Ένα από τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την καθαρή ναζιστική βία από τη βία ως γενική έκφραση πολιτικού ή κοινωνικού αυταρχισμού, είναι ότι ο μυστικισμός της τελευταίας στρέφεται εναντίον ταυτοτικών στοιχείων, κατά βάση τυχαίων, αποκλείοντας έτσι –έστω ως επίφαση– το δικαίωμα στην εκλογή. Ο Εβραίος, ο Σλάβος, ο Ρομά ή ακόμα και το ΑμεΑ δεν «τιμωρούνται» για κάποια ατομική πράξη ή στάση που οι ίδιοι όρισαν, αλλά για αυτό που είναι και το οποίο δεν επέλεξαν. Αν η οπαδική βία τείνει συχνά να συναγωνίζεται τη ναζιστική ως προς την αγριότητα και τον τυφλό της χαρακτήρα, είναι γιατί μοιράζεται μαζί της το μίσος προς την τυχαιότητα. Παρόλες τις κάπως γραφικές περί του αντιθέτου μεγαλοστομίες, η επιλογή ομάδας είναι για τους ανθρώπους μια επιλογή τυχαία, η οποία δεν συνιστά στάση, ούτε προϋποθέτει συνείδηση και δεν εμπεριέχει άποψη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον είναι εξαιρετικά σπάνιο να συναντήσουμε περίπτωση ανθρώπου που «αλλάζει» ομάδα: δεν έχει ουσιαστικό λόγο να το κάνει, όπως δεν είχε ουσιαστικό λόγο να υποστηρίξει εξ αρχής αυτήν που διάλεξε. Υπό αυτή την έννοια, η οπαδική βία είναι ουσιωδώς φασιστική, γιατί ξεκινά από τη συλλογική ευθύνη, και μάλιστα από τη συλλογική ευθύνη μιας ταυτότητας σε μεγάλο βαθμό μη μεταβλητής. Το μίσος για αυτό που μπορεί να μεταβληθεί είναι εκ των πραγμάτων ένα μίσος με απόχρωση. Το οπαδικό μίσος συχνά δεν είναι τέτοιο: ασκείται σε αυτόν που είναι κάτι, απλά επειδή είναι.

 

Ζήτημα περιθωριοποίησης

 

Η ανατριχιαστικά άγρια δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη από οπαδούς του ΠΑΟΚ, επειδή απάντησε λάθος στην ερώτηση «τι ομάδα είσαι;», προκάλεσε εύλογα την ευαισθησία ενός αρκετά μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, αλλά, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, απελευθέρωσε και μια σειρά από απενοχοποιημένα στερεότυπα, αντιδιαλεκτικά και τελικά συντηρητικά. Από τη συνήθη σε αυτές τις περιπτώσεις επίκληση της Θάτσερ, που «καθάρισε το αγγλικό ποδόσφαιρο από τον χουλιγκανισμό», μέχρι την πλήρη δαιμονοποίηση των οπαδικών συνδέσμων (ή της ίδιας της οπαδικής ταυτότητας) και από τον ισχυρισμό ότι η οπαδική βία πηγάζει αποκλειστικά από τους μεγαλοεπιχειρηματίες των ποδοσφαιρικών εταιρειών, μέχρι την πλήρη ταύτισή της με την πολιτική ακροδεξιά και τη δράση της. Τα περισσότερα από αυτά έχουν στοιχεία αλήθειας, όλα τελικά καταλήγουν να είναι λάθος.

Θα ήταν ίσως στοιχειώδες να επαναλάβουμε ότι η πολιτική του θατσερισμού βρίσκεται στη ρίζα του προβλήματος της οπαδικής βίας και επ’ ουδενί αποτελεί πρόταση για τη λύση του. Η περιθωριοποίηση κοινωνικών στρωμάτων, απότοκο του φιλελευθερισμού, τροφοδοτεί ακριβώς την απουσία προοπτικής και τον μηδενισμό σε εκτεταμένες κοινωνικές ομάδες, των οποίων η καταστολή απλά μεταφέρει το πρόβλημα από τα γήπεδα στον δρόμο (όπως ακριβώς και στη σημερινή θατσερική Ελλάδα). Από την άλλη, η θέση ότι η συλλογικοποίηση και η οργανωμένη συνύπαρξη, που βρίσκονται στη ρίζα της ύπαρξης των συνδέσμων οπαδών, αποτελεί επί της αρχής πηγή φασιστικής βίας, είναι μια μάλλον αριστοκρατική παρά δημοκρατική ιδέα. Πρέπει τέλος να πούμε ότι οι ιδιοκτήτες των μεγάλων ομάδων μπορεί ενίοτε να χρησιμοποιούν, αλλά δεν είναι αυτοί που γεννούν την οπαδική βία, ακριβώς όπως τα φασιστικά μορφώματα τη μετέρχονται χωρίς να τη μονοπωλούν.

 

Διαταξικό και διαπολιτικό φαινόμενο;

 

Στη Θεσσαλονίκη, πράγματι, η όξυνση της οπαδικής βίας και η αναζωπύρωση της φασιστικής βίας βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε μια χρονολογική και πραγματολογική αλληλουχία. Τα αναρίθμητα «καρτέρια» (ενέδρες που στήνουν ομάδες μπράβων επιχειρηματιών και τραμπούκων σε ανυποψίαστους εχθρούς) πολλαπλασιάζονται παράλληλα με τις σκηνές της αμιγώς φασιστικής βίας: τον ξυλοδαρμό του δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη, τον βανδαλισμό των εβραϊκών μνημείων, το κάψιμο της κατάληψης Libertatia, τη γενικότερη βία και τους τραμπουκισμούς που προέκυψαν από τα εθνικιστικά αντιμακεδονικά συλλαλητήρια, τα φασιστικά επεισόδια στην Σταυρούπολη, αλλά επίσης και τις επιθέσεις σε οπαδικές ή αθλητικές εκφράσεις που δεν στοιχήθηκαν με τον εθνικισμό. Φασίστες οπαδοί του ΠΑΟΚ επιτέθηκαν στο αυτοοργανωμένο αθλητικό σωματείο «Προοδευτική Τούμπας» (το οποίο δημιούργησαν άλλοι οπαδοί του ΠΑΟΚ), αλλά και τον ιστορικό σύνδεσμο «Θύρα 4», ο οποίος εξέφραζε αντιφασιστικές θέσεις. Να όμως που ο ένας από τους δολοφόνους του Άλκη φαίνεται να σχετιζόταν με αυτήν την τελευταία. Το φαινόμενο μοιάζει αίφνης πιο περίπλοκο απ’ όσο θα βόλευε τις βιαστικές αναλύσεις.

Η ελληνική κοινωνία κυριαρχείται εδώ και αρκετά χρόνια από τη μανία ενός ιδιότυπου «μονοπωλίου στην αρετή», που τη διατρέχει κάθετα και οριζόντια, και τείνει να μετατραπεί σε ένα φαινόμενο διαταξικό και διαπολιτικό, με κοινή συνισταμένη τον θυμό. Η συντριβή του άλλου δεν είναι φαντασίωση της ακροδεξιάς περιοριστικά. Στη Θεσσαλονίκη, όπου η περιθωριοποίηση δεν βιώνεται μόνο κοινωνικά, αλλά και τοπικά, η τυφλή μηδενιστική οργή βρήκε δύο μεγάλους αγωγούς: την ακροδεξιά και τις οπαδικές ομαδοποιήσεις. Το κοινό υποσύνολο είναι μεγάλο, αλλά δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να θεωρούμε τα δύο σύνολα ως ένα και ενιαίο.

 

Ελπιδοφόρα μηνύματα, αλλά χρειάζεται κόπος

 

Η τυφλή, συναισθηματικά ανεξήγητη δολοφονία ενός νέου παιδιού, γέννησε περισσότερο απ’ όλα αμηχανία στην πόλη, αλλά και στους συνδέσμους των οργανωμένων οπαδών –στους τελευταίους αφού καταλάγιασε ο αρχικός πανικός. Μπορεί αυτή η αμηχανία να μετατραπεί σε λίπασμα για να σταματήσουν οι σύνδεσμοι να αποτελούν κυψέλες βίας; Η απάντηση είναι δύσκολη. Ανακοινώσεις, όπως αυτές των φίλων του Άρη, που ζητούσε να μην υπάρξουν αντίποινα, και εκείνων του ΠΑΟΚ, που αναγνώριζαν την ευθύνη τους στη δολοφονία, είναι ελπιδοφόρες. Όμως η τυφλή βία στους δρόμους είναι αυτονομημένη από τους συνδέσμους και επιπλέον η όποια αυτοκριτική θα έχει μεγαλύτερο νόημα όταν φτάσει ως το συνολικό κλίμα επιβολής που ενδημεί στον λόγο των γηπέδων, των οπαδών και, βεβαίως, των ιδιοκτητών των ομάδων που τρέφονται από αυτόν. Ουτοπικό; Ίσως. Ωστόσο, είναι μέσα από τη ριζοσπαστική μεταβολή της έκφρασης στα πιο λαϊκά φαινόμενα που περνάει η σοσιαλιστική δυνατότητα. Όχι, ο σοσιαλισμός δεν θα έρθει από το ποδόσφαιρο. Αλλά, επίσης, δεν μπορεί να έρθει, αν δεν αντιπαλέψουμε την ιδέα ότι οι κοινωνικές ομάδες στις πιο λαϊκές τους εκφράσεις θα συμπεριφέρονται κατ’ ανάγκη φασιστικά.

Γιάννης Ανδρουλιδάκης Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet