Η Σοφία Ξυγκάκη, ένα από τα πρόσωπα που στηρίζουν τις αξιοζήλευτες σελίδες πολιτισμού της Εποχής, έχοντας διαβάσει τη διδακτορική διατριβή του αρχιτέκτονα Φοίβου Καλλίτση, επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ, η οποία είχε τον τίτλο «Ο φόβος για την πόλη και η αμφίδρομη σχέση με τον κινηματογράφο: η αστική αναγέννηση μέσα από τις ταινίες τρόμου και τα θρίλερ» [www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/43493], είχε την εξαιρετική ιδέα να του πάρει συνέντευξη. Αναμένουμε σύντομα η διατριβή του Καλλίτση να εκδοθεί και σε  βιβλίο, ώστε να μπορέσουμε να την απολαύσουμε πληρέστερα.

 

Χ.Γο.

 

 

«“Για να μάθουμε τι είναι μια πόλη, δεν θα έπρεπε να ρωτήσουμε τον Λε Κορμπυζιέ, αλλά τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, τον Φραντσέσκο Ρόζι ή ακόμη τον Ζακ Λυκ Γκοντάρ” αφού ο κινηματογράφος συνδέεται με τη μνήμη και τις αισθήσεις [...]», αναφέρει στην εισαγωγή της διατριβής του ο Φοίβος Καλλίτσης, καθώς πολλές έρευνες για τα σημεία τομής κινηματογράφου και αρχιτεκτονικής, ξεκινούν από τον παραπάνω ισχυρισμό του γάλλου θεωρητικού της τέχνης Φρανσουά Λουαγιέ. Αν οι παραπάνω σκηνοθέτες, και κάποιοι ακόμη, και οι πόλεις «τους» άσκησαν επιρροή σε μένα, καθώς μεγάλωνα, η περιήγησή μου στους χώρους που δρουν αιμοδιψείς δολοφόνοι/φαντάσματα, στο Σικάγο, ζόμπι που μολύνουν τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας, στη Βαρκελώνη, ή εξωγήινοι που επιτίθενται σε ένα συγκρότημα κοινωνικής κατοικίας, στο νότιο Λονδίνο, υπήρξε μια πρωτόγνωρη και ριψοκίνδυνη εμπειρία για μένα.

Ο επίκουρος καθηγητής και διευθυντής προγράμματος Μάστερ της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ, Φοίβος Καλλίτσης, για τη διατριβή του επέλεξε ως όχημα έξι ταινίες τρόμου και μια πλούσια βιβλιογραφία, για να διερευνήσει, μεταξύ άλλων, τη σχέση πόλης, αρχιτεκτονικής και κινηματογράφου, τον φόβο, την ασφάλεια, την αστική αναγέννηση, τις έμφυλες σχέσεις. «Ο φόβος για την πόλη…» είναι μια ευφυής και πρωτότυπη επιστημονική εργασία και ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα μαζί.

 

Τη συνέντευξη πήρε η Σοφία Ξυγκάκη

 

H διδακτορική διατριβή σου αφορά το δίπολο φόβος/ασφάλεια και τις συνέπειες στον αστικό χώρο μέσα από την ανάλυση έξι ταινιών τρόμου. Πώς προέκυψε η ιδέα; Αγαπούσες τις ταινίες τρόμου και σε οδήγησε σε αυτήν η αρχιτεκτονική και το ζήτημα του εξευγενισμού των πόλεων;

Υπήρχε πάντα μια αγάπη για τον κινηματογράφο, έβλεπα συνέχεια ταινίες και, για ένα διάστημα, έγραφα για ταινίες σε ιστοσελίδες και σε έντυπα. Οι σπουδές στην Αρχιτεκτονική επιτρέπουν τη διερεύνηση ζητημάτων μέσα από διαφορετικά γνωστικά πεδία και, από τα προπτυχιακά μου χρόνια, βρήκα τρόπο να συνδυάσω τις σπουδές με την αγάπη μου για τον κινηματογράφο. Στο τέλος των προπτυχιακών μου σπουδών έκανα μάλιστα την πρώτη απόπειρα σύνδεσης της αρχιτεκτονικής και των ταινιών τρόμου μέσα από τις ταινίες του Dario Argento. Όσον αφορά όμως τα ζητήματα της διατριβής, θα έλεγα ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε το βιβλίο του Γιάννη Δεληολάνη «Πολιτική του Τρόμου» και μια σειρά βιβλία που τόνιζαν την πολιτική και κοινωνική διάσταση του κινηματογράφου και τον τρόπο που οι ταινίες τρόμου λειτουργούν ως κοινωνική αλληγορία. 

Με την παραδοχή, λοιπόν, ότι οι ταινίες τρόμου αντικατοπτρίζουν τις φοβίες της καθημερινότητας και τον τρόπο που η καθημερινότητα παράγει τον χώρο στον οποίο ζούμε, ξεκίνησαν και τα ερευνητικά βήματα για τον αστικό χώρο. Η αρχιτεκτονική είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την έννοια της διαμόρφωσης καταφυγίου: από τη βροχή, από τον εχθρό, από τους κλέφτες. Ειδικά όμως μετά το 2001, το ζήτημα του φόβου και της ασφάλειας έχει μεταβάλει τη σχέση μας με τον δημόσιο χώρο. Αστικές περιοχές χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνες, και πολλές φορές ο βαθμός επικινδυνότητας των περιοχών δεν έχει να κάνει με προσωπικές εμπειρίες, αλλά με τα όσα κάποιος έχει ακούσει. Άρα ο τρόπος που βιώνουμε την πόλη σχετίζεται με μια γενικότερη ιδέα της πόλης ή του χώρου, η οποία διαμορφώνεται και από τις ταινίες που βλέπουμε. 

 

Εσύ χρησιμοποίησες παραδείγματα αστικών χώρων από διαφορετικές παραγωγές για να δώσεις την παγκόσμια διάσταση του φόβου. Με ποιο κριτήριο επέλεξες αυτές τις ταινίες;

Ξεκίνησα από μια τεράστια λίστα εκατό ταινιών και μέσα από μια θεματική ανάλυση άρχισα να τις περιορίζω. Βασικό κριτήριο ήταν να σχετίζονται με μια υπαρκτή πόλη, στην οποία να παρατηρούνται ζυμώσεις εξευγενισμού ή αστικής αναγέννησης κατά την περίοδο παραγωγής των ταινιών. Να υπάρχουν δηλαδή, περιοχές που, χαρακτηρίζονται ως παρακμάζουσες και να προσφέρονται για επενδύσεις λόγω αρκετά χαμηλών τιμών γης. 

 

Στη διατριβή σου ξεκινάς την αφήγηση με μια προσωπική εμπειρία σου, όταν μια φίλη σου σού ζήτησε να την συνοδεύσεις στο σπίτι, σε μια μικρή απόσταση, γιατί την φόβιζε η περιοχή.

Πηγαίνοντας πίσω, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το θέμα προέκυψε από τον συνδυασμό εικόνων που είχα από ταινίες και προσωπικές μου εμπειρίες. Οι δύο ταινίες που πυροδότησαν το θέμα ήταν η «Ιστορία 52» του Αλέξη Αλεξίου και το «Candyman» του Μπέρναρντ Ρόουζ. Ειδικά όμως η ταινία του Αλεξίου και ο τρόπος που ζούσε ο πρωταγωνιστής της, μου ήρθε έντονα στο μυαλό ένα βράδυ σε μια ταβέρνα στο Μεταξουργείο. Τότε, μια φίλη που είχε αγοράσει ένα διαμέρισμα σε απόσταση δύο τετράγωνα από την ταβέρνα, μας ζήτησε να την συνοδεύσουμε στο σπίτι της και μπορούσα να διακρίνω τον φόβο της να περπατήσει μόνη. Την ίδια περίοδο, το Μεταξουργείο ήταν στο επίκεντρο, από την μία ως η νέα μοδάτη περιοχή κατοικίας και διασκέδασης και από την άλλη ως επικίνδυνη περιοχή. Αυτό το κομμάτι λοιπόν του ανθρώπου, που φοβάται να βγει από το σπίτι του, μου θύμισε την ταινία του Αλεξίου αλλά και έναν τρόπο ζωής μέσα στην πόλη, χωρίς την έκθεση στην πόλη. Άνθρωποι οι οποίοι παίρνουν το αυτοκίνητο, πηγαίνουν στο εμπορικό κέντρο για ψώνια, σινεμά κτλ, και μετά παίρνουν πάλι τ’ αυτοκίνητο, γυρίζουν πίσω. Δεν είναι μόνο ζήτημα άνεσης, πιστεύω ότι έχει να κάνει και με την αίσθηση της ασφάλειας που παρέχουν οι επιτηρούμενοι αυτοί χώροι. 

 

Υπάρχει μια αντίληψη που τροφοδοτείται και από τα ΜΜΕ ότι το κέντρο της πόλης, πλην των ακριβών περιοχών, είναι επικίνδυνο. Επιστρέφουμε σε αυτό που είπαμε νωρίτερα, ότι η ευαλωτότητα που αισθάνεται κάποιος πολλές φορές σχετίζεται με έμμεσες εμπειρίες ή πληροφορίες. Όλοι έχουμε περπατήσει στην πόλη και νιώσαμε ανασφάλεια κάποια στιγμή, το ζήτημα είναι τι υπερτερεί και σε ποιο βαθμό, τι αποφεύγουμε. Η Ιστορία 52 ήταν εξαιρετική περίπτωση για να δει κανείς την ιδέα της απομόνωσης σε ένα διαμέρισμα, σε σημείο που η κινηματογραφική κάμερα δεν καταγράφει καν πλάνο της πόλης. Η πόλη γίνεται αντιληπτή μόνο από έμμεσα στοιχεία. Έχει πολλά κοινά στοιχεία με την Αποστροφή του Πολάνσκι, αλλά εδώ ο κεντρικός χαρακτήρας μοιάζει να αποστρέφεται την πόλη και τις πιθανές συναντήσεις με τους άλλους. 

 

Ναι, γιατί κι εδώ δεν ξέρουμε αν αυτά που συμβαίνουν στον άντρα που ζει αποκομμένος σ’ ένα διαμέρισμα είναι πραγματικότητα ή δικές του φοβικές κατασκευές. 

Αυτός είναι ο στόχος της ταινίας. Η απομόνωση δημιουργεί μια πραγματικότητα που απέχει από τον κόσμο, με την ίδια λογική που κάποιοι κάτοικοι των προαστίων φοβούνται τα Εξάρχεια και το κέντρο της Αθήνας, γιατί έχουν αλλοιωμένη εικόνα του τι συμβαίνει στο κέντρο. Γενικά το θέμα της απομόνωσης σε διαφορετικές κλίμακες είναι το κομμάτι του πρώτου μέρους της διατριβής. 

 

Οπότε η κεντρική ιδέα αυτών των τεσσάρων ταινιών, «Ιστορία 52», «Dark Water» του Βάλτερ Σάλες, «La zona» του Ροντρίγκο Πλα και «Rec» των Ζάουμε Μπαλαγκερό και Πάκο Πλάθα, είναι η απομόνωση ως τρόπος αντιμετώπισης του φόβου. Η πρωταγωνίστρια του Dark Water, χωρισμένη με μία κόρη, αναγκάζεται να μετακομίσει στο Ρούσβελτ Άιλαντ, λόγω εγγύτητας με το Μανχάταν, όπου πια δεν μπορεί να ζει λόγω των απαγορευτικών τιμών. Επίσης κι εδώ, στην αρχή, δεν ξέρουμε αν αυτά που βλέπει, π.χ. τον λεκέ από την υγρασία στο ταβάνι που γίνεται όλο και πιο απειλητικός, είναι πραγματικότητα ή συνέπεια του φόβου της.

Ναι, η ηρωίδα δεν φοβάται γενικά την πόλη, στο Μανχάταν αισθάνεται άνετα, όχι όμως όταν πηγαίνει στο γειτονικό Ρούζβελτ Άιλαντ. Εκεί δεν θέλει να είναι στον δημόσιο χώρο, ή στους κοινόχρηστους χώρους του συγκροτήματος κατοικιών. Οι ελάχιστοι άνθρωποι που συναντά την τρομάζουν. Οπότε, αν δεχτούμε ότι η πόλη εμπεριέχει στη φύση της τη συνάντηση με τους άλλους/άλλες/άλλα, κάποιοι άνθρωποι επιθυμούν να συναντούν μόνο γνώριμες φυσιογνωμίες και βλέπουν την απομόνωση σε ένα διαμέρισμα ως λύση ασφαλείας.

 

Το επιχείρημα της πρωταγωνίστριας του Dark Water για την επιλογή της περιοχής απέναντι στον πρώην άντρα της που διαφωνεί, είναι και το πολύ καλό σχολείο. Αυτό έχει ενδιαφέρον.

Το Dark Water έχει ένα έντονο έμφυλο χαρακτήρα, καθώς ένα βασικό πρόβλημα της πρωταγωνίστριας, εκτός από την εύρεση κατοικίας και εργασίας, είναι ότι πρέπει να αποδείξει ότι είναι καλή μητέρα. Οπότε, παρόλο που πηγαίνει σε μια περιοχή που παρουσιάζεται ως παρακμιακή, το καλό σχολείο αποτελεί σημαντικό επιχείρημα. Η αλήθεια είναι ότι η ταινία αλλοιώνει την εικόνα του Ρούζβελτ Άιλαντ, το οποίο ιστορικά ήταν ένα υπόδειγμα κοινωνικής πολιτικής στη Νέα Υόρκη, υπήρχε μια έντονη ανάμιξη εισοδημάτων. Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση δεν στηρίχτηκαν στη δημιουργία χαμηλότερης ποιότητας δομών κοινωνικής κατοικίας, αλλά στη διαφοροποίηση των τιμών με γνώμονα τη θέα. Παράλληλα, υπήρχε σχεδιασμός των σχολείων, καθώς τα τρία σχολεία του νησιού ήταν χωρισμένα ηλικιακά. Ως αποτέλεσμα, όλα τα παιδιά γνώριζαν τους συνομήλικούς τους αλλά και όλες τις περιοχές του νησιού. Υπήρχε, λοιπόν, η υποδομή για ένα καλό σχολείο, παρόλο που στο πλαίσιο της ταινίας μοιάζει παράταιρο. Ο αρχικός σχεδιασμός, όμως, ανατρέπεται σταδιακά και, όπως η πρωταγωνίστρια του Dark Water, πολλοί νεοϋορκέζοι άρχισαν να αναζητούν κατοικία εκτός Μανχάταν, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές και να αναγκάζονται σε φυγή οι κάτοικοι. Η κοινωνική σύνθεση άλλαξε. 

Στο Rec, μια νέα δημοσιογράφος και ο οπερατέρ της πηγαίνουν σε μια πολυκατοικία, στο κέντρο της Βαρκελώνης, να καλύψουν μια επιχείρηση της πυροσβεστικής και βρίσκονται εγκλωβισμένοι όταν ζόμπι μολύνουν σταδιακά όλους τους ενοίκους.

Το Rec καταγράφει ένα κλασικό μοτίβο ταινιών τρόμου, με μια ομάδα παράταιρων χαρακτήρων, οι οποίοι, αν και είναι γείτονες, δεν έχουν καλές σχέσεις, αλλά αναγκάζονται να συνασπιστούν απέναντι σε ένα κοινό εχθρό, στην περίπτωση αυτή τα ζόμπι. Έτσι οι ένοικοι, λόγω της υποχρεωτικής καραντίνας μεταβαίνουν από το «δεν θέλω να βγω» στο «δεν μπορώ να βγω» και αυτόματα ο δημόσιος χώρος μετατρέπεται σε πολύτιμο αγαθό.  

Και αυτή η απομόνωση έχει διαφορετικές κλίμακες: την ασφάλεια του διαμερίσματος, της περιοχής με «καλούς γείτονες», μέχρι την περίφραξη της κοινότητας των ομοίων, ώστε να αποκλειστεί το διαφορετικό. Όπως συμβαίνει στο La zona. Οι περιφραγμένες κοινότητες είναι ένα φαινόμενο που έχει απασχολήσει τη μελέτη της πόλης έντονα, καθώς δημιουργεί θύλακες προνομίων και κοινωνικούς διαχωρισμούς που αποκτούν υλική υπόσταση. 

Οι τέσσερις ταινίες παίρνουν αυτούς τους χώρους –διαμέρισμα, συγκρότημα κατοικιών ή ζώνη ασφαλείας– και ανατρέπουν την αίσθηση της ασφάλειας. Αν πιστεύεις ότι κάτι εκτός τειχών σε απειλεί, θα εξακολουθείς να φοβάσαι, όσα τείχη και αν σηκώσεις. 

 

Και σε καλά δομημένες πόλεις συναντάμε, πάντως, περιφραγμένα συγκροτήματα, που περιλαμβάνουν σούπερ μάρκετ, παιδικούς σταθμούς κτλ.

Λειτουργούν ως φρούρια. Στην Αθήνα δεν είναι εύκολο να συμβεί, αλλά υπάρχουν παραδείγματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ολυμπιακού χωριού, όπου υπήρχε περίφραξη. Όταν τα κτίρια δόθηκαν ως κατοικίες υπήρχε πρόβλεψη απομάκρυνσης της περίφραξης, οι νέοι κάτοικοι όμως ήθελαν να παραμείνει.  

 

Και το κτίριο στο Μεταξουργείο που σε παρέπεμψε στην Ιστορία 52 είναι ένα φρούριο…

Έτσι λειτουργεί. Έχει ενδιαφέρον ότι, όταν είχε γίνει ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, ο εργολάβος προτίμησε το τρίτο βραβείο, γιατί είχε πιο φιλική κλίμακα, για τα ελληνικά δεδομένα. Το πρώτο βραβείο ήταν ένα ξεκάθαρο φρούριο, οι αρχιτεκτονικές επιλογές έκοβαν κάθε σχέση με το περιβάλλον. Στα σχέδια της μελέτης που πήρε το πρώτο βραβείο  αναπαρίσταται το κτίριο και η σχέση του με την Ακρόπολη, υπογραμμίζοντας ότι η γειτονιά δεν απασχολούσε το αρχιτεκτονικό όραμα. 

 

Η πολυτέλεια του ακριβού προαστίου μέσα στην πόλη με την άμεση θέα μόνο στο κατεξοχήν εμβληματικό μνημείο. 

Είναι μια προαστιακή αντίληψη του κέντρου της πόλης. 

 

Στο δεύτερο μέρος της διατριβής σου εξετάζεις δύο ταινίες: το «Candyman» και το «Attack the block» του Τζο Κόρνις. Ποιο ήταν το σκεπτικό εδώ;

Το πρώτο μέρος μιλάει για το πώς εντάσσεται στην πόλη το κλασικό μοτίβο των ταινιών τρόμου με επίκεντρο την απομόνωση. Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στον τρόπο που οι δύο αυτές ταινίες εκμεταλλεύονται τα χαρακτηριστικά της πολυπληθούς πόλης και του δημόσιου χώρου. 

To Candyman διαδραματίζεται στο Σικάγο όπου η πρωταγωνίστρια κάνει μια έρευνα για τον μύθο του φαντάσματος /δολοφόνου και κινείται σε διάφορους χώρους. Ο Candyman στην ταινία δεν εμφανίζεται συχνά κι αναρωτήθηκα τι είναι αυτό που δημιουργεί αυτή την αίσθηση του τρόμου. Η ταινία στηρίζεται ουσιαστικά σε δύο χώρους: την περιοχή του πανεπιστημίου όπου ζει και εργάζεται η πρωταγωνίστρια και την υπαρκτή περιοχή του Cabrini Green, στην οποία κατοικεί η μαύρη κοινότητα και τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Το Cabrini Green ήταν μια περιοχή στην οποία, όπως δήλωσε κι η ηθοποιός που ενσάρκωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, δεν πλησίαζες. 

 

Νομίζω ότι εδώ ο ταξικός διαχωρισμός είναι άμεσα ορατός αφού, όταν η πρωταγωνίστρια με την αφροαμερικανή φίλη της πήγαν στο Cabrini Green, οι κάτοικοι τις απώθησαν ως λευκές, γιατί κι η φίλη φαινόταν ότι ανήκε στην αστική τάξη. 

Η ταινία γυρίστηκε το ’92, οπότε σήμερα επιτρέπει πολλές διαθεματικές αναγνώσεις για ζητήματα τάξης, φυλής, φύλου. Η πρωταγωνίστρια είναι γυναίκα, σύζυγος ενός καθηγητή, και κινείται σε ένα ανδροκρατούμενο ακαδημαϊκό περιβάλλον, όπου την υποτιμούν. Αν στο δικό της περιβάλλον, όμως, είναι σε υποδεέστερη θέση, στο Cabrini Green είναι μια ξένη μεσοαστή λευκή που εισβάλλει με αγενή τρόπο. Παράλληλα, η ιδέα μιας γυναίκας σε ένα περιβάλλον στο οποίο δεν είναι ευπρόσδεκτη, πυροδοτεί την αίσθηση του κινδύνου. Και αυτή είναι η λογική και της δεύτερης ταινίας αυτού του μέρους, της βρετανικής «Attack the block». 

 

Όπου κι εδώ, η Σαμ, νοσοκόμα, λευκή, με χαρακτηριστικά μεσαίας τάξης, που κατοικεί στο συγκρότημα κοινωνικής κατοικίας, δέχεται επίθεση από άλλους ενοίκους που την κλέβουν γιατί δεν την αναγνωρίζουν ως ένοικο και γειτόνισσά τους.

Ο όρος «πιεσμένη μεσαία τάξη» περιγράφει άτομα τα οποία αναγκάζονται λόγω της αύξησης κόστους κατοικίας να μετακομίσουν σε περιοχές περιφερειακά του κέντρου. Κτίρια πρώην κοινωνικής κατοικίας, όπως αυτά στο Νότιο Λονδίνο μετατρέπονται σε καταφύγιο γι’ αυτήν την κατηγορία ανθρώπων. Στο Attack the Block, ο σκηνοθέτης δανείζεται εικόνες από το τότε εκκενωμένο Hey gate Estate, το οποίο έχει πλέον κατεδαφιστεί. Όπως και στο Dark Water έχουμε ένα γυναικείο χαρακτήρα που τοποθετείται σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον. 

 

Υπάρχει μια κοινότητα όμως εδώ, που δρα καταλυτικά όταν χρειάζεται, ενώ στο Dark Water δεν υπάρχει.

Ναι. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος έχει μεγαλώσει στο νότιο Λονδίνο και τονίζει την ύπαρξη της κοινότητας και ότι η Σαμ δεν έχει ενταχθεί σ’ αυτήν. Τόσο η Έλεν του Candyman όσο και η Σαμ του Attack the Block όταν γνωρίζουν την εκεί κοινότητα, σταματούν να φοβούνται. Και με την παρουσία της απειλής, είτε του Candyman, είτε των εξωγήινων στο Attack the Block, αναγκάζονται να συνεργαστούν. Μια απαισιόδοξη ανάγνωση θα μπορούσε να είναι ότι, αν δεν μας επιτεθούν οι εξωγήινοι, θα συνεχίσουμε να φοβόμαστε ο ένας τον άλλον.  

 

Τα κορίτσια στο Attack the Block παίρνουν πρωτοβουλίες, παίζουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση της απειλής και, γενικά, οι γυναίκες σ’ αυτές τις δύο ταινίες δρουν έξω από το στερεότυπο που τις θέλει φοβισμένες, σε αντίθεση, σ’ ένα βαθμό, με αυτές των ταινιών του πρώτου μέρους.

Στον διάλογο που γίνεται για την πόλη, προτάσσεται πάντα ότι πρέπει να κάνουμε τις πόλεις ασφαλείς για τις κόρες μας, τις γυναίκες μας – η ευάλωτη γυναίκα είναι ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα στα ζητήματα ασφάλειας. Στατιστικά όμως τα θύματα επιθέσεων στον δημόσιο χώρο είναι στην πλειοψηφία τους άντρες, ενώ οι γυναίκες αντιμετωπίζουν περισσότερη βία στον ιδιωτικό χώρο. Παρόλα αυτά, όταν μιλάμε για δημόσιο χώρο βάζουμε στο επίκεντρο την αδύναμη γυναίκα. Δεν είναι τυχαίο ότι στις ταινίες τρόμου είναι στο επίκεντρο οι αδύναμες γυναίκες γιατί είναι πιο εύκολο να αναγνωρίσει ο θεατής την ευαλωτότητά τους και να νιώσει φόβο. 

 

Ο εξευγενισμός, όπως προβάλλεται σε αυτές τις ταινίες, συνάδει με την εμπειρία σου ως αρχιτέκτονα;

Ο εξευγενισμός σαν έννοια έχει πλέον δαιμονοποιηθεί. Έχει σχολιαστεί τόσο έντονα στον Τύπο και την ποπ κουλτούρα, όπου όλοι είναι επιφυλακτικοί με τον όρο. Ο όρος αστική αναγέννηση, όπου για πολλούς είναι απλώς ένα rebranding του εξευγενισμού, προσπαθεί να δώσει μια άλλη εικόνα στις αστικές παρεμβάσεις. Ο στόχος δεν είναι να παγώσουν όλες οι παρεμβάσεις στην πόλη ή να τα βλέπουμε όλα με καχυποψία. Το ζήτημα είναι να εξετάζει κανείς, μαζί με την επένδυση, την οικονομική, την περιβαλλοντική και την κοινωνική βιωσιμότητα. Ειδικά όμως στην τελευταία, όταν αναφέρεται, οι διάφοροι επενδυτές, οι τοπικές και οι εθνικές κυβερνήσεις, προτιμούν να κλείνουν τα αυτιά τους για να μην υπονομευτεί η επενδυτικότητα.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet