Τίποτα μάλλον δεν είναι τυχαίο ή άνευ σημασίας. Ο Αλέκος Φασιανός είχε αγαπημένο παππού, παπά και μητέρα φιλόλογο, αρχαιολάτρη. Ο Φασιανός αφού σπούδασε στην Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Μόραλη, βρέθηκε με υποτροφία του γαλλικού κράτους στο Παρίσι να σπουδάζει χαρακτική. Εκεί εγκαταστάθηκε για χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε στα πάτρια όπου κατάφερε, ιδίως απ’ το ’80 και μετά, να αποκτήσει τεράστια αναγνωρισιμότητα και δημοφιλία αξιοπαρατήρητη για την ελληνική κοινωνία που ξέρει μόνο τα Νόμπελ και (από πολύ μακριά) τους αρχαίους προγόνους της. Και έφυγε βιολογικά από τη ζωή στα 87 του χρόνια…
Όντως λοιπόν τίποτα δεν είναι τυχαίο και στην προκειμένη περίπτωση τίποτα δεν πήγε χαμένο. Όπως ο ίδιος αφηγήθηκε κατά καιρούς από τον παππού γνώρισε κι αγάπησε τον κόσμο των αγίων και του Βυζαντίου και ό,τι λαϊκό εκπορεύεται από ’κει. Από τη μάνα λάτρεψε τις αδρές γραμμές της αγγειογραφίας και της αρχαιοελληνικής τέχνης γενικότερα.
Από το Παρίσι δεν του έμεινε τίποτα – πάλι κατά δικά του λεγόμενα. Αλήθεια ή ψέματα δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πώς αυτοπροσδιορίζεσαι, ποια εικόνα εαυτού φιλοτεχνείς και τι θέλεις να πεις μέσα από τα συμφραζόμενα. Ο Φασιανός ακολουθεί κατά πόδας τον ελληνικό μοντερνισμό της γενιάς του ’30 και τα ιδεολογήματα της. Αποτυπώνει μια ελληνικότητα, που οι σπουδασμένοι, κυρίως αστοί, στη Δύση, γνώστες του μοντερνισμού της εποχής τους, φιλοτεχνούν, αφού πρώτα ανακαλύψουν και τη βυζαντινή αγιογραφία, τον καραγκιόζη, τη λαϊκή τέχνη, τη θάλασσα του Αιγαίου, το φως, την ελιά και την ξερολιθιά του ελληνικού τοπίου.
Ο Φασιανός στα χρόνια του ’60 και του ’70 χτίζει τη δική του ζωγραφική ταυτότητα με αυτά τα στοιχεία αλλά και με άλλα εκ Παρισίων που δεν θέλει να τονίσει. Το ρέον, αβίαστο, με την άνεση του καλού τεχνίτη σχέδιο διυλίζει την αρχαιότητα μέσα από τη δυναμική απλότητα και αφαίρεση ενός Πικάσο (στις αντίστοιχες θεματικές του) και τα έντονα χρώματα που χρησιμοποιεί, κόκκινα ζωντανά, πράσινα, κίτρινα και μπλε, φωνάζουν την καταγωγή τους από τους φωβ, τον Ματίς και τους εξπρεσιονιστές χωρίς όμως ίχνος επιθετικότητας, κραυγής και αγωνίας που εκείνοι είχαν στους καιρούς τους. Εδώ ο Φασιανός πλάθει με τη χρωματική του παλέτα έναν άλλο κόσμο, γλυκό και τρυφερό, ήρεμο και χαμογελαστό. Κάνει την καθημερινότητα του νεοέλληνα ποιητική κι αυτός του το ανταποδίδει με αγάπη. Ο Φασιανός έχει και κάτι άλλο που τον κάνει αρεστό και αγαπητό. Έχει χιούμορ σχεδόν σουρεαλιστικό και παιγνιώδη διάθεση, γνήσια και ειλικρινή και έτσι κάνει τους θεατές του να σκάνε πλατιά χαμόγελα συνενοχής στη σκανταλιά και την ανεμελιά και τη ζητούμενη θεραπευτική ευμορφία. Η ζωγραφική του λειτουργεί λυτρωτικά για τη μικροαστική ζωή που εκείνα τα χρόνια πρωταγωνιστεί και αναζητάει μεταξύ άλλων και πνευματικές διεξόδους. Από το ’80 και μετά κορυφώνεται η αποδοχή και η δημοφιλία του ζωγράφου εξαπλώνεται ραγδαία. Τα ψήγματα πλούτου που αναδιανέμονται σε στρώματα που ποτέ δεν συμμετείχαν σοβαρά μέχρι τότε στη νομή του ΑΕΠ, έκαναν πολλούς να αισθάνονται ικανοί για κατανάλωση (και) σύγχρονης τέχνης. Ο Φασιανός με το έργο του αποτελεί το μεγάλο παράδειγμα στον ελληνικό χώρο «του έργου τέχνης την εποχή της δυνατότητας τεχνικής αναπαραγωγής του», όπως το όρισε ο Μπένγιαμιν μερικές δεκαετίες πριν. Το ότι εμείς κρατάμε την εκρηκτικότητα και την ποιητική των πρώτων δεκαετιών του καλλιτέχνη και του έργου του φυσικά δεν σημαίνει τίποτα το ιδιαίτερο, όπως δεν σημαίνει και πολλά πράγματα η απέραντη ευαρέσκεια του πλήθους για το ύστερο έργο του, με τα εμμονικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα του, αφού αυτό είναι και το πιο γνωστό. Είναι νωρίς ακόμα, αλλά σίγουρα η ιστορία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης θα μιλήσει και θα τοποθετήσει τον Αλέκο Φασιανό στη θέση που του αξίζει και σίγουρα αυτή η θέση θα είναι αξιοθέατη για το πραγματικό του έργο.