Περίπου 3,5 εκατομμύρια πολίτες έσπευσαν να γραφτούν στους εκλογικούς καταλόγους,
σε αντίθεση με τις τελευταίες εκλογές, όταν οι εγγεγραμμένοι έφθαναν μόλις τις εξακόσιες χιλιάδες.
Στις 23 Οκτωβρίου 2020, εκπρόσωποι της κυβέρνησης εθνικής ενότητας (GAN) υπό τον Πρόεδρο Φαγέζ Αλ Σάρατζ και του Εθνικού λιβυκού στρατού (ANL) υπό τον Χαλίφα Χάφταρ, μετά από συνομιλίες στην Γενεύη συμφώνησαν σε πλήρη και διαρκή εκεχειρία, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Επίσης, συμφωνήθηκε η αποχώρηση των ξένων μαχητών από την Λιβύη καθώς και η διακοπή των συμφωνιών στρατιωτικής εκπαίδευσης που είχαν γίνει με ξένες χώρες.
Στο μεταξύ, μετά από πολλές παλινωδίες και πιέσεις, ο πρωθυπουργός της Λιβύης Φαγέζ Αλ Σάρατζ, τελικά παραιτήθηκε και τη θέση του πρωθυπουργού ανέλαβε ο επιχειρηματίας Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπέϊμπα, με απόφαση του Λιβυκού Φόρουμ πολιτικού διαλόγου, το οποίο συστήθηκε τον Νοέμβριο του 2020 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Έτσι, στις 10 Μαρτίου 2021, το λιβυκό Κοινοβούλιο παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης στην μεταβατική κυβέρνηση της χώρας υπό τον Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπέϊμπα. Ο νέος μεταβατικός πρόεδρος είχε δεσμευθεί ότι δεν θα βάλει υποψηφιότητα για το αξίωμα του προέδρου στις επερχόμενες εκλογές και, επομένως, η θητεία του θα ολοκληρωνόταν με τη διεξαγωγή των εκλογών, οι οποίες είχαν οριστεί για τις 24 Δεκεμβρίου 2021, δηλαδή την ημέρα της 70ης επετείου της ανεξαρτησίας της Λιβύης.
Η κατάσταση στη χώρα
Σύμφωνα με την εντολή που του δόθηκε, κατά τη διάρκεια της θητείας του ο μεταβατικός πρόεδρος της Λιβύης όφειλε να προετοιμάσει τις εκλογές, βουλευτικές και προεδρικές, και να προωθήσει τον διάλογο για την ειρήνη, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ με την υποστήριξη του Λιβυκού Φόρουμ πολιτικού διαλόγου, έργο του οποίου είναι, σύμφωνα με τον γγ του ΟΗΕ, να προωθήσει τις διαδικασίες που θα οδηγήσουν στην «αποκατάσταση της λιβυκής κυριαρχίας και των δημοκρατικών θεσμών της χώρας». Ωστόσο, σύντομα δημιουργήθηκαν δυσαρέσκειες εναντίον του Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπέϊμπα, ο οποίος κατηγορήθηκε για διαφθορά, και τον Δεκέμβριο κατατέθηκε πρόταση μομφής εναντίον, η οποία τελικά απορρίφθηκε.
Ο Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπέϊμπα υποστηρίζεται από τον Χαλίφα Χάφταρ, που ελέγχει την Κυρηναϊκή, από ένοπλες ομάδες της Τρίπολης και την Τουρκία, ενώ έχει καλές σχέσεις και με την Ρωσία. Αναλαμβάνοντας χρέη του επί κεφαλής της μεταβατικής κυβέρνησης, ο Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπέϊμπα ήρθε αντιμέτωπος με πολλά και δισεπίλυτα προβλήματα.
Το πρώτο πρόβλημα είναι η κατανομή των πετρελαϊκών εσόδων, πράγμα που αποτελεί αιτία μεγάλης έντασης ανάμεσα στην Βεγγάζη και την Τρίπολη, καθώς επίσης και το πρόβλημα της εκτεταμένης διαφθοράς, που μαστίζει τη χώρα, η εξάπλωση και διαιώνιση της οποίας ευνοείται από την ύπαρξη πολλών ένοπλων ομάδων, που χρηματοδοτούνται από ξένες χώρες, την έλλειψη διαφάνειας στη λειτουργία της κυβέρνησης και των δημόσιων λειτουργών αλλά και στον κατακερματισμό των θεσμών, δεδομένου ότι ουσιαστικά η χώρα ελέγχεται τόσο από την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης όσο και από τις δυνάμεις Χάφταρ. Η κατάσταση αυτή, που εδώ και καιρό έχει μετατρέψει την Λιβύη σε ένα αποτυχημένο κράτος, επιτρέπει σε συμμορίες, αλλά και σε όργανα του νόμου, να επιδεικνύουν μία άνευ προηγουμένου βαρβαρότητα σε βάρος των προσφύγων και μεταναστών που συνωστίζονται στο λιβυκό έδαφος. Η κατάσταση είναι τόσο δραματική, ώστε έκθεση του ΟΗΕ που δόθηκε στην δημοσιότητα στις αρχές Οκτωβρίου 2021, αναφέρεται ότι υπάρχουν αποδείξεις πως στην Λιβύη διαπράττονται εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου από το 2016, από όλα τα ένοπλα εμπλεκόμενα μέρη.
Τέλος, υπάρχει και το πραγματικά ακανθώδες πρόβλημα της παρουσίας των ξένων στρατιωτικών και μισθοφόρων στην χώρα, κυρίως αυτών που χρηματοδοτούνται από την Τουρκία και δρουν στην Τριπολίτιδα, στηρίζοντας τον κυβερνητικό συνασπισμό ισλαμιστών και κοσμικών δυνάμεων ήδη από την εποχή της προεδρίας Σάρατζ, και αυτών που χρηματοδοτούνται από την Ρωσία και στηρίζουν τον συνασπισμό κοσμικών δυνάμεων υπό τον Χαλίφα Χάφταρ και δρουν στα εδάφη που ελέγχει, δηλαδή στην Κυρηναϊκή και το Φεζάν. Είναι σαφές ότι η παρουσία και η δράση τους επί λιβυκού εδάφους ενισχύει τις αντιπαλότητες και διαιωνίζει την σύγκρουση και για τον λόγο αυτό ήδη από την δεύτερη Διάσκεψη του Βερολίνου για την Λιβύη (23/6/20221) στο κοινό ανακοινωθέν αναφέρεται η ανάγκη απόσυρσης των ξένων δυνάμεων που δρουν στην χώρα.
Οι εκλογές
Παρά το γεγονός ότι μετά την συμφωνία εκεχειρίας επικρατεί στην Λιβύη σχετική ηρεμία, η κατάσταση κάθε άλλο ομαλή είναι εφόσον οι συνθήκες ζωής είναι δραματικές για τους λίβυους πολίτες και για τον λόγο αυτό γίνονται διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Ταυτόχρονα όμως, η εκεχειρία σε συνδυασμό με τις εκλογές της 24ης Δεκεμβρίου, δημιούργησε πολλές ελπίδες όπως δείχνει το γεγονός ότι περίπου 3,5 εκατομμύρια πολίτες έσπευσαν να γραφτούν στους εκλογικούς καταλόγους, σε αντίθεση με τις τελευταίες εκλογές, όταν οι εγγεγραμμένοι έφθαναν μόλις τις εξακόσιες χιλιάδες.
Παρ’ όλα αυτά, αυτό που για τους πολίτες φαίνεται ως μία σημαντική ευκαιρία να μπει η χώρα σε τροχιά ομαλοποίησης, για όσους διαθέτουν εξουσία οι εκλογές αποτελούν ευκαιρία να ενισχυθούν εις βάρος των αντιπάλων τους ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και ο κίνδυνος να χάσουν τα όσα έχουν, οι ίδιοι και οι χώρες που τους υποστηρίζουν.
Έτσι, με βάση υπαρκτά προβλήματα, όπως το γεγονός ότι όταν ένοπλες ομάδες που έχουν τον έλεγχο περιοχών θεωρήσουν ότι κινδυνεύουν να τον χάσουν, εξαπολύουν επιθέσεις, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε νέα κλιμάκωση των συγκρούσεων. Πέραν αυτού, η αυθαιρεσία βασιλεύει: ο πρόεδρος της Βουλής, Αγκίλα Σάλεχ, ενέκρινε τον νέο εκλογικό νόμο, χωρίς να έχει συζητηθεί στην Βουλή, πράγμα που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και συνετέλεσε στην αναβολή των εκλογών. Εξ άλλου φαίνεται να λειτούργησαν προσχηματικά, επίσης με στόχο την αναβολή των εκλογών, οι νομικές ρήτρες που έπρεπε να συμφωνηθούν, οι οργανωτικές λεπτομέρειες των εκλογών αλλά και η έγκριση των υποψηφίων, κυρίως για το προεδρικό αξίωμα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι για το αξίωμα του προέδρου υποβλήθηκαν 98 υποψηφιότητες, μεταξύ των οποίων και αυτή του Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπέϊμπα, ο οποίος είχε δεσμευθεί ότι δεν θα είναι υποψήφιος. Από τις 98 υποψηφιότητες απορρίφθηκαν οι 25, μεταξύ των οποίων και αυτή του Σαίφ αλ Ισλάμ Καντάφι, ο οποίος άσκησε ένσταση που δεν έχει ακόμα εκδικαστεί.
Έτσι, τρείς ημέρες πριν τη διεξαγωγή των εκλογών, η Ανώτατη Εθνική Επιτροπή αποφάσισε τη διάλυση των εκλογικών επιτροπών, θεωρώντας ότι υπάρχει αυξανόμενη ένταση που προκαλείται από ένοπλες ομάδες, μεταξύ των οποίων και αυτών των Αδελφών Μουσουλμάνων που υποστηρίζονται από την Τουρκία, όπως και ο ίδιος ο Αμπντέλ Χαμίντ Ντμπέϊμπα. Ως εκ τούτου, οι εκλογές αναβλήθηκαν για τις 24 Ιανουαρίου, στην πραγματικότητα όμως φαίνεται να αναβάλλονται επ’ αόριστον, πράγμα που σημαίνει ότι ο –θεωρητικά μεταβατικός– πρόεδρος της χώρας θα παραμείνει στην θέση του και η Τουρκία θα συνεχίσει να ενισχύει την θέση της και να αποκομίζει οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά οφέλη, όπως οι άδειες που έλαβε για έρευνες και εξόρυξη πετρελαίου σε θαλάσσιες περιοχές που περιλαμβάνονται στο τουρκο – λιβυκό Μνημόνιο.
Κατόπιν όλων αυτών, τίθενται ερωτήματα, όπως: μπορούν να γίνουν εκλογές μέσα σε αυτές τις συνθήκες; Μπορεί να είναι αδιάβλητες; Θα γίνει σεβαστό το αποτέλεσμα των εκλογών , εάν δεν συνάδει με τα συμφέροντα των ισχυρών δρώντων, ντόπιων και ξένων, στην Λιβύη; Είναι σαφές ότι οι εκλογές είναι ένα μέσον εξομάλυνσης και όχι αυτοσκοπός. Η χρησιμότητά τους όμως εξαρτάται από το εάν τα αντίπαλα μέρη είναι διατεθειμένα να σεβαστούν τα αποτελέσματα των εκλογών και να αρχίσουν έναν διάλογο που θα οδηγήσει στην εθνική συμφιλίωση. Αυτό όμως δεν πρόκειται να συμβεί όσο ο πόλεμος στην Λιβύη συνεχίζει να είναι ένας «πόλεμος δι’ αντιπροσώπων».