλοξενεί, αλλά και μέσα από την εμπλοκή της στις «νέες μεταναστεύσεις» μετά το 1989· αφετέρου, απωθεί στο περιθώριο το γεγονός ότι το κέντρο ήδη κατοικείται από έναν πληθυσμό πολυεθνικό που έχει εγκατασταθεί σε κεντρικές γειτονιές, και όχι σε κάποιες μακρινές περιφέρειες της μητρόπολης. Στη δεκαετία του 2010, οι «νέοι» κάτοικοι κατοικούν ήδη μόνιμα στην πόλη και στο κέντρο της είκοσι και πλέον χρόνια, οι δε νεότεροι, όσες και όσοι γεννήθηκαν και/ή μεγάλωσαν στις γειτονιές της Αθήνας, με άλλον τόπο δεν έχουν συνδεθεί. Η παρουσία και οι πρακτικές τους συνδέουν το τοπικό με το παγκόσμιο, την Κυψέλη, και κάθε γειτονιά, με έναν κόσμο διεθνικών μετακινήσεων και υπερτοπικών συναλλαγών. Και αναπόφευκτα θέτουν ερωτήματα συνύπαρξης και ένταξης σε ένα μεταβαλλόμενο «εμείς», το οποίο, πέρα από θεωρητικό ερώτημα, αποτελεί ζήτημα καθημερινής εμπλοκής και εξοικείωσης με την ετερότητα και τις διαφορές. Απαιτεί επένδυση χρόνου και εργασίας, υλικής και συναισθηματικής, που προσφέρεται γενναιόδωρα από «ντόπιες» και «ξένες» σε έναν ακόμη καταμερισμό, και πάλι μεταξύ γυναικών διαφορετικών ηλικιών και εθνοτήτων αυτή τη φορά, στην κλίμακα του σπιτιού και της γειτονιάς. Οι μικρές και επαναλαμβανόμενες πρακτικές φροντίδας μένουν συνήθως αθέατες στη συζήτηση για την πόλη, αλλά χτίζουν σχέσεις γειτονίας και επιβίωσης σε συνθήκες ύφεσης και λιτότητας, έστω και αν, όχι σπάνια, αποσταθεροποιούνται από αυτές.
Διακύβευμα το πώς ζούμε τις θεωρητικές μας προτάσεις
[...] Στο τέλος μιας μακριάς αφήγησης, ίσως μπορεί κανείς να ιχνηλατήσει τους τρόπους με τους οποίους συντέθηκαν μέσα στα χρόνια αναφορές και ερωτήματα από την ανανεωτική Αριστερά, τη ριζοσπαστική γεωγραφία και μελέτη της πόλης, τον φεμινισμό ως κίνημα για την αλλαγή του κόσμου και ως πρόταγμα για την επιστήμη. Όλα εκείνα, δηλαδή, για τα οποία δεν μπορούν πλέον να δοθούν βιβλιογραφικές αναφορές και παραπομπές, γιατί τόσο πολύ έχουν ενσωματωθεί σε έναν τρόπο σκέψης και θέασης, μεταξύ άλλων και της επιστήμης. Η αξιολόγηση τέτοιων μεθοδολογικών και θεωρητικών επιλογών συναρτάται, όπως είναι αναμενόμενο, με τη θέση/τοποθέτηση (επιστημονική, προσωπική, πολιτική), καθώς και με τα πάντα υπαρκτά, αν και συχνά άρρητα, σημεία θέασης και προσέγγισης της πόλης. Το διακύβευμα παραμένει πάντα, όπως υποστήριζε με τη ζωή και το έργο της η Doreen Massey, πώς «ζούμε» τις θεωρητικές μας προτάσεις, υπερβαίνοντας βεβαιότητες και βολικές συμβάσεις.