Είναι προφανές πως δεν βρισκόμαστε απλώς μπροστά σε μια προβληματική κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί ένα κόμμα όπου οι εσωτερικές του ισορροπίες φέρνουν στην επιφάνεια ταυτόχρονα έναν ακραίο νεοφιλελευθερισμό με μια υπέρμετρη χρήση του κράτους στους τομείς της καταστολής, της χειραγώγησης και του μεταναστευτικού, με μια παράλληλη έξαλλη εθνικιστική, ρατσιστική και μισαλλόδοξη ρητορική. Πέρα από τον ακραίο της πυρήνα, η κυβέρνηση κάνει χρήση και της συγκυρίας με όρους ευκαιρίας. Μιας ευκαιρίας που παγιώνεται και πέρα από το χρονικό της όριο. Οι περιορισμοί, η ρυθμιστική διάσταση του κράτους σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης δραστηριότητας και η διαχείριση της έκτακτης ανάγκης ως πρόφασης για μια σειρά από αλλαγές στην εργασία, την παιδεία κτλ δεν περιγράφουν μια πολιτική που εφαρμόστηκε στο συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο της πανδημίας αλλά μια πολιτική που προκύπτει από αυτό και συνεχίζει με τη ίδια ένταση μέχρι και σήμερα. Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων και η συνεργασία του συστήματος αυτού με την εκκλησία, τη δικαιοσύνη και (όπως διαρκώς αποκαλύπτεται) με στοιχεία στο όριο του παρακράτους περιγράφει μια εξουσία που γιγαντώνεται πολύ πέρα από τα κοινοβουλευτικά της όρια. Καταλύτης στη δημιουργία αυτού του καθεστώτος είναι φυσικά και η συμφωνημένη μονοφωνία των ΜΜΕ, η οποία αποκρύπτει, εστιάζει και κατασκευάζει πληροφορίες με όρους προπαγανδιστικής κυβερνητικής μηχανής. Αν, τέλος, στο μωσαϊκό αυτό της ισχύος συμπεριλάβουμε και τις υπερεξουσίες που έχει συγκεντρώσει ο πρωθυπουργός στο πρόσωπό του (ΕΡΤ, ΕΥΠ, ΑΠΕ κτλ), εύκολα αντιλαμβανόμαστε πως βρισκόμαστε μπροστά σε ένα δομημένο πλέγμα εξουσιών που καλύπτει οποιαδήποτε πολιτική έκφανση αρκετά πέρα από τα όρια του κοινοβουλευτισμού. Και όπως σε κάθε τέτοια μορφή εξουσίας, η βασική αρχή η οποία το διέπει είναι η αυτοσυντήρηση.
Όπως, μοιάζει η εικόνα που διαμορφώνεται, οι εκλογές είναι μικρότερες από το καθεστώς. Και ουσιαστικά θα χρησιμοποιηθούν όχι ως ένα αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε από μια σειρά από χειραγωγήσεις στα όρια μιας μεταμοντέρνας μεταδημοκρατίας, αλλά ως μια νίκη που θα επικυρώνει τον προσχηματικό τους χαρακτήρα και ουσιαστικά την υπέρβασή τους. Στο πλαίσιο αυτό, αντιλαμβανόμαστε πως είναι καθήκον του ευρύτερου δημοκρατικού κόσμου η ανατροπή του καθεστώτος αυτού. Το ζήτημα, όμως, είναι με ποιους όρους και κατ επέκταση ποιες συμμαχίες.
Ένα μοντέλο μιας γενικόλογης «προοδευτικής συμμαχίας» όχι μόνο είναι καταδικασμένο σε εκλογική αποτυχία, αφού δεν αναπτύσσει καμία δυναμική, αλλά ταυτόχρονα δεν θέτει καν τους όρους για μια πραγματική πρόταση για τη επόμενη μέρα. Και αυτό γιατί το «προοδευτική» δεν σημαίνει τίποτα απολύτως πέρα από μια αυριανή πρόταση συγκυβέρνησης με έναν πολλαπλά προβληματικό χώρο όπως αυτόν του ΠΑΣΟΚ. Το «προοδευτικός» είναι ένας όρος-ομπρέλα, χωρίς ταξική αναφορά και ακόμη περισσότερο χωρίς ριζοσπαστική προοπτική. Μια επανεφεύρεση των «μη- προνομιούχων» με όρους ενός ασαφούς εστέτ και από τα πάνω αυτοπροσδιορισμού του πολιτικού υποκειμένου με βάση τις προθέσεις του. Στην πραγματικότητα αποτελεί την ξέπνοη περιγραφή της δημιουργίας ενός άλλου παραδείγματος διαχείρισης. Ενός παραδείγματος καταδικασμένου να αποτύχει ακριβώς γιατί μες την ασάφειά του δεν θα μπορεί να συγκριθεί (πόσο μάλλον να συγκρουστεί σε επίπεδο ουσίας) με ένα πολλαπλά δομημένο καθεστώς το οποίο διαθέτει υπεροπλία μηχανισμών, συμμαχιών και επικοινωνίας.
Το 2015 ήταν μια ρευστή αιφνίδια εποχή που δεν επαναλαμβάνεται. Μια εποχή οπότε ο κόσμος ήταν ριζοσπαστικοποιημένος στις προθέσεις του από το ίδιο το σοκ των ξαφνικών απωλειών του σε όλα τα επίπεδα. Και κυρίως σε αυτό της σκοτεινής προοπτικής. Σήμερα, ο κόσμος είναι μουδιασμένος. Σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να αντιληφθεί τον εαυτό του με μαζικούς, διεκδικητικούς όρους και να μην μπορεί να δει καμία προοπτική. Αν η ριζοσπαστικοποίηση δεν τεθεί ως πολιτική απάντηση (ακόμη και απλώς ως προοπτική για αρχή) δεν υπάρχει πιθανότητα ανατροπής του πολιτικού σκηνικού.
Και ριζοσπαστικοποίηση σημαίνει καταρχήν συνάντηση με τον κόσμο τόσο σε επίπεδο βάσης όσο και σε επίπεδο ξεκάθαρα διατυπωμένων θέσεων, κινήσεις και καμπάνιες συγκεκριμένων αιτημάτων (δημόσια δωρεάν υγεία, αναδιανομή εισοδήματος κα) και κυβερνητική προοπτική με όρους πραγματικής αλλαγής των δεδομένων με όρους ταξικούς και κοινωνικούς.