Μαρία Γαβαλά «Ο μικρός Γκοντάρ», εκδόσεις Πόλις, 2022
Η ζωηρή δεκαετία του 1960 τελειώνει. Η Λουκία είναι μια νεαρή Ελληνίδα που πάει στο Παρίσι για να σπουδάσει κινηματογράφο. Εκεί θα συναντηθεί με τον Γκασπάρ, θα τον γνωρίσει «λίγους μήνες μετά το ξεψύχισμα της εξέγερσης, ενώ δεν είχε σβήσει ακόμα ο απόηχος των ταραχών».
Ο Γκασπάρ, κρατώντας μια 16άρα μηχανή «αγορασμένη από δεύτερο χέρι», χωρίς να ξέρει από κινηματογράφο, γυρίζει και κινηματογραφεί τις κινητοποιήσεις, καταγράφοντας αρχικά πράγματα «άσχετα με την ουσία των γεγονότων». Όμως ο Γκασπάρ, παθιασμένος, σχεδόν παράτολμος, κυνηγάει ό,τι ενδιαφέρει την ψυχή του, αγνοώντας τις δυσκολίες αλλά και την προσωπική περιπέτεια της υγείας του και, καθώς «μάθαινε τον κινηματογράφο στην πιάτσα», αρχίζει να ζει μια ζωή αφιερωμένη στα όνειρά του και στον φακό του, με τις ταινίες που φτιάχνει να ταξιδεύουν από το Παρίσι (και τη σφαγή των άοπλων Αλγερινών διαδηλωτών τον Οκτώβριο του 1961) μέχρι την Αλγερία ή την Μπιάφρα.
Διαφορετικός τύπος η Λουκία, με μεγάλη έγνοια για την Ελλάδα (στην οποία κάποιες φορές επιστρέφει), την οικογένειά της, τον θείο της που βρίσκεται στις φυλακές της χούντας, κρατώντας μια απόσταση από τη φλόγα των γεγονότων στο Παρίσι, μπαίνει σε μια σχέση με τον Γκασπάρ που θα περνάει διαρκώς από χίλια κύματα, οδηγώντας όμως και την ίδια στον δρόμο της ωρίμανσης και της αυτογνωσίας.
Πέρα από την ωραία αφήγηση και τους χαρακτήρες που πλάθει η συγγραφέας, το εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο, το οποίο θέτει υπό συζήτηση ο τρόπος που βλέπει τον κινηματογράφο ο Γκασπάρ, αυτός ο «κλέφτης εικόνων της πραγματικότητας», είναι η σχέση της κάμερας με την «αλήθεια»: τι μπορεί να συλλάβει και να αποτυπώσει κανείς από την πραγματικότητα και οι πολλές οπτικές γι’ αυτήν, πώς προσεγγίζει πράγματα που μπορεί να μην του είναι οικεία χωρίς να πέσει στον εξωτισμό, πώς κοιτάζει τα πράγματα ο πολιτικός και ο στρατευμένος κινηματογράφος, η περίφημη αμεροληψία και η καταγραφή ενός γεγονότος, που δεν έχει πια μάρτυρες και ο «κινηματογράφος αλήθεια», και άλλα πολλά, και, τελικά, τι νόημα έχει, ή γιατί έχει νόημα, να καταγράφει κανείς τις ιστορίες γύρω του.