Εντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ «H μηχανή σταματά», μετάφραση, επίμετρο: Γιώργος Λαμπράκος, εκδόσεις Οκτώ, 2016
Το διήγημα του βρετανού συγγραφέα Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ «Η μηχανή σταματά» («The machine stops») δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο «The Oxford and Cambridge Review» το 1909 και ξαναβρίσκεται στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια γιατί προφήτεψε όχι μόνο την εποχή του διαδικτύου αλλά και αυτήν της πανδημίας και του αποκλεισμού. Η δικαίωση ενός ήδη κλασικού συγγραφέα επιβεβαιώνεται και με αυτό το διήγημα επιστημονικής φαντασίας που το 1973 συμπεριλήφθηκε στην έκδοση «The Science Fiction Hall of Fame».
Οι άνθρωποι ζούνε σε ένα δυστοπικό μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, κάτω από τη γη, μέσα σε ομοιόμορφες κυψέλες, χωρίς παράθυρα και εξόδους. Είναι καθηλωμένοι πάνω σε καρέκλες που κινούνται αυτόματα και κάθε άλλη λειτουργία της ζωής τους ρυθμίζεται από ηλεκτρικά κουμπιά και μηχανισμούς. Οι δημόσιες συγκεντρώσεις έχουν κριθεί ως «απρόσφορο σύστημα». Επίσης, «οι άνθρωποι δεν αγγίζονταν ποτέ. Αυτή η συνήθεια ήταν παρωχημένη λόγω της Μηχανής». Από το φαγητό μέχρι την παραγωγή λογοτεχνίας, όλα γίνονται μέσα από διακόπτες. Άλλωστε αυτό που τους κυβερνά και τους έχει καθηλώσει είναι η Μηχανή. Υπάρχει το Βιβλίο της Μηχανής με όλες τις οδηγίες για κάθε ενδεχόμενο που το εξέδιδε η Κεντρική Επιτροπή.
Η ιστορία επικεντρώνεται σε δύο χαρακτήρες, στην μελετήτρια Βάστι και στον γιο της, καθώς προσπαθούν να επικοινωνήσουν και να συναντηθούν με κάθε πιθανό και δύστροπο μέσο. Προς το παρόν μιλάνε μέσα από μια στρογγυλή πλακέτα, βλέποντας ο ένας την εικόνα της άλλης καθώς ζουν στο βόρειο και νότιο υπόγειο τμήμα της γης αντίστοιχα. Επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω τηλεφώνων και αλληλογραφούν μέσω ενός τεράστιου συστήματος σωληνώσεων.
Ο τρόμος για την «άμεση εμπειρία»
Ο γιος της όμως, ο Κούνο, έχει άλλες απόψεις. Λέει στη μάνα του: «Να με επισκεφτείς για να κοιταχτούμε πρόσωπο με πρόσωπο και να μιλήσουμε για τις ελπίδες μου». Ο ίδιος θέλει πολύ να επισκεφτεί την επιφάνεια της γης όπου υπάρχει μόνον χώμα και λάσπη και χρειάζεται αναπνευστική συσκευή. Η Βάστι αναλογίζεται: «Τι παράξενες εκείνες οι παλιές ημέρες, όταν οι άνθρωποι έβγαιναν για να πάρουν αέρα, αντί να αλλάζουν τον αέρα μες το δωμάτιο τους!»
Και αν βγουν τι να δουν; Την τρομάζει η ιδέα της «άμεσης εμπειρίας». Η Γη είναι ολόιδια παντού, δεν έχει νόημα να επισκεφτείς κάποια πόλη αφού μοιάζουν όλες ίδιες. Έχουν ξεχάσει ακόμη και πώς λέγεται εκείνο το «άσπρο» στις χαράδρες των ψηλών οροσειρών.
Φυσικά γίνονται μετακινήσεις με τούνελ που σε ανεβάζουν στην επιφάνεια της γης για να χωθείς κατευθείαν στα αερόπλοια που διασχίζουν τον ουρανό κατά χιλιάδες. «Το σύστημα ήταν τόσο καλά προσαρμοσμένο ώστε ο ουρανός, είτε ξάστερος είτε νεφαλώδης, έμοιαζε με ένα τεράστιο καλειδοσκόπιο πάνω στο οποίο επαναλαμβάνονταν τακτικά τα ίδια μοτίβα».
Κάπως έτσι θα μετακινηθεί και η Βάστι πηγαίνοντας να συναντήσει τον γιο της τον Κούνο που έχει ήδη παραπέσει σε ένα μεγάλο παράπτωμα, μοιραίο ακόμη και για τη ζωή του: τόλμησε να αναδυθεί στην επιφάνεια της γης, έγινε άθεος, αφού δεν πίστεψε στην Μηχανή· βγήκε έξω, στα τυφλά αλλά έχοντας πίστη μέσα του, στον ξεχασμένο άνθρωπο, «ο άνθρωπος είναι το μέτρο», είπε και προχώρησε. Συνειδητοποίησε ότι «δημιουργήσαμε τη Μηχανή για να κάνει ό,τι θέλουμε εμείς, όμως τώρα... η Μηχανή αναπτύσσεται χωρίς εμάς... όχι για τον δικό μας σκοπό».
Ένας ιδιόμορφος ρεαλισμός
Παρά τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες υπάρχει στο κείμενο ένας ιδιόμορφος ρεαλισμός που το κάνει πιστευτό. Είναι ο ίδιος ρεαλισμός που θα δώσει την ευκαιρία σε άλλους δημιουργούς αργότερα, όπως στον Όργουελ, να περιγράψουν τους κοινωνικούς ολοκληρωτισμούς, τον αποκλεισμό, την απαγόρευση του ελεύθερου λόγου.
Το διήγημα εντοπίστηκε στην Αγγλία τη δεκαετία του ’80, επανεκδόθηκε το 2013 εντυπωσιάζοντας με τις πρώιμες οραματικές ιδέες της εποχής του διαδικτύου, ενώ στον καιρό της πανδημίας διαβάστηκε από άλλη σκοπιά και διασκευάστηκε για το θέατρο. Στη χώρα μας μεταφράστηκε για πρώτη φορά το 1978 («Η μηχανή σταμάτησε») σε μια συλλογή επιστημονικής φαντασίας (εκδ. Κάκτος). Εντοπίσαμε αποσπάσματα στο υλικό εξετάσεων γλώσσας της Γ΄ Λυκείου, ενώ η ταινία παραγωγής 1966 του BBC προβλήθηκε σε κοινωνικά πολιτιστικά στέκια. Στα ελληνικά το διαβάζουμε σε μετάφραση και επίμετρο του Γιώργου Λαμπράκου.
Ο Φόρστερ εξέδωσε την ιστορία ανάμεσα στα μυθιστορήματα «Δωμάτιο με θέα» (1908) και «Χάουαρντς Εντ» (1910), δύο μυθιστορήματα που διερευνούν παρόμοια ιδεολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα όσον αφορά τον μέσα και τον έξω κόσμο, τις εσωτερικές και ταξικές διαμάχες.
Πολλές ιδέες και σκέψεις εγείρονται από την ανάγνωση αυτού του σύντομου, ζοφερού κειμένου όπου δεν υπάρχει καμιά ελπίδα και θέλεις να ξυπνήσεις από το κακό όνειρο της χαμένης ανθρωπότητας και της επικράτησης των Μηχανών – βλέπε των σημερινών διαδικτύων, της επιβαλλόμενης τεχνητής νοημοσύνης και του ελέγχου της ανθρώπινης συνείδησης και επιθυμίας για τον συνάνθρωπο. Γιατί στον Φόρστερ και στο κείμενο αναγνωρίζουμε αυτές τις πανανθρώπινες αξίες και τον τρόμο της απουσίας τους. Όταν μάλιστα η Βάστι ταξιδεύει με αερόπλοιο προς τον γιο της, κοιτάζοντας κάτω ξεχωρίζει την Ελλάδα αλλά αμφιβάλλει για το αν υπάρχουν ιδέες εκεί κάτω. «"Καμιά ιδέα εδώ"», και έκρυψε την Ελλάδα πίσω από το μεταλλικό στόρι».
Συγγραφικό και προσωπικό όραμα ζωντανό
Ο Εντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1879. Προερχόταν από την παλιά βικτωριανή φιλελεύθερη πτέρυγα. Φοίτησε στο Κέμπριτζ αλλά είχε επαφές με τους σύγχρονους μοντερνιστές ομότεχνους από την ομάδα του Μπλούσμπερι, όπου ηγείτο η Βιρτζίνα Γουλφ. Ταξίδεψε πολύ στις αρχές του αιώνα, στην Ινδία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, βρίσκοντας υλικό για τα πρώιμα έργα του – σάτιρες της συμπεριφοράς των Άγγλων τουριστών στο εξωτερικό.
Το 1915, βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια ως μέλος του Ερυθρού Σταυρού. Συναντήθηκε με τον Κωνσταντίνο Καβάφη και συνδέθηκε μαζί του φιλικά. Θα μελετήσει τον Καβάφη και θα τον προωθήσει στην Αγγλία. Θα γράψει επίσης τον δικό του οδηγό για την πόλη το «Αλεξάνδρεια: μια ιστορία κι ένας οδηγός» και το στοχαστικό «Φάρος και φαρίσκος». Με το «Πέρασμα στην Ινδία» κατέγραψε τις αγεφύρωτες σχέσεις Δύσης και Ανατολής, ενώ με τον «Μωρίς» που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, το 1970, κατέθεσε το πρώτο ομοφυλόφιλο μυθιστόρημα στην αγγλική λογοτεχνία.
Στα σχετικά λίγα βιβλία του Φόρστερ αλλά και στα δοκίμιά του («Δύο ζητωκραυγές για τη δημοκρατία») καταγράφεται το συγγραφικό και προσωπικό του όραμα: μια ζωή όπου συνυπάρχουν ο αισθησιασμός και ο ορθολογισμός όπου μετράει το άτομο, ο φίλος, ο άνθρωπος, ο έρωτας, η αμοιβαία κατανόηση, η δημοκρατική συνύπαρξη όλων χωρίς ρατσισμό και χωρίς την επιβολή μηχανισμών χειραγώγησης.