Αίσιο τέλος είχε τελικά η εξαφάνιση της 42χρονης γυναίκας από το Δρομοκαΐτειο προ ολίγων ημερών, καθώς εντοπίστηκε σώα στο Σύνταγμα. Το ανατριχιαστικό στοιχείο του περιστατικού, όμως, είναι ότι στις πληροφορίες του Silver Alert για την περιγραφή της, αναφερόταν ότι στο πόδι της έφερε «καφέ ιμάντα με λουκέτο», εγείροντας και πάλι το ερώτημα κατά πόσο έχει προχωρήσει η ψυχιατρική μεταρρύθμιση στη χώρα και τι πρακτικές χρησιμοποιούνται ακόμα.
«Η αντιμετώπιση διεγερτικών καταστάσεων με περιοριστικά μέτρα και μέτρα καθήλωσης είναι ένα διαχρονικό ζήτημα στον χώρο, που εξαρτάται από την αντίληψη που επικρατεί στους θεραπευτές. Η χρήση τους περνάει εξάρσεις και υφέσεις και επηρεάζεται πολλές φορές από την έλλειψη προσωπικού στις δομές, αν και ενίοτε αυτό χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα για την εφαρμογή τέτοιων μέτρων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και καταστάσεις που τα περιοριστικά μέτρα είναι πράγματι αναγκαία. Το σημαντικό είναι να θυμόμαστε πως κάθε άνθρωπος είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, που χρειάζεται ένα προσωποποιημένο πλάνο υποστήριξης και όχι να ακολουθούνται γενικευμένες συνταγές, που είναι ισοπεδωτικές για την προσωπικότητα και τα δικαιώματά του», σχολιάζει στην «Εποχή» ο Βασίλης Φωτόπουλος, ψυχίατρος και πρώην διευθυντής του Δρομοκαΐτειου.
Πάγωμα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης
Αντίστοιχες εξάρσεις και υφέσεις θα μπορούσε να πει κάποιος πως παρουσιάζει και η πρόοδος της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στη χώρα την τελευταία δεκαετία. Το 2013, βάσει του συμφώνου μεταξύ του ευρωπαίου επιτρόπου Αντόρ και του υπουργού Υγείας Λυκουρέντζου, ξεκίνησε το κλείσιμο των ψυχιατρείων, με στόχο να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στην κοινότητα, να υπάρξουν περισσότερες μονάδες ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και να σταματήσουν να υπάρχουν σιγά σιγά όλα τα ψυχιατρεία. «Τελικά έκλεισαν αρκετά τμήματα και κάποια περιφερειακά ψυχιατρεία και άνθρωποι με χρόνια ψυχικά προβλήματα μετεγκαταστάθηκαν σε μονάδες ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και σε ξενώνες/διαμερίσματα, αλλά ένας μεγάλος όγκος περιστατικών παρέμεινε στα τρία μεγάλα ψυχιατρεία της χώρας: το Δρομοκαΐτειο, το Δαφνί και της Θεσσαλονίκης. Γενικά είχε προκληθεί μεγάλη αναστάτωση τότε», περιγράφει ο ψυχίατρος.
Έτσι το 2015 ξεκίνησε μια καινούργια διαπραγμάτευση με την ΕΕ για το ζήτημα, καθώς δεν φαινόταν να μπορεί να υλοποιηθεί το σύμφωνο Λυκουρέντζου–Αντόρ, καταλήγοντας στον νόμο για την αναδιάρθρωση του τομέα της ψυχικής υγείας, με τον μετασχηματισμό των μεγάλων ψυχιατρείων σε πολυδύναμα κέντρα αντιμετώπισης ψυχικών διαταραχών, αντί του γενικού κλεισίματός τους. «Το πρόγραμμα αυτό ενώ μπήκε σε πορεία εφαρμογής και είχε προχωρήσει σε ένα βαθμό, με τον ερχομό της πανδημίας, αλλά και με την αλλαγή της κυβέρνησης, ουσιαστικά έχει παγώσει, καθώς η νέα ηγεσία έδωσε βάρος στην υλοποίηση των στόχων μέσω ΑΜΚΕ αντί κρατικών φορέων», εξηγεί ο ίδιος.
Η στόχευση της ΝΔ, άλλωστε, για τον τομέα της ψυχικής υγείας δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από αυτή που έχει εν γένει για τη δημόσια υγεία: συρρίκνωσή της και χάρισμα στους ιδιώτες –ακόμα και αν αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την οπισθοδρόμηση, αντί την αποϊδρυματοποίηση. Τον περασμένο μήνα, για παράδειγμα, έγινε απόπειρα συρρίκνωσης τριών μονάδων στο Δαφνί, με συγχώνευση δύο ξενώνων και κλείσιμο ενός οικοτροφείου, όπου οι ωφελούμενοι θα έπρεπε να ξαναγυρίσουν μέσα στο ψυχιατρείο. Ευτυχώς τα σχέδια αυτά, προς το παρόν τουλάχιστον, ακυρώθηκαν, χάρη στην έντονη αντίδραση των εργαζομένων, των ασθενών και των συγγενών τους. Σημειώνεται, επίσης, ότι από το 2020 το υπουργείο Υγείας έκανε δυνατή την ακούσια νοσηλεία και σε ιδιωτικές κλινικές, ενώ πέρυσι έδωσε τη δυνατότητα οι δύο ψυχίατροι που πρέπει να εξετάζουν τον ασθενή για την ακούσια νοσηλεία, να μπορούν να είναι ιδιώτες, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την αξιοπιστία της εξέτασης.
Έλλειψη προσωπικού–δομών, αύξηση ακούσιων νοσηλειών
Οι αλλαγές αυτές έρχονται να προστεθούν δε σε ένα ήδη αρνητικό περιβάλλον όσον αφορά τις ακούσιες νοσηλείες στη χώρα, καθώς αντιστοιχούν στο 60% περίπου των νοσηλειών –ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πανευρωπαϊκά. Το αυξημένο αυτό ποσοστό οφείλεται, σύμφωνα με τον Βασίλη Φωτόπουλο, σε αρκετούς λόγους: από την αντίληψη των συγγενών, που λόγω και της έλλειψης ενημέρωσης συχνά προτιμούν τη νοσηλεία του ασθενούς, μέχρι την περιορισμένη πρόσβαση σε δομές ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, αλλά και την έλλειψη κλινών, που αναγκάζει πολλές φορές τους ανθρώπους να καταφεύγουν στη διαδικασία της ακούσιας νοσηλείας (παρότι θα ήταν εκούσια), προκειμένου να εξασφαλίσουν κρεβάτι, αφού προηγούνται οι υποχρεωτικές νοσηλείες και οι κλίνες δεν φτάνουν για όλους.
Οι ελλείψεις σε δομές και, πολύ περισσότερο, σε προσωπικό είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα του τομέα της ψυχικής υγείας. Αυτή τη στιγμή αν κάποιος επιθυμεί να επισκεφτεί επαγγελματία ψυχικής υγείας, μπορεί να εξυπηρετηθεί δημόσια και δωρεάν από τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας (που δεν είναι αρκετά σε αριθμό), τα ψυχιατρικά τμήματα των γενικών νοσοκομείων που έχουν εξωτερικά ιατρεία, τα ψυχιατρεία, ενώ σε κάποια κέντρα υγείας του ΕΟΠΥΥ υπάρχουν και ειδικότητες ψυχιάτρων (όχι ψυχολόγων και όχι σε όλα).
Οι ανάγκες, όμως, είναι πολλές, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με την οικονομική και υγειονομική κρίση, και σε συνδυασμό με τις συνταξιοδοτήσεις, για τις οποίες δεν έγιναν προσλήψεις αντικατάστασης, το αποτέλεσμα είναι να καθυστερούν πολύ τα ραντεβού στα Κέντρα και οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας να υπόκεινται σε burn out (εργασιακή εξουθένωση). Οι περιπτώσεις δε που χρειάζονται θεραπεία από ψυχολόγο, μπορούν ουσιαστικά να απευθυνθούν μόνο στα Κέντρα Ψυχικής Υγείας. Ακόμα και εκεί, όμως, είναι πιθανό λόγω αυτής της έλλειψης προσωπικού, να προσφέρεται μόνο ένας περιορισμένος αριθμός συνεδριών ψυχοθεραπείας, όταν αυτές οι διαδικασίες χρειάζεται να είναι μακροχρόνιες. Η πλειονότητα, λοιπόν, όσων έχουν ανάγκη ψυχοθεραπευτικής υποστήριξης ή απευθύνονται σε ιδιώτες, όπου η μέση τιμή μιας συνεδρίας κυμαίνεται γύρω στα 40–50 ευρώ, ή λόγω του απαγορευτικού κόστους για τους περισσότερους, μένουν χωρίς πρόσβαση. Γεγονός που συμβάλλει, βέβαια, και στη δημιουργία νέων τύπων ανισότητας ανάμεσα στα διαφορετικά οικονομικά στρώματα.
«Επικρατεί πολλές φορές μια λανθασμένη αντίληψη στο ζήτημα, με αρκετές λειτουργίες να γίνονται διακπεραιωτικά και βάσει του τι είναι πιο οικονομικό απλά. Γι’ αυτό, ιδίως από την οικονομική κρίση και έπειτα, έχουμε λιγότερο προσωπικό και λιγότερο εξειδικευμένο μάλιστα προσωπικό, ενώ δυστυχώς η πανδημία χρησιμοποιείται ως ευκαιρία να περικοπούν ακόμα περισσότερο διάφορες λειτουργίες. Το αποτέλεσμα, βέβαια, όλων αυτών είναι και η περιορισμένη πρόσβαση και να μην μπορεί να υλοποιηθεί επιτυχώς το έργο της αποκατάστασης των ψυχιατρικών ασθενών: κοινωνικοποίηση, επανάκτηση δεξιοτήτων, επαγγελματική επανένταξη κτλ», τονίζει ο Βασίλης Φωτόπουλος.
Δράσεις πριν να είναι αργά
Και αν ακόμα ο τομέας της ψυχικής υγείας αντιμετωπίζεται σαν ταμπού, τα επόμενα χρόνια θα κληθούμε ακόμα πιο έντονα και ως κοινωνία να άρουμε το στίγμα και η πολιτεία να βελτιώσει σημαντικά τις προσφερόμενες δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες (προγράμματα ενημέρωσης στα σχολεία, αύξηση των τοπικών δομών και του προσωπικού κτλ).
«Τα χρόνια της πανδημίας πολλές έρευνες δείχνουν αύξηση των “κοινών” ψυχικών διαταραχών, όπως είναι οι αγχώδεις διαταραχές, οι απλές καταθλίψεις κτλ, αλλά και πιο βαριών ψυχώσεων (διπολικές διαταραχές), λόγω της μεγάλης πίεσης που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι στις σύγχρονες κοινωνίες και της ελλιπούς υγειονομικής περίθαλψης. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ψυχική υγεία και οι ψυχικές εκδηλώσεις συμβαδίζουν με τη φτώχεια και την ανεργία. Όταν επιδεινώνεται το βιοτικό επίπεδο, ανάλογα επιδεινώνεται και η ψυχική υγεία. Το μέλλον, λοιπόν, μπορεί να μας επιφυλάξει πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις, καθώς ακόμα δεν έχουμε δει να εκδηλώνονται πλήρως ούτε οι συνέπειες της πανδημίας στον ψυχισμό μας, ούτε των οικονομικών προβλημάτων που έχει προκαλέσει αυτή», κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ο Βασίλης Φωτόπουλος.