Χριστίνα Ντουνιά «Αργοναύτες και Σύντροφοι, Όψεις του Λογοτεχνικού Πεδίου στη δεκαετία του ’30», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2021
«Ήτανε και μπορεί να είναι ακόμη πιστεύω και σημείο των καιρών πως μόνο με μια κάποια μεικτή, ή και με την καθαρεύουσα μπορούσαμε να κάνουμε "μοντερνισμό". Η Δημοτική ήταν μια χωριατοπούλα εύρωστη και τραγανή, αλλά υπερβολικά εύρωστη για τους λεπτούς αισθητές και άξια το πολύ πολύ για ηθογραφίες. Η γνώση τούτη των διανοουμένων της Αθήνας μπέρδευε τη γλωσσική διδασκαλία του Καβάφη και του Καρυωτάκη».
Γ. Σεφέρης, Μέρες Γ'
Η Χριστίνα Ντουνιά, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΕΚΠΑ και ιστορικός της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, έχει ασχοληθεί μεταξύ άλλων με την Μαρία Πολυδούρη έχοντας εκδώσει τα ποιήματά της καθώς και ένα χαμένο μυθιστόρημά της, τον Κώστα Καρυωτάκη, εστιάζοντας στη σατυρική πλευρά του και με τα αριστερά περιοδικά του μεσοπολέμου «Πρωτοπόροι» και «Νέοι Πρωτοπόροι» που αποτελούν το δεύτερο συνθετικό του τίτλου του παρόντος.
Σ’ αυτήν την πιο πρόσφατη μελέτη της, όπως η ίδια επισημαίνει, η δυναμική που ανέπτυξαν οι συγγραφείς που έδρασαν στον ελληνικό μεσοπόλεμο και μεσουράνησαν για δύο τουλάχιστον δεκαετίες ήταν καταλυτική. Οι δε Αργοναύτες πολλοί και ποικίλης προέλευσης. Η συγγραφέας δανείζεται τους μυθολογικούς ήρωες που εκστράτευσαν για να κερδίσουν το πολυπόθητο χρυσόμαλλο δέρας, το οποίο δέχτηκε πολλές ερμηνείες, από το μυθιστόρημα «Αργώ» του Γιώργου Θεοτοκά. Σ’ αυτό, ο και συγγραφέας του μανιφέστου της γενιάς του ’30 με τίτλο «Ελεύθερο πνεύμα» οριοθετούσε τις επιδιώξεις της νέας γενιάς συγγραφέων και τους τοποθετούσε στον λογοτεχνικό χάρτη, αναφέροντας πως οι Αργοναύτες του ήταν: νεοκαντιανοί, εγελιανοί, μπερξονιστές, νιτσεϊστές, φροϊδιστές, υλιστές, ντετερμινιστές και άλλοι. Οι νέοι συγγραφείς αποστασιοποιημένοι από όλες τις παραπάνω δοξασίες που ήταν τότε πολύ της μόδας επιθυμούσαν να δημιουργήσουν το καινούργιο και να αποτελέσουν οι ίδιοι την αβάν γκαρντ της λογοτεχνίας. Να σημειωθεί ότι συγγραφείς και έργα είναι ένα εξαιρετικά πολυπληθές σύνολο αλλά και ανομοιογενές υφολογικά, αφού ξεκινά από τον ρεαλισμό και φθίνει στον υπερεαλισμό περνώντας από τον συμβολισμό και τον μοντερνισμό.
Η νέα αυτή γενιά που πήρε το όνομά της από την καθοριστική δεκαετία του 1930, συγκεράζοντας τον μοντερνισμό με την πρωτοπορία, προσπάθησε να δείξει έναν δρόμο μακριά από την ντεκαντάνς του πρόσφατου παρελθόντος, τον καρυωτακισμό και την υπαρξιακή απελπισία μέσα σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο, παντού στην Ευρώπη, ιδιαίτερα αντιδραστικό που οδήγησε στην άνοδο τον Μουσολίνι και Χίτλερ στην εξουσία και εντέλει σ’ έναν ακόμη Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα σε λίγες δεκαετίες.
Το νέο ξεκίνημα ήταν κάτι που δεν μπορούσε να περιμένει γι’ αυτό και η νέα γενιά δημιούργησε γρήγορα το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε και κατέκτησε τη θέση που φιλοδοξούσε.
Όψεις του Αργοναυτικού ταξιδιού αναζήτησης
Η μελέτη αυτή της Χριστίνας Ντουνιά, έχοντας πίσω της πολλές παρόμοιες μελέτες αλλά και δικές της παλαιότερες εργασίες, όπως αυτή με τα περιοδικά του μεσοπολέμου, έχει τη δυνατότητα να στρέψει το βλέμμα πίσω χωρίς να γίνει στήλη άλατος, αλλά να κοιτάξει το θέμα της μέσα από την πάροδο ενός ικανού χρονικού διαστήματος που επιτρέπει μια πιο νηφάλια, πιο αντικειμενική ματιά σε μια γενιά καθοριστικής σημασίας για τον λογοτεχνικό κανόνα της νεότερης λογοτεχνίας μας.
Ο υπότιτλος του βιβλίου «Όψεις του λογοτεχνικού πεδίου της δεκαετίας του ’30», δείχνει πως η συγγραφέας σταθμεύει σε κάποιες στάσεις - στάδια της λογοτεχνικής εξέλιξης αυτής της περιόδου και βυθίζεται στη μελέτη αυτών των σταθμών.
Ιδού μερικές από αυτές τις καλά εξεταζόμενες όψεις αυτού του Αργοναυτικού ταξιδιού αναζήτησης:
Πρώτη μεγάλη στάση και ταυτόχρονα πρώτο κεφάλαιο: Οι ιδέες και η Λογοτεχνία με ενδιάμεσες σταθμεύσεις σε Βενιζελικούς και Αντιβενιζελικούς συγγραφείς, την πολιτικοκαλλιτεχνική αβάν γκαρντ, τη γλώσσα και την υιοθέτησή της από τους δημιουργούς που οι περισσότεροι δημοσιεύουν στον κατεξοχήν περιοδικό της γενιάς «Τα Νέα Γράμματα», που διευθύνει χωρίς όμως να παρουσιάζεται πουθενά το όνομά του ο Γιώργος Σεφέρης με αρχισυντάκτη τον Ανδρέα Καραντώνη που έχει επιστρατεύσει ο χρηματοδότης και προστάτης του Σεφέρη και του σεφερικού έργου, Γιώργος Κατσίμπαλης. Σ’ αυτό το περιοδικό δημοσιεύθηκαν ποιήματα πεζά και κριτικές όλων σχεδόν των συγγραφέων και ποιητών της εν λόγω γενιάς εκτός από τους αριστερούς που αρθρογραφούσαν στα αριστερά περιοδικά.
Σ’ ένα δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται οι δρόμοι που ακολουθεί η ποίηση, με αναφορές – σταθμούς, που ξεκινούν από τον Παλαμά και την καθαρή ποίησή του, στον Σεφέρη που παίρνει τη σκυτάλη από αυτόν, καθώς και τον Ρίτσο. Δύο διαφορετικούς ιδεολογικά ποιητές που φαίνεται και από τα βραβεία που κέρδισαν. Ο Σεφέρης το Νόμπελ και ο Ρίτσος το βραβείο Λένιν.
Ακολουθεί μια σύντομη, σχετικά, αναφορά σ’ ένα πολυσυζητημένο θέμα, την αισθητικοποίηση του Αιγαίου που ξεκίνησε με τον Περικλή Γιαννόπουλο, τον παρεξηγημένο αισθητικό και οραματιστή, για να καταλήξει στην αμφιλεγόμενη ελληνικότητα που κατηγορήθηκε ανοιχτά ως αντιδραστική. Παρουσιάζει ακόμα τον φάκελο Σεφέρη για τον Γιαννόπουλο, οι ιδέες του οποίου κατηγορήθηκαν περισσότερο αλλά και χρησιμοποιήθηκαν για να αναδείξουν έναν εθνισμό απαλλαγμένο από αλλότριες προσμίξεις. Έτσι ο Γιαννόπουλος «βούλιαξε στη φωτιά με την οποία προσπάθησε να μας εξαγνίσει».
Όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Τζιόβας: «Αν η Μεγάλη Ιδέα αντιπροσώπευε την διεύρυνση του εθνικού χώρου και το 1922 σηματοδότησε τη γεωγραφική του συρρίκνωση, το Αιγαίο συμβολίζει την αισθητικοποίησή του, την υπέρβαση της ελληνικής καχεξίας και στενότητας με την ψευδαίσθηση μιας αισθητικής διεύρυνσης του χώρου μέσω της μυθολογίας του».
Ακολουθούν σταθμεύσεις με θέμα τον Καρυωτάκη και τον Ρίτσο, την ιδεολογία και την αισθητική της αντιστασιακής λογοτεχνίας που αντιπροσωπεύει ο Νικηφόρος Βρεττάκος καθώς και την επήρεια του Ουόλτ Ουίτμαν στην ποίηση του Εμπειρίκου και την επήρεια του Ελιάρ στον Ελύτη όπως και την αιρετικότητα του Εγγονόπουλου και την εκκεντρική υπερεαλιστική στάση του αναμεμειγμένη με ελληνικά παραδοσιακά στοιχεία.
Στην ακροτελευταία στάση της, η Χρ. Ντουνιά εξετάζει υπό τον τίτλο «Μυθιστόρημα και Κριτική» τη φασματική εμφάνιση της Πολυδούρη στην Εκάτη του Κοσμά Πολίτη, καθώς και τη σεξουαλικότητα στο έργο του Μ. Καραγάτση.
Νέα στοιχεία και ορισμένες προτάσεις
Μια μελέτη όπως αυτή δεν αποτελεί μια στατική εικόνα που απεικονίζει μια παρελθούσα εποχή, αλλά περιέχει ολόκληρη τη διαδρομή που έχει διανύσει η συγγραφέας της από τότε που πρωτοάγγιξε το θέμα, διερχόμενη από όλους τους σταθμούς και τις αναδρομές της περιπλάνησής της σε αυτό.
Ωστόσο δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να προστεθεί μια ακόμη μελέτη στην βιβλιογραφία γύρω από την πολυθρύλητη γενιά του ’30 αν δεν περιείχε, όπως η παρούσα, νέα στοιχεία και νέες απαντήσεις σε «ορισμένα ερωτήματα κάτω από το πρίσμα νεότερων επιστημονικών εργασιών» και δεν διατυπώνονταν «ορισμένες προτάσεις για τη δομή και τη λειτουργία του λογοτεχνικού πεδίου μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό και φιλολογικό πλαίσιο», όπως επισημαίνει και η συγγραφέας.