Ο πολιτικός επιστήμονας και υπεύθυνος πολιτικής έρευνας της Prorata, Άγγελος Σεριάτος μιλά στην «Εποχή» για το αποτύπωμα της πρότασης δυσπιστίας στο πολιτικό σκηνικό και για τους συσχετισμούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Όπως ο ίδιος εκτιμά έχει πληγεί η εικόνα της ΝΔ, αλλά «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει να αποκόμισε οφέλη. Αντίθετα, το ΚΙΝΑΛ παρ’ ότι δεν ενεπλάκη ιδιαίτερα ενεργά στη διαδικασία εντός της βουλής, φαίνεται ότι επωφελήθηκε ως ένα σημείο.»
(2).jpg)
Η τριήμερη συζήτηση στη βουλή κατόπιν πρότασης δυσπιστίας, που ήρθε μετά την αποτυχία διαχείρισης της κακοκαιρίας τι αποτύπωμα αφήνει στο πολιτικό τοπίο;
H σχετική συζήτηση στη βουλή, αλλά και η προφανής αποτυχία της κυβέρνησης να διαχειριστεί επαρκώς την κακοκαιρία έπληξαν την εικόνα της τελευταίας. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει να αποκόμισε οφέλη. Αντίθετα, το ΚΙΝΑΛ παρ’ ότι δεν ενεπλάκη ιδιαίτερα ενεργά στη διαδικασία εντός της βουλής, φαίνεται ότι επωφελήθηκε ως ένα σημείο.
Το ΚΙΝΑΛ έχει ακόμα να εισπράττει τον αέρα ανανέωσης από τις εσωκομματικές εκλογές του;
Δεν θα το έλεγα. Πλέον φαίνεται πως οι όποιες μεταβολές σχετίζονται με την επιρροή του ΚΙΝΑΛ οφείλονται σε δικές του πρωτοβουλίες (ή έλλειψη αυτών) και γενικότερα στα αποτελέσματα του ανταγωνισμού μεταξύ των κομμάτων.
Η ΝΔ πώς γίνεται να καταγράφει οριακές απώλειες ύστερα από την εικόνα παντελούς αδυναμίας διαχείρισης μιας κακοκαιρίας που είχε προβλεφθεί από τους μετεωρολόγους;
Σύμφωνα με την τελευταία μας έρευνα, περίπου 1 στους 3 αποδίδει την ευθύνη για τα προβλήματα που δημιούργησε η κακοκαιρία στους χειρισμούς της κυβέρνησης και άλλοι τόσοι περίπου στην εταιρεία διαχείρισης της Αττικής Οδού. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ευθύνη για το σύνολο των προβλημάτων διαχύθηκε σε πολλούς δρώντες, επειδή ακριβώς η δημόσια ατζέντα κυριαρχήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από το τι έγινε στην Αττική οδό και όχι στο κλείσιμο κεντρικών δρόμων για παράδειγμα της πρωτεύουσας ή των προβλημάτων στην ηλεκτροδότηση. Αποδείχθηκε για άλλη μία φορά πόσο καλά μπορεί η ΝΔ να διαχειριστεί επικοινωνιακά και τις πιο δυσάρεστες καταστάσεις, διαμοιράζοντας τις ευθύνες.
Η διάχυση των ευθυνών είναι μια στρατηγική που έχει εφαρμόσει σε όποιο σκόπελο βρέθηκε μπροστά της: η ακρίβεια και η πανδημία ως διεθνές φαινόμενο, η κακοκαιρία ως αποτέλεσμα της κλιματικής κρίση κ.ο.κ. Πώς μπορεί ακόμα να αποδίδει;
Για να πιεστεί μία κυβέρνηση πολιτικά στη βάση ενός προβλήματος χρειάζεται η κοινή γνώμη να της αποδώσει και την κύρια ευθύνη για τη δημιουργία και την αντιμετώπιση του. Η κυβέρνηση έχει καταφέρει, πράγματι, σε τέσσερα πολύ κρίσιμα ζητήματα, από τα οποία θα μπορούσε να έχει σημαντική φθορά να μην της αποδοθεί το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης. Με αυτό τον τρόπο πετυχαίνει να ενσωματώνει τους κραδασμούς. Πρόκειται για ασύμμετρες απειλές και προβλήματα για τα οποία η ευθύνη δεν βαραίνει ιδιαίτερα την κυβέρνηση. Και ως ένα βαθμό πείθει και γι’ αυτό γίνεται και σχετικά ηγεμονικό ως αφήγημα.
Ταυτόχρονα, η ΝΔ όποτε πιέζεται βγάζει από τη φαρέτρα της ένα κοινωνικό μέτρο, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού ή η μείωση του ΕΝΦΙΑ. Άλλο ένα «παλιό κόλπο» της πολιτικής, όταν ένα κόμμα εμφανίζει φθορά;
Οποιοδήποτε μέτρο με κοινωνικό αποτύπωμα πάντοτε συνοδεύεται και από μια πάλη μεταξύ αφηγημάτων ως προς το τι τελικά εξυπηρετεί. Πολιτικές - εκλογικές σκοπιμότητες ή εφαρμογή αναγκαίων πολιτικών; Πολιτικές που θα εφαρμόζαμε στη βάση των προγραμματικών μας δεσμεύσεων και αρχών ή «παροχολογία»; Ανεξάρτητα από το σκεπτικό των εξαγγελιών, νομίζω πως κυβέρνηση πιέζεται γιατί η εικόνα της ως προς την ικανότητα της να διαχειρίζεται κρίσεις έχει δεχθεί καίριο πλήγμα, ενώ την ίδια στιγμή νοικοκυριά και επιχειρήσεις πιέζονται ιδιαίτερα έντονα σε οικονομικό επίπεδο. Και αυτή η πίεση σίγουρα διαδραματίζει κάποιο ρόλο ως προς το ότι η κυβέρνηση βγάζει από τη φαρέτρα της τη δεδομένη στιγμή ορισμένα από τα διαθέσιμα όπλα που έχει.
Σε αυτά συγκαταλέγονται και τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα, φαντάζομαι.
Παραδοσιακά, τα κόμματα από το κέντρο και αριστερά έχουν ως ευνοϊκό πεδίο αντιπαράθεσης τα θέματα κράτους πρόνοιας, αλληλεγγύης, υγείας, εκπαίδευσης, κ.λπ., ενώ τα κεντροδεξιά και δεξιά κόμματα τα θέματα ασφάλειας, το μεταναστευτικό - προσφυγικό και φυσικά τα εθνικά ζητήματα. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο πως κάθε φορά που η κυβέρνηση πιέζεται -και αυτό τεκμηριώνει ότι η ΝΔ έχει σαφή και επεξεργασμένη στρατηγική διαχείρισης πολιτικών κρίσεων- επιχειρεί με όλα τα διαθέσιμα μέσα που έχει να επαναφέρει στη δημόσια ατζέντα ευνοϊκά προς αυτή θέματα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί δεν καταφέρνει να ορίσει ατζέντα;
Παρά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία περίοδο κάνει μια πραγματικά μεγάλη προσπάθεια, νομίζω πως ακόμα χαρακτηρίζεται από σχετικό έλλειμμα ως προς την παραγωγή και -κυρίως- τη συγκροτημένη αναπαραγωγή των πολιτικών αιχμών του στην κοινωνία με στόχο την ηγεμονία των προτάσεων του. Φυσικά αυτή είναι η μισή αλήθεια. Γιατί η άλλη μισή κρύβεται στο γεγονός πως το μιντιακό τοπίο στην Ελλάδα είναι μάλλον εχθρικό απέναντι σε οποιαδήποτε δύναμη επιχειρεί να μεταβάλλει το status quo.
Το ΚΙΝΑΛ, ωστόσο, που καταγράφει αύξηση της επιρροής του, εδώ και δύο μήνες αποφεύγει να πάρει οποιαδήποτε θέση, πόσο μάλλον να προκαλέσει πολιτικά γεγονότα. Δεν είναι αντίφαση αυτό;
Για τον Ν. Ανδρουλάκη αποδείχθηκε πολύ χρήσιμο να στρογγυλεύει τις θέσεις του στις εσωκομματικές εκλογές. Από εδώ και πέρα, στην πολιτική αρένα του έστω υπό σταθεροποίηση δικομματισμού, προφανώς αυτή η στρατηγική είναι κοντόθωρη. Χρειάζεται γεγονότα και προγραμματικές αιχμές. Αν σύντομα δεν διαμορφώσει πειστικές προγραμματικές θέσεις, αργά ή γρήγορα εκτιμώ πως όλο αυτό είτε θα μείνει στάσιμο, είτε θα ξεφουσκώσει.
Στη συζήτηση στη βουλή, η ΝΔ ήταν ιδιαίτερα επιθετική απέναντι στο ΚΙΝΑΛ. Γιατί αυτό;
Εδώ και αρκετό καιρό θα έλεγα πως η ΝΔ στέκεται αρκετά εχθρικά απέναντι στη νέα ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Αυτό κατά τη γνώμη μου συμβαίνει γιατί στο επιτελείο της ΝΔ γνωρίζουν ότι είναι πολύ πιο πιθανό το επόμενο διάστημα η εκλογική επιρροή του ΚΙΝΑΛ να αυξηθεί με εισροές από τη ΝΔ. Και αυτό διότι, πέρα από τα εμπειρικά δεδομένα που το επιβεβαιώνουν, είναι πολύ πιο εύκολο ένας ψηφοφόρος, ο οποίος ψήφισε κριτικά τη ΝΔ το 2019, στη βάση των αντιΣΥΡΙΖΑ συναισθημάτων να επιστρέψει στο ανανεωμένο ΚΙΝΑΛ, παρά ένας ψηφοφόρος ο οποίος προερχόταν από το ΠΑΣΟΚ και έχει ήδη ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ τρεις και τέσσερις φορές. Εκεί έχει διαμορφωθεί μια έξη που σπάει δύσκολα. Υπό αυτή την έννοια, μια πιθανή στρατηγική εισροών από τον ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα χρειάζεται χρόνο και υπομονή από την πλευρά του ΚΙΝΑΛ.
Πώς μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να διασφαλίσει ότι δεν θα έχει διαρροές προς το ΚΙΝΑΛ;
Νομίζω πως θα πρέπει να μην ετεροκαθορίζεται από τις προγραμματικές θέσεις της ΝΔ, αλλά αντίθετα να επεξεργάζεται μεθοδικά θέσεις με σαφείς αιχμές στη βάση των κοινωνικών αναγκών. Και φυσικά να πείσει τα μέλη και τους φίλους του ότι αυτές πρέπει να γίνουν κτήμα της πλειοψηφίας όχι επειδή το λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επειδή το επιτάσσουν οι ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας. Για παράδειγμα, σε επίπεδο κατώτατου μισθού δεν αρκεί να προτάσσεις τα 800 ευρώ ως αναγκαιότητα του σήμερα. Ένα κόμμα της Αριστεράς πρέπει να δεσμευτεί μέσα στην τετραετία εφόσον αναλάβει την εξουσία για ακόμα πιο γενναία αύξηση στη βάση του πραγματικού κόστους της καθημερινότητας. Να μπει κάπως και το οραματικό στοιχείο. Η σκέψη ότι η ζωή της πλειοψηφίας πράγματι μπορεί να αλλάξει με κυβερνητική εναλλαγή. Έχουμε σχετικά παραδείγματα στον ευρωπαϊκό χώρο που λειτούργησαν.
Η κυβερνητική φθορά που καταγράφεται δείχνει να υπάρχει παράθυρο προσφυγής στην κάλπη, ακόμα και την άνοιξη, αντί να εξαντληθεί η τετραετία;
Η πιο κρίσιμη περίοδος είναι αυτή που ανοίγεται μπροστά μας. Τέλος της άνοιξης, αρχές καλοκαιριού θα εμφανιστεί το πρώτο παράθυρο ευκαιρίας για πρόωρες εκλογές. Θα είναι μια περίοδος κατά την οποία η πανδημία και η ενεργειακή κρίση θα είναι όπως προβλέπεται σε κάμψη και η κυβέρνηση δεν θα έχει έρθει αντιμέτωπη με πιθανές νέες πυρκαγιές. Αν εκείνη τη περίοδο η κυβέρνηση διατηρεί μικρό αλλά σαφές πλεονέκτημα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμώ ότι θα πάει σε πρόωρες εκλογές ώστε να διασφαλίσει την πρωτιά. Αν, ωστόσο, η αναλογία ισχύος παραμείνει ως έχει ή αυξηθεί, τότε η κυβέρνηση δεν θα έχει λόγο να προσφύγει στις κάλπες. Θα εξαντλήσει την τετραετία.
Από τη φθορά της ΝΔ, γιατί δεν κερδίζει τίποτα ο ΣΥΡΙΖΑ;
Αυτή τη στιγμή δεν έχουμε έναν δικομματισμό, όπως τον γνωρίσαμε από το 1981 και έπειτα. Η προσλαμβανόμενη απόσταση μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘90 και του 2000. Επομένως, οι μετακινήσεις μεταξύ των δύο κομμάτων δεν είναι τόσο εύκολες. Προς το παρόν, η πλειονότητα όσων απογοητεύονται από τη ΝΔ μετακινείται στην γκρίζα ζώνη, διατηρώντας μια στάση αναμονής. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να διαμορφώσει στοχευμένη στρατηγική για αυτή τη μερίδα ψηφοφόρων.
Το γεγονός ότι το 41% ζητά πρόωρες εκλογές είναι ένα στοιχείο που μας δίνει κάποιες πληροφορίες για τη φθορά της ΝΔ;
Για την πλειονότητα των ψηφοφόρων (κυρίως για ψηφοφόρους της ΝΔ, του ΚΙΝΑΛ και ενός σώματος μετριοπαθών ψηφοφόρων) το γεγονός ότι έχουμε πλέον μπει στο δεύτερο μισό του εκλογικού κύκλου αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα διακοπής της κυβερνητικής θητείας. Την ίδια στιγμή πληροφορούμαστε πως τέσσερις στους δέκα δεν δείχνουν πλέον καμία ανοχή και θεωρούν ότι αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει σήμερα.
Έχουμε την αίσθηση ότι η κοινωνική παρουσία της ακροδεξιάς αυξάνεται. Καταγράφονται περισσότερες επιθέσεις, βλέπουμε να γίνονται ζυμώσεις σε σχολεία και γειτονιές. Παράλληλα, γίνονται και πολιτικές ζυμώσεις στο χώρο αυτό. Η αίσθηση αυτή αποτυπώνεται και δημοσκοπικά;
Η ίδια αίσθηση προκύπτει και από τα δημοσκοπικά στοιχεία. Το ύψος της εκλογικής επιρροής της ακροδεξιάς, δηλαδή της ΕΛΛΥ και του κόμματος Κασιδιάρη εκτιμώ ότι σε πραγματικό εκλογικό χρόνο θα προσέγγιζε το 7%-8%. Το πιο ανησυχητικό στοιχείο δε, είναι πως δεν σημειώνονται σημαντικές μετακινήσεις από έναν ακροδεξιό σχηματισμό σε κάποιον άλλο αλλά εμφανίζονται ψηφοφόροι που απείχαν από την προηγούμενες εκλογές.
Ποια είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα αυτή την περίοδο και τι μπορεί να προκαλέσουν;
Τα θετικά συναισθήματα, όπως η ελπίδα και η αισιοδοξία έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Μεταξύ των αρνητικών συναισθημάτων που κυριαρχούν φαίνεται να περιορίζονται τα συναισθήματα παραίτησης, τα οποία δεν ευνοούν την πολιτική συμμετοχή, όπως είναι ο φόβος, και να αυξάνονται συναισθήματα που μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνική κινητοποίηση, όπως είναι ο θυμός και η οργή. Θα έλεγα ότι βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο περάσματος από την παραίτηση προς την ενεργοποίηση. Το περιεχόμενο, ωστόσο, της ενεργοποίησης πάντοτε παραμένει πεδίο διαπάλης.