Ο βιασμός της Γεωργίας Μπίκα συνιστά μια (ακόμη) αφορμή ώστε να ανοίξει για πολλοστή φόρα δημόσια συζήτηση με θέμα την έμφυλη βία, τα στερεότυπα τα οποία συχνά αναπαράγονται στον δημόσιο λόγο με όρους ποινικού λαϊκισμού, καθώς και τις αναπαραστάσεις οι οποίες συνοδεύουν το σεξουαλικό έγκλημα.
Ο βιασμός είναι ένα έγκλημα με εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό καταγγελιών, γεγονός το οποίο οφείλεται στον φόβο της ταπείνωσης των θυμάτων σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας (από την καταγγελία μέχρι και την εκδίκαση), στην αντίληψη ότι δεν θα τα πιστέψουν καθώς και στην πεποίθηση ότι ο δράστης δεν θα τιμωρηθεί. Επιπλέον, είναι ένα έγκλημα στο οποίο το στίγμα δεν αποδίδεται στον δράστη (τουλάχιστον μέχρι την καταδίκη του), αλλά αντίθετα βαραίνει το θύμα, το οποίο συνδυαστικά με τα συναισθήματα της ντροπής και της ενοχής, έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη φυσική, συναισθηματική και ψυχολογική κατάστασή του.
Παρόλα αυτά, αντί να σταθούμε στα αρνητικά επακόλουθα ενός βιασμού, παρατηρούμε μια τάση μετάθεσης της ευθύνης από τον δράστη στο θύμα. Είναι πολύ συχνό το γεγονός στον δημόσιο λόγο να υπονοείται, ή και να αρθρώνεται ρητά, μια αφήγηση γύρω από το τί έκανε ή δεν έκανε το θύμα και προκάλεσε τον βιασμό του. Η συμπεριφορά μιας γυναίκας, η εμφάνισή της, οι περιστάσεις στις οποίες βρέθηκε γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας ώστε να «δικαιολογηθεί» το έγκλημα του βιασμού και να προκύψει η «συναίνεση», πάνω στην οποία θα στοιχειοθετηθεί μια γραμμή υπεράσπισης. Στην περίπτωση της Γεωργίας Μπίκα, δεν ήταν λίγες εκείνες οι θέσεις οι οποίες εστίασαν στο γιατί πήγε στο πάρτι, γιατί ήπιε αλκοόλ, γιατί δεν έφυγε, και τελικά, σύμφωνα και με την απολογία του ενός κατηγορουμένου στην ανακρίτρια όπως αυτή βγήκε στη δημοσιότητα, η κοπέλα συναίνεσε. Με άλλα λόγια, το θύμα θεωρείται υπεύθυνο για τη θυματοποίησή του και δεν μπορούμε ως κοινωνία να δεχτούμε ότι υπάρχει περίπτωση ένας άνθρωπος να μη φέρει καμία ευθύνη για τα όσα έχει υποφέρει.
Για να πειστούμε ότι υπέφερε χρειαζόμαστε τις τοξικολογικές εξετάσεις, γιατί θεωρείται ότι ο βιασμός είναι μια πράξη τόσο ακραία ώστε δεν είναι δυνατόν να διαπραχθεί από άνδρες ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων, ή μέσα σε πολυτελείς χώρους, αλλά φανταζόμαστε ότι συμβαίνει αποκλειστικά σε κακόφημες περιοχές από λούμπεν άτομα. Πρόκειται για τη μυθολογία περί βιασμού η οποία επίσης συμπεριλαμβάνει την πεποίθηση ότι μια καταγγέλλουσα ψεύδεται, ότι συναίνεσε, ότι το ήθελε και δεν αντιστάθηκε, ότι προκάλεσε με το ντύσιμό της, με τη χρήση αλκοόλ, ακόμη και με την παρουσία της σε συγκεκριμένο μέρος (πάρτι). Αυτή η μυθολογία του βιασμού, η οποία βασίζεται σε εσφαλμένες αντιλήψεις μεν, εξαιρετικά διαδεδομένες δε, αξιοποιείται ώστε είτε να αρνηθούν την πράξη οι δράστες, είτε να δικαιολογηθεί η σεξουαλική βία των αντρών ενάντια στις γυναίκες. Κατ’ επέκταση, η αποδοχή των προαναφερθέντων μύθων για τον βιασμό έχει επιπτώσεις τόσο στον τρόπο που μεταχειρίζεται τα θύματα η κοινότητα και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, όσο και στην αναπαραγωγή μιας κουλτούρας αποδοχής του βιασμού, γεγονότα τα οποία διαμορφώνουν μια κοινωνία ανεκτική σε τέτοια φαινόμενα.
Ως εκ τούτου, αντιλαμβανόμαστε ότι τα βήματα συγκάλυψης ενός τέτοιου εγκλήματος, ειδικά όταν εμπλέκονται επιφανείς και οικονομικά ισχυροί κατηγορούμενοι (σύμφωνα με τη συνέντευξη της 24χρονης κοπέλας ήδη από την αστυνομία προσπάθησαν να την αποτρέψουν να «μπλέξει» με τη συγκεκριμένη οικογένεια) ακολουθούν μια πορεία που ξεκινά με τη δυσπιστία απέναντι στους ισχυρισμούς του βιασμού, την πάση θυσία απαλλαγή του δράστη από τις κατηγορίες, την εστίαση στο γεγονός ότι συγκεκριμένοι τύποι γυναικών βιάζονται, και τέλος την ενοχοποίηση του ίδιου του θύματος.
Ωστόσο, δεν πρέπει να προβληματιζόμαστε για το αν οι πλούσιοι διαπράττουν πάσης φύσεως εγκλήματα, ακόμη και βιασμούς. Αυτά είναι ζητήματα τα οποία τα έχουμε ήδη λύσει. Αυτό που πρέπει να προβληματίζει είναι το γεγονός κατά πόσον η οικονομική τάξη είναι αιτία συγκάλυψης τέτοιων εγκλημάτων και όχι διάπραξης. Με το να φωτίζουμε την πλευρά που συντηρεί και καλλιεργεί την έμφυλη βία κι ενισχύει τη στάση του «victim-blaming», κάτι στο οποίο συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό τα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκρύπτουμε αυτόματα τη λειτουργία των δομών εξουσίας οι οποίες μέσα από τους έμφυλους ρόλους συντηρούν ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο οι άντρες και οι γυναίκες κρίνονται σε σχέση πάντα με το πόσο καλά ανταποκρίνονται στις κοινωνικές προσδοκίες που πηγάζουν από το φύλο τους. Κατά συνέπεια, ο βιασμός μπορεί να καταπολεμηθεί μόνον αν εστιάσουμε στη δομή της κοινωνίας που τον παράγει.