Τα χαρακτηριστικά του φαινομένου της χιονόπτωσης, με δεδομένο και ότι ήταν γνωστό εδώ και μέρες, μπορούν να δικαιολογήσουν το χάος που επικράτησε και τον αιφνιδιασμό της κυβέρνησης;
Υπάρχουν συμβάντα χωρίς προειδοποίηση, όπως είναι για παράδειγμα η αιφνίδια πλημμύρα ή ο σεισμός, και συμβάντα με προειδοποίηση, όπως είναι τα περισσότερα έντονα καιρικά φαινόμενα, όπου δεν μπορούμε να μιλήσουμε για αιφνιδιασμό. Υπήρξε έγκυρη και έγκαιρη προειδοποίηση από την ΕΜΥ τόσο για τον χρόνο έναρξης, όσο και για την ένταση της χιονόπτωσης. Και κάτι ακόμα. Η έντονη χιονόπτωση από μόνη της, δεν εγκυμονεί άμεσο κίνδυνο για τη ζωή, όπως για παράδειγμα ένας σεισμός ή μία αιφνίδια πλημμύρα. Η ανεπαρκής διαχείρισή των επιπτώσεών της, ιδιαίτερα σε αστικό περιβάλλον, είναι αυτή που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές λόγω εγκλωβισμών, μη δυνατότητας έγκαιρης πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας κ.ο.κ.
Η τωρινή καταστροφή έρχεται μετά από μία σειρά άλλων του προηγούμενου διαστήματος (πλημμύρες και πυρκαγιές). Η αδυναμία της κυβέρνησης να ανταποκριθεί πού οφείλεται; Στην υποτίμηση αυτών των ζητημάτων, σε διαχρονικά προβλήματα των υποδομών, σε λανθασμένη στρατηγική;
Δυστυχώς οι μεγάλες καταστροφές που έπληξαν τη χώρα, αξιοποιήθηκαν ως προνομιακό πεδίο πολιτικής εκμετάλλευσης και μάλιστα χωρίς μέτρο. Η πόλωση που συνοδεύει ανάλογες πρακτικές, δεν αφήνει περιθώριο για να διερευνηθούν μεθοδικά και με νηφαλιότητα οι πραγματικές αιτίες, οι σημαντικότερες από τις οποίες είναι διαχρονικές. Η πραγματικότητα είναι ότι η χώρα διέθετε για δεκαετίες και, μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου από την παρούσα κυβέρνηση το 2020, ένα υποτυπώδες επιχειρησιακό μοντέλο Πολιτικής Προστασίας, το οποίο συντηρεί τις σοβαρές παθογένειες του παρελθόντος και στερείται οργάνων και δομών που χαρακτηρίζουν σύγχρονα συστήματα πολιτικής προστασίας διεθνώς. Ένα σύστημα αντίστοιχων «προδιαγραφών» πολύ γρήγορα φτάνει στα όριά του και αδυνατεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε συμβάντα αυξημένης πολυπλοκότητας και κινδύνου. Στο γκρίζο τοπίο των καταστροφών που βιώνει η χώρα, με αυξανόμενη ένταση και συχνότητα, και των σοβαρότατων επιπτώσεων που αφήνουν πίσω τους σε περιβάλλον, υποδομές, περιουσίες και ανθρώπινες ζωές, οι πάντες πλέον έχουν αντιληφθεί ότι στον τομέα της διαχείρισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, η χώρα θα πρέπει να ξαναπιάσει το νήμα από την αρχή. Απομένει να το αντιληφθεί και η κυβέρνηση. Στένεψαν ασφυκτικά πλέον τα περιθώρια για κινήσεις εντυπωσιασμού. Η επιμονή προς την κατεύθυνση αυτή είναι βέβαιο ότι θα εγγράψει τον μηχανισμό πολιτικής προστασίας στη δημόσια συνείδηση ως τον αποτελεσματικότερο και ταχύτερο μηχανισμό «ανακύκλωσης» πολιτικού προσωπικού. Σε κάθε περίπτωση, όποιος επιμένει να αγνοεί την πραγματικότητα, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει.
Τι θα μπορούσε να γίνει σ’ αυτή την περίπτωση, προκειμένου να μην κλείσουν τόσες κεντρικές οδικές αρτηρίες, να μην εγκλωβιστούν χιλιάδες πολίτες εκεί και άλλοι τόσοι στα σπίτια τους χωρίς ρεύμα;
Το οδικό δίκτυο της χώρας δεν είναι «ενιαίο» σε ό,τι αφορά τους φορείς που έχουν την ευθύνη συντήρησης και αποχιονισμού. Για τους αυτοκινητόδρομους που έχουν παραχωρηθεί, τη σχετική ευθύνη έχουν οι εταιρείες εκμετάλλευσης, για το εθνικό και επαρχιακό δίκτυο οι περιφέρειες και για το δημοτικό δίκτυο οι δήμοι. Στο λεκανοπέδιο, για την Αττική Οδό την ευθύνη την έχει η εταιρεία εκμετάλλευσης, ενώ για την παλαιά Εθνική Οδό, Κηφισίας, Μεσογείων, Κατεχάκη, Πεντέλης κλπ, που τροφοδοτούν την Αττική Οδό ή υποδέχονται από αυτή το μεγαλύτερο μέρος της κυκλοφορίας της, η ευθύνη ανήκει στην περιφέρεια. Είναι αυτονόητο ότι για να διατηρηθεί λειτουργικό το δίκτυο αυτό θα πρέπει να συντονιστούν στο επίπεδο της Πολιτικής Προστασίας τρείς φορείς, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι διατίθενται τα αναγκαία μέσα: Η Αττική Οδός, η περιφέρεια και η αστυνομία, που έχει την ευθύνη της επιτήρησης του συνόλου του οδικού δικτύου της χώρας. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά και δίνεται κυριολεκτικά μάχη για τη μεταφορά ευθυνών. Είναι προφανές ότι η Αττική Οδός φέρει ευθύνη. Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος της ευθύνης το φέρει η Πολιτική Προστασία, η οποία όφειλε σε επιτελικό επίπεδο να συντονίζει τις δράσεις αυτές. Ας υποθέσουμε ότι υπήρχε κυκλοφορία στην Αττική Οδό, πού θα διοχετεύονταν η κυκλοφορία αυτή όταν οι δρόμοι που την απορροφούν, ευθύνης της περιφέρειας, παρέμεναν κλειστοί; Δεν μπορεί ο κάθε φορέας να δρα από μόνος του και να περιμένει κανείς να υπάρχει αποτέλεσμα. Αδυνατεί ο «εγκέφαλος» του συστήματος και αυτό είναι το κυρίαρχο πρόβλημα. Εν τω μεταξύ, όταν χαθεί τελικά ο έλεγχος και μεγάλα τμήματα του οδικού δικτύου παραμένουν αποκλεισμένα, χάνεται και η δυνατότητα ελέγχου του επιπέδου ετοιμότητας και ανταπόκρισης και φορέων ιδιαίτερα κρίσιμων σε τέτοιες περιστάσεις. Δεν γίνεται, για παράδειγμα, να γνωρίζουμε το επίπεδο ανταπόκρισης του ΔΕΔΔΗΕ για την αποκατάσταση ζημιών στο ηλεκτρικό δίκτυο, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης σ’ αυτές. Τα ίδια ισχύουν και για το ΕΚΑΒ.
Όπως είπατε, η τοπική αυτοδιοίκηση έχει και αυτή ευθύνη για όσα εξελίχθηκαν. Έχει όμως και τη δυνατότητα αντιμετώπισης, από πλευράς πόρων και μηχανισμών, έτσι όπως έχει απογυμνωθεί;
Η χώρα, όπως και κάθε χώρα, αντιμετωπίζει ένα εύρος από κινδύνους που δεν συνδέονται μόνο με φυσικά φαινόμενα. Σε γενικές γραμμές, η δυνατότητα άμεσης ανταπόκρισης και συνδρομής της τοπικής αυτοδιοίκησης, και ειδικότερα των δήμων (ακόμα και μεγάλων), σε απαιτητικούς από πλευράς διαχείρισης κινδύνους είναι περιορισμένη. Γεγονός που δημιουργεί αυξημένες απαιτήσεις στο επίπεδο της κεντρικής διοίκησης. Δεν μπορούμε να μιλάμε για αποτελεσματικό σύστημα πολιτικής προστασίας εάν οι δήμοι, που αποτελούν τον κοντινότερο θεσμό στον πολίτη, δεν ενισχυθούν στον τομέα αυτό. Έκανε κάτι ο νόμος της παρούσας κυβέρνησης προς την κατεύθυνση αυτή; Αν δεν ήταν τραγικό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως κακόγουστο αστείο: αναθέτει την ευθύνη συντονισμού των δράσεων της Πολιτικής Προστασίας της περιφέρειας σε μετακλητό (που διορίζεται από τον περιφερειάρχη), ο οποίος μάλιστα μετακλητός έχει και την ευθύνη συντονισμού των δράσεων Πολιτικής Προστασίας των δήμων της περιφέρειας, καταλύοντας έτσι όχι μόνο τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτοτέλεια των ΟΤΑ, αλλά και το φράγμα των αποστάσεων. Επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα. Η συνδρομή των δήμων περιορίζεται κατά κύριο λόγο σε δράσεις που απαιτούν τη διάθεση μηχανημάτων έργου, όπως είναι και οι δράσεις αποχιονισμού. Οι αρμοδιότητες των περιφερειών στον τομέα είναι περισσότερο διευρυμένες και αντίστοιχες με την οργανωτική δομή, τα μέσα και τους πόρους που διαθέτουν. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει δικαιολογία για το ζήτημα του αποχιονισμού. Αν δεν διατίθενται μηχανήματα έργου, αυτά μισθώνονται μέσω μνημονίων συνεργασίας με ιδιωτικούς φορείς και οι σχετικές δαπάνες στην περίπτωση καταστάσεων έκτακτης καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Μέσα στο παιχνίδι απόδοσης ευθυνών, είδαμε και πάλι να γίνεται επίκληση της ατομικής ευθύνης. Τι δείχνει αυτό για το πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τον ρόλο του κράτους; Και κατά πόσο υπήρξε επαρκής ενημέρωση για το πώς θα πρέπει να συμπεριφερθούν οι πολίτες σ’ αυτή την κατάσταση; Το μήνυμα του 112 μπορεί να θεωρηθεί αρκετό για κάτι τέτοιο;
Θα αρχίσω με το 112, το οποίο δυστυχώς από τις πρώτες μέρες της λειτουργίας του μετατράπηκε σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι δημιουργίας εντυπώσεων. Είναι ένα χρήσιμο εργαλείο προειδοποίησης πληθυσμού σε καθορισμένη γεωγραφικά περιοχή, επαπειλούμενη από συγκεκριμένο κίνδυνο, προκειμένου στον πληθυσμός της (κατοίκους, επισκέπτες) να δοθούν συγκεκριμένες οδηγίες αποφυγής έκθεσης στον κίνδυνο. Η ενεργοποίησή του προϋποθέτει σχεδιασμό, ακριβή εικόνα της περιοχής, αλλά και των συνθηκών που επικρατούν. Διαφορετικά, όπως προκύπτει από τη διεθνή εμπειρία υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, να εκθέσει δηλαδή αντί να συντελέσει στο περιορισμό της έκθεσης ανθρώπων σε κίνδυνο. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η χρήση αντίστοιχων εργαλείων γίνεται από τους φορείς οι οποίοι σε τοπικό επίπεδο έχουν την ευθύνη του σχεδιασμού και της υλοποίησης της οργανωμένης απομάκρυνσης πληθυσμού στην περίπτωση κινδύνου. Αν συνεχιστεί η αλόγιστη χρήση του, όπως γίνεται σήμερα, εκτός από τους κινδύνους που προανέφερα, το βέβαιο είναι ότι σε σύντομο χρόνο θα απαξιωθεί από τους πολίτες, θα κουδουνίζουν δηλαδή τα κινητά στις τσέπες χωρίς να δίνει κανένας σημασία. Σε ό,τι αφορά την παροχή οδηγιών για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρονται οι πολίτες σε ανάλογες περιπτώσεις, η απάντηση δεν είναι απλή. Υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες οι οποίες δίνονται από την Πολιτική Προστασία και οι οποίες αναμεταδίδονται από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα με ικανοποιητική συχνότητα. Συντελούν στο να δημιουργηθεί «παιδεία» κατάλληλης συμπεριφοράς του πληθυσμού ανάλογα με τον κίνδυνο; Σε μικρό βαθμό. Απαιτούνται συστηματικότερες παρεμβάσεις, αρχίζοντας με ειδικά προγράμματα στα σχολεία, έτσι ώστε η συμπεριφορά στον κίνδυνο να αποτελέσει κομμάτι της γενικότερης παιδείας που αποκτούν τα παιδιά μας στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Μπορούν να υπάρξουν υποδομές που θα επιτρέπουν ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες, πχ ισχυρής χιονόπτωσης, τη συνέχεια των λειτουργιών της χώρας, όπως συμβαίνει σε βόρειες περιοχές, αντί η απάντηση να είναι η εκκένωση ή η παραμονή στο σπίτι; Με δεδομένο πια ότι με την κλιματική κρίση θα βιώνουμε όλο και πιο συχνά, όλο και πιο ακραία καιρικά φαινόμενα, δεν αξίζει το κόστος;
Για συμβάντα όπως είναι οι χιονοπτώσεις, της έντασης που ήδη βιώσαμε, η απάντηση είναι αβίαστα ναι, για το λόγο ότι το μεγαλύτερο μέρος της προσπάθειας εστιάζεται στη φάση της αντιμετώπισης. Δεν έχει διαπιστωθεί έλλειψη μέσων στον τομέα, αλλά έλλειψη συντονισμού. Αυτό που απαιτείται, ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας είναι ο κατάλληλος σχεδιασμός του επιχειρησιακού σκέλους της ΠΠ σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, η στελέχωσή δομών και οργάνων του με εκπαιδευμένο προσωπικό και η ενεργοποίηση μόνιμου διαύλου επικοινωνίας με την επιστημονική κοινότητα. Για άλλα είδη κινδύνων, όπως είναι οι δασικές πυρκαγιές, η κατάσταση είναι περισσότερο σύνθετη, γιατί για να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα θα πρέπει το κέντρο βάρος της προσπάθειας να εστιαστεί στην πρόληψη. Το κόστος ανάπτυξης του μηχανισμού που προαναφέρθηκε, είναι ασήμαντο σε σύγκριση με το τεράστιο κόστος των καταστροφών που έχουμε βιώσει, το οποίο δεν είναι μόνο οικονομικό. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει η ανάγκη προστασίας της ανθρώπινης ζωής, η αξία της οποίας στο βαθμό που παραμένουμε άνθρωποι, παραμένει κι αυτή ανεκτίμητη.
Ο Γιάννης Ταφύλλης είναι πρώην γραμματέας Πολιτικής Προστασίας.