Νίκου Βλαχάκη «Λυρικά Ελάχιστα», εκδόσεις Βακχικόν, 2020
Το χρώμα του αίματος
Σαν σκουριασμένη αλυσίδα
Στο βάθος του ορίζοντα να ερυθριά
Η τέταρτη ποιητική συλλογή του Νίκου Βλαχάκη, με τίτλο «Λυρικά Ελάχιστα», προσκαλεί τον περιπετειώδη αναγνώστη να την ιχνηλατήσει. Από τον τίτλο κιόλας μας προδιαθέτει πως πρόκειται για λυρισμό και οπωσδήποτε μικρής φόρμας. Η αλήθεια είναι ότι κινείται παράλληλα με τη φόρμα του χαϊκού χωρίς να την ακολουθεί αυστηρά. Ακολουθεί όμως τη γενεσιουργό της αιτία, που είναι η φύση, η φύση ως Ιστορία, ο άνθρωπος και τα ερωτήματα που του γεννά και που της απευθύνει. Και πάνω απ’ όλα είναι η εικόνα. Όχι η αγοραία, η θεαματική. Μα αυτή, για την οποία ο Έζρα Πάουντ έγραψε πως είναι το μόνο μέσο για να παρουσιάσει κανείς μια σύνθεση σκέψης και αισθήματος σε μία στιγμή χρόνου. Και αυτό πράττει ο Βλαχάκης όταν γράφει:
Βιομηχανικά κτίρια
θρυμματίζονταν
στο άκουσμα των πρώτων χελιδονιών
ή πάλι,
Κατάσαρκα φορούσα
τη δυσθυμία της εποχής
σαν χιτώνιο μελλοθανάτου
για να δώσουμε μια μικρή μόνο γεύση του βομβαρδισμού που δεχόμαστε, γιατί περί αυτού πρόκειται. Νομίζω πως ο Ν.Β. ανακάλυψε εγκαίρως πως η μικρή φόρμα μπορεί να έχει τη λειτουργία ριπής από ακόντια που σε χτυπούν κατάστηθα. Όπως εκείνη η αλληγορική, ποιητική εικόνα, από την ταινία η Νύχτα του Σαν Λορέντζο, των αδελφών Ταβιάνι. Εδώ όμως, αντιθέτως, το χτύπημα δεν δίδεται προκειμένου να σκοτωθεί το φίδι του φασισμού. Τουναντίον είναι αφυπνιστικό.
Καλωσορίζω το τραγούδι
που ακούγεται μακριά
σκοτωμένο στην αντίστιξή του.
Κάποιος που έχει διαβάσει προηγούμενες συλλογές του ποιητή θα διακρίνει μια στροφή στη σκέψη και στην ποιητική του, τόσο από άποψη φόρμας, όσο και περιεχομένου. Γιατί ο Ν.Β. είναι από τη μια φιλόσοφος (διδάκτορας φιλοσοφίας) και από την άλλη ποιητής. Παιδί της υπαίθρου και ενήλικος πολίτης του κόσμου (έχοντας υπηρετήσει σε διάφορες πρεσβείες). Από τη μια φορέας της παράδοσης και από την άλλη θιασώτης της νεοτερικότητας. Έχει βιωμένη τη βασική πολιτική αντίθεση της Ελλάδας. Και αυτή η διαλεκτική ενότητα και πάλη των αντιθέτων διαπερνά τη συλλογή σαν πύρινη ρομφαία.
Η εικονοπλασία του προσπαθεί να συνθέσει από αυτά τα υλικά μια νέα αντίληψη, αισθητική και ηθική, χωρίς να αυταπατάται για τα όρια του εγχειρήματος, μα και χωρίς να πτοείται από αυτά.
Και τότε θόλωσαν οι υαλοπίνακες
μιας πολλά υποσχόμενης
εποποιίας
Όπως λέει και ο ίδιος, πρόκειται για στιχουργήματα γραμμένα σαν ιδεογράμματα σε νοτισμένο τζάμι. Το βαθύτερο κάλεσμα προκαλεί σε αποκρυπτογραφήσεις, αν προλάβεις φυσικά, αφού το θάμπωμα στο τζάμι δεν διαρκεί παρά ελάχιστα. Το πρόσκαιρο διαπερνά, και λόγω ωριμότητας πλέον, τη σκέδαση, τις καταδηλώσεις, το έργο. Όμως, ας μην γελαστούμε. Η επίγνωση του πρόσκαιρου δεν σημαίνει πως είναι και μάταιο, δεν είναι αποστρατεία. Για τους μύστες πρόκειται για την ιστορική αισιοδοξία, που πολύ απέχει από μια αόριστη, θεολογικού χαρακτήρα ελπίδα, που είναι εύπιστη στα μεγάλα λόγια, τις πλάνες υποσχέσεις και συνεπακόλουθα τις μεγάλες διαψεύσεις. Είναι μια φανερή/κρυπτική γραφή λοιπόν. Όλα στο φως, μα πρέπει να ξέρεις να βλέπεις. Σε βάθος και γρήγορα, γιατί το τζάμι ξεθολώνει, η γραφή χάνεται, ο καιρός σε προσπερνάει. Και:
Οι ρόδακες στον δίσκο της Φαιστού
ροδοπέταλα καταρρέοντα
σε χείμαρρους απρόσμενους.
Αυτόδηλος και πολύσημος λόγος, αριστοτελικά πολιτικός, ρέει συμπαρασύροντας στο πέρασμά του τους γαυριώντες αργυραμοιβούς των ημερών. Αλλά και άλλο τόσο ενδοσκοπικός, αναστοχαστικός, αυτοσχολιαστικός.
Η ποίηση του Βλαχάκη, δαψιλής ιδεών, δοσμένων με τη χάρη έμπειρου υφαντή που δεν την φτιασιδώνει αλλά μας την παραδίδει γυμνή, απέριττη και αψιμυθίωτη, έμπλεος κάλλους, μέτρου και ουσίας.
Πλεξούδες μαλλιών ανευρέθηκαν
στα κηποχώραφα
μιας νέας ουτοπίας
Λυρισμός που ξεχειλίζει, άλλοτε γλυκύς, άλλοτε πικρός, άλλοτε σαρκαστικός, μα πάντα οντολογικός, φόρμα ελάχιστη που ατενίζει στοχαστικά τα μέγιστα, μας προσκαλεί να ωσμωθούμε μαζί της.