Το επικείμενο συνέδριο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ένα σημαντικό γεγονός της ελληνικής πολιτικής σκηνής, και συνεπώς οι απόψεις όσων ενδιαφέρονται να πάρουν μέρος στον προσυνεδριακό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι ευπρόσδεκτες στην «Εποχή». Όμως, στο δισέλιδο των Ιδεών έχουμε αποφασίσει να φιλοξενούμε κείμενα που, ενώ μπορούν να έχουν γραφτεί με την ευκαιρία αυτού του γεγονότος, έχουν μια ευρύτερη πολιτική σημασία γενικά για τον χώρο της Αριστεράς. Το άρθρο της καθηγήτριας Δέσποινας Παπαδοπούλου, προέδρου του τμήματος κοινωνικής πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, εμπίπτει σ’ αυτήν την κατηγορία. Η συγγραφέας εκθέτει με έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο, κατανοητό και βαθιά πολιτικό τρόπο τη δική της (αρνητική) θέση για την εκλογή του επικεφαλής και του ανώτατου συλλογικού οργάνου ενός αριστερού κόμματος από το σύνολο των μελών του, μια πρόταση που έχει υποβάλλει στο Πολιτικό Συμβούλιο του κόμματός του ο Αλέξης Τσίπρας. Πρόκειται για ένα πλούσιο σε επιχειρήματα και διαυγές κείμενο, με ιστορικές και σύγχρονες αναφορές, που συμβάλλει στον προβληματισμό για την αναγκαία εσωκομματική δημοκρατία στα αριστερά κόμματα.
Χ.Γο.
Πόσο δημοκρατική είναι η εκλογή από τη βάση;
Το παρόν άρθρο πραγματεύεται το κρίσιμο στην ψηφιακή εποχή ζήτημα της αντιπροσωπευτικής και δίκαιης συμμετοχής των μελών ενός αριστερού δημοκρατικού κόμματος στις διαδικασίες άμεσης εκλογής ηγετικών πολιτικών προσωπικοτήτων από τη βάση, της προσφοράς στην κοινωνία και του εμπλουτισμού της πολιτικής συζήτησης γύρω από τα ζητήματα της άμεσης δημοκρατίας.
Ο 20ος αιώνας ανέδειξε τους νικητές της βιομηχανικής επανάστασης έναντι του παλιού κόσμου και της φεουδαρχίας, επέτρεψε τη δημιουργία των σύγχρονων πόλεων που συγκροτήθηκαν με τη συνύπαρξη ετερόκλητων πληθυσμών, ενδυνάμωσε τα έθνη κράτη με συγκεκριμένα σύνορα και δικαίωσε την αστική τάξη και την κυριαρχία της. Πολιτικά εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία, το σύγχρονο κράτος και τους θεσμούς του, εφάρμοσε με απόλυτη επιτυχία το θεσμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μέσω της αντιπροσωπευτικότητας. Αιώνες πριν, στα τέλη του 17ου αιώνα όταν με την Ένδοξη επανάσταση του 1688, οι Άγγλοι πρώτοι κατάφεραν να περιορίσουν την απόλυτη εξουσία του βασιλιά δημιουργώντας όργανα ελέγχου και λογοδοσίας του, εφηύραν άθελά τους ιστορικά τον κοινοβουλευτισμό, το θεμελιώδη θεσμό της σύγχρονης δημοκρατίας. Έτσι, η επιτυχία της αντιπροσωπευτικότητας στην εφαρμοσμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία, όρισε και την επιτυχία του εκάστοτε πολιτικού συστήματος αφού αποτέλεσε τον πυρήνα της πολιτικής πράξης. Οι βασικοί πολιτικοί στόχοι της δημοκρατικής νομιμότητας (ισότητα, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη και ειρήνη) μετουσιώθηκαν, μέσα από τη συμμετοχή του λαού δια αντιπροσώπων, στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Αυτός ο τύπος δημοκρατίας δεν ήταν απάντηση στην άμεση δημοκρατία της πόλεως κράτους της Αθήνας, αλλά στα απολυταρχικά πολιτεύματα των βασιλιάδων της φεουδαρχίας.
Ψηφιακή εποχή και μετανεωτερική κοινωνία
Είναι αλήθεια ότι ο εκσυγχρονισμός, δηλαδή η περίοδος στην οποία εισήλθε η κοινωνία από τη δεκαετία του ’90 και έπειτα, οδήγησε στην συντριπτική επικράτηση των υπηρεσιών έναντι της βιομηχανίας οι οποίες ακολούθως ψηφιοποιήθηκαν μέσα στον 21ο αιώνα. Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, η πρόσφατη οικονομική κρίση και η πανδημία δημιούργησαν το κατάλληλο περιβάλλον έτσι ώστε να μιλάμε σήμερα για μία αθόρυβη επανάσταση, τόσο στην κοινωνία όσο και στους πολιτικούς θεσμούς. Επιβλήθηκαν ραγδαία, βίαια, στιβαρά και σταθερά, αλλάζοντας τους όρους διακυβέρνησης των κοινωνιών και κατά συνέπεια τους όρους συγκρότησης της πολιτικής στην ουσία της. Εύκολα και γρήγορα και εν τέλει χωρίς άλλες επιλογές, όλοι συμμετείχαμε παντού, ανά πάσα στιγμή, καθήμενοι αναπαυτικά στους οικείους χώρους και κάνοντας ότι λύνουμε δύσκολα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα.
Αδιαμφισβήτητα, το παράδειγμα της τηλεργασίας, της εξ’ αποστάσεως εκπαίδευσης, της κάθε μορφής συμμετοχής σε μία εικονική παραγωγή, σ’ έναν εικονικό κόσμο λειτουργίας σχέσεων, συσχετισμών και λήψης αποφάσεων, αφαίρεσε το δικαίωμα της άμεσης επαφής, της διαμόρφωσης ιδίας αντίληψης μέσα από το κοινό βίωμα, της συμμετοχής, της αξιολόγησης της βιωμένης πραγματικότητας. Περιόρισε την ελευθερία και τα δικαιώματα που αυτονόητα είχε κεκτημένα το υποκείμενο να εκτίθεται στην πραγματική ζωή, να προσφέρει σε αυτήν, να την επηρεάζει, να την αναδιαμορφώνει και να αποτελεί ενεργό πρωταγωνιστή της πραγματικότητας. Ταυτόχρονα, πολλαπλασίασε την κοινωνική ανισότητα δίνοντας διαστάσεις παθογένειας γιατί αφαίρεσε το δικαίωμα ουσιαστικής συμμετοχής σε όποιον δεν διέθετε τα μέσα, την τεχνολογία, τη γνώση και όλα τα εργαλεία του τεχνολογικού πολιτισμού. Πλήθος κοινωνικών ομάδων που δεν είχαν ούτε την παιδεία, ούτε την ενημέρωση και για οποιαδήποτε αιτία δεν διέθεταν πρόσβαση στους θεσμούς αφού δεν πληρούσαν τις βασικές προϋποθέσεις βρέθηκαν να μην συμμετέχουν πουθενά. Έτσι, το βασικό διακύβευμα της κοινωνικής συμμετοχής μέσα στην ψηφιακή εποχή μετακινήθηκε από την κατοχύρωση της ιδιότητας του πολίτη και των δικαιωμάτων του στη σωστή και έγκαιρη χρήση της γνώσης και της πληροφορίας μέσα στην πραγματική ζωή. Με την έννοια αυτή, η απεριόριστη και άνευ όρων χρήση του διαδικτύου, δηλαδή η πρόσβαση σε πολλούς εικονικούς κόσμους απόψεων, κατασκεύασε μία εικονική πραγματικότητα τόσο ισχυρή που το αποτέλεσμά της επισκιάζει την κοινωνική πραγματικότητα και διαμορφώνει εύκολα και γρήγορα μία νέα «γνώση», δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας του ατόμου-κατόχου της «γνώσης». Και ενώ η επιστήμη της μικρο-κοινωνιολογίας παραδέχεται ότι ούτε αυτό που ονομάζουμε «κοινωνική πραγματικότητα» αποτελεί μία και μοναδική πραγματικότητα αλλά είναι κατασκευή πολλών ερμηνειών, με υποκειμενική και αντικειμενική διάσταση (δεν θα αναπτυχθεί στο παρόν κείμενο), η εικονική πραγματικότητα της ψηφιακής εποχής μπερδεύει ακόμα περισσότερο την παραπάνω ερμηνεία σε ατομοκεντρικό επίπεδο δημιουργώντας περαιτέρω σύγχυση. Το αποτέλεσμα είναι η ξεκάθαρη απόκλιση μεταξύ κοινωνικής και εικονικής πραγματικότητας.
Το ερώτημα στο οποίο στοχεύει να απαντήσει το άρθρο είναι αν με δεδομένη αυτή την σημαντική απόκλιση μπορεί να στηριχθεί ηθικά και πολιτικά μία δημοκρατία που να στηρίζεται στην άμεση εκλογή αρχηγού-ηγέτη από τη βάση. Αν δηλαδή η απόφαση να εκλέγεται κάποιος πρόεδρος ή μέλος της κεντρικής επιτροπής ενός αριστερού κόμματος αποτελεί μία πιο δημοκρατική και δίκαιη για την κοινωνία λύση που να θεραπεύει τις παθογένειες του σημερινού αριστερού κομματικού μηχανισμού.
Η πολιτική συζήτηση για εκλογή από τη βάση
Η Αριστερά ήταν και εξακολουθεί να είναι ο προνομιακός χώρος της κατοχύρωσης της ισότιμης και δίκαιης συμμετοχής με βάση συγκεκριμένες αξίες, ιστορία, ιδεώδη, ήθος και πρακτική. Ο συμβολικός πολιτικός χώρος του ηθικού πλεονεκτήματος συγκροτείται πάντα με επίκεντρο τον άνθρωπο χωρίς καμίας μορφής διάκριση.
Η συζήτηση όμως για την εκλογή από τη βάση των μελών, αυτό που ονομάστηκε με τον ελκυστικό όρο άμεση δημοκρατία, διαγράφεται αντίθετη με τα ιδεώδη και τις αξίες της δημοκρατικής ριζοσπαστικής Αριστεράς για όλους τους κοινωνικούς και κοινωνιολογικούς λόγους που προηγήθηκαν και τους πολιτικούς που ακολουθούν .
Η συζήτηση για την άμεση δημοκρατία, τη στιγμιαία δημοκρατία, τη μεταδημοκρατία, την ψηφιακή δημοκρατία ξεκίνησε στα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας κατανόησαν γρήγορα ότι τα κόμματά τους από κόμματα ιδεών είχαν μετεξελιχθεί σε κομματικά, καπιταλιστικά λόμπι προάσπισης και προώθησης συμφερόντων. Η θεωρητική βάση της πρότασης της εκλογής από τη βάση, η οποία αγαπήθηκε γιατί έλυνε πολλά προβλήματα αξιοπιστίας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, υιοθετήθηκε κατ’ αρχάς από τον εκπρόσωπο του πολιτικού φιλελευθερισμού γάλλο πολιτικό επιστήμονα και ιστορικό Αλέξις ντε Τοκβίλ το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Πολύ αργότερα, χρησιμοποιήθηκε από τον Γερμανό ιταλικής καταγωγής πολιτικό κοινωνιολόγο Ρόμπερτ Μίχελς1, ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία των ελίτ για τα πολιτικά κόμματα. Σύμφωνα με τον Μίχελς τα κόμματα είναι εκφραστές μιας εκλεκτής ολιγαρχίας με γραφειοκρατική ιεραρχική οργάνωση και κάθετη δομή που μετατρέπεται σε εκλεγμένη με βάση την άμεση εκλογή των μελών τους, και για το λόγο αυτό τα ερμηνεύει ως μηχανισμούς αναπαραγωγής των πολιτικών ελίτ. Αν και στο πρώιμο έργο του τοποθετείται ως σοσιαλιστής υπέρ αυτού του «σιδηρού νόμου» της ολιγαρχίας, στο πιο ώριμο έργο του ο ίδιος ο Μίχελς οδηγείται σε κριτική στάση απέναντι στις ολιγαρχίες των κομμάτων και στους μηχανισμούς που τις αναπαράγουν παρόλο που ο ίδιος προσχώρησε αργότερα στον ιταλικό φασισμό.
Η ελληνική πολιτική σκηνή δεν άργησε να δει την ίδια πρακτική με το κατάλληλο αντιφατικό πάντα ιδεολογικό περιτύλιγμα. Το 2003, στην ελληνική επιθεώρηση πολιτικής επιστήμης δημοσιεύεται ένα άρθρο του Βαγγέλη Βενιζέλου με τίτλο «Από την αντιπροσωπευτική στην ψηφιακή δημοκρατία. Η δημοκρατία ως πεδίο της Νέας Πολιτικής», όπου φαίνεται να κάνει κριτική στην εικονική δημοκρατία. Στο μακροσκελές κείμενο χαρακτηριστικά αναφέρεται σε «συμβολικούς τόπους σύνθεσης της κοινωνίας που μεταναστεύουν από το κοινοβούλιο στα δελτία ειδήσεων των τηλεοπτικών σταθμών και στο διαδίκτυο». Χαρακτηρίζει ως «μονοθεματικό» τον «πολιτικό άνθρωπο» ο οποίος ακόμα και αν «ενεργοποιείται πολιτικά, η προσέγγιση και η πρακτική του χαρακτηρίζονται από μονομέρεια κάτι που διαφέρει ουσιωδώς από τη συνθετική πολιτική προσέγγιση που κάνουν τα κόμματα». Ένα χρόνο μετά, το 2004 στην εφημερίδα «Καθημερινή» δημοσιεύεται ένα άρθρο του γνωστού δημοσιογράφου Αντώνη Καρκαγιάννη με τίτλο «Εκλογή από τη βάση», όπου ο συγγραφέας αναρωτιέται «πόσο δημοκρατική είναι η ανάδειξη του Γιώργου Παπανδρέου σε αρχηγό του ΠΑΣΟΚ;». Αποδοκιμάζει αυτό που ονομάστηκε δημαγωγικά «διεύρυνση της δημοκρατίας», γράφοντας χαρακτηριστικά ότι «αυτή η διεύρυνση που αποτελεί την πρώτη δοκιμαστική εφαρμογή της ‘άμεσης’ ή ‘συμμετοχικής’ δημοκρατίας εκφράζουμε την ελπίδα να είναι και η τελευταία» και ότι «η συναισθηματική έξαρση της συμμετοχής με όρους δημοψηφίσματος δεν χαρακτηρίζει απαραίτητα τη δημοκρατική συμπεριφορά και προσήλωση». Τα κόμματα της Αριστεράς με αφορμή τον Μίχελς ασχολήθηκαν με το θέμα της άμεσης εκλογής. Στην «Αυγή» του Ιουλίου του 2013, ο πολιτικός επιστήμονας Σταύρος Κωνσταντακόπουλος σε ένα άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ηγετικές μειοψηφίες και ποδηγετούμενες πλειοψηφίες στα αριστερά́ κόμματα: η προσέγγιση του Ρ. Μίχελς» καθιστά τον Μίχελς υπεύθυνο για την οριστική διαίρεση των αριστερών και σοσιαλιστικών κομμάτων και των συνδικάτων σε «εντεταλμένους που θα μιλούν και θα ενεργούν για λογαριασμό των μαζών και θα υποβοηθούν στην εκτέλεση της θέλησή τους».
Παρόλη τη σφοδρή ιδεολογική και θεωρητική κριτική που δέχτηκε η μέθοδος της άμεσης εκλογής αρχηγού από παντού, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ κατάπιαν το «νόστιμο δόλωμα» εφαρμόζοντας την άμεση εκλογή του αρχηγού στο ΠΑΣΟΚ τέσσερις φορές το 2004, το 2007, το 2012, και το 2015 και στις περιπτώσεις του Αντώνη Σαμαρά έναντι της Ντόρας Μπακογιάννη το 2009 και του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Βαγγέλη Μεϊμαράκη το 2016. Και κάπου εκεί τελείωσε το «πάρτι δημοκρατικότητας» των ελληνικών κομμάτων, για να το ξαναβρούμε στην πρόσφατη εκλογή του νέου αρχηγού του ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη απέναντι στο Γιώργο Παπανδρέου.
Είναι η άμεση δημοκρατία δημοκρατική, αντιπροσωπευτική, δίκαιη και φερέγγυα;
Στο χώρο της Αριστεράς, η πρόταση που έπεσε σαν κεραυνός, αλλά που ακολουθεί πιστά μία στρατηγική, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη χρονική στιγμή, για την εκλογή από τη βάση του προέδρου και των μελών της κεντρικής επιτροπής του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, δεν δείχνει να περιλαμβάνει και να συνοδεύεται από εκείνες τις δικλείδες ασφαλείας που να δικαιολογούν την υποψία μιας εξαίρεσης στα προβλήματα που συνδέονται άμεσα με την εφαρμογή αυτού του συστήματος. Ενώ το άκουσμα άμεση δημοκρατία στην οποία όλοι δύνανται να συμμετέχουν και να αποφασίζουν, είναι ελκυστικό γιατί παραπέμπει στην αυθεντικότητα, στη χαμένη αγνότητα της δημοκρατικής συμμετοχής, στο όραμα της ίσης συμμετοχής στην εξουσία, ενδεχομένως και στα γεννοφάσκια της δημοκρατίας, στην πραγματικότητα αποτελεί κατάργηση του πολιτικοποιημένου ανθρώπου, της πολιτικής σκέψης και δη της αριστερής, των κομματικών οργάνων και διαδικασιών ως εχέγγυων της λειτουργίας ενός αριστερού κόμματος, της ίσης και δίκαιης συμμετοχής μέσω της αντιπροσώπευσης, της συντροφικής αλληλεγγύης και των κοινωνικών κινημάτων. Η άμεση (μετα)δημοκρατία δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η δημοκρατία που όλοι ευχόμαστε και πολλοί ονειρευόμαστε. Είναι ένα σύστημα που μετατρέπει το μέλος κόμματος σε στιγμιαίο καταναλωτή αλά κάρτ αφού του δίνει τη δυνατότητα να συμμετέχει στιγμιαία, να επιλέγει αρχηγό και μία ομάδα εκλεκτών, και μετά να κοιμάται ήσυχος. Τον υποχρεώνει να εμπιστευτεί συλλήβδην έναν αρχηγό και μία ολιγομελή ομάδα που έχουν καλά προβληθεί μέσω του διαδικτύου και των ΜΜΕ υποβαθμίζοντας ή καταργώντας την ουσιαστική συμμετοχή του στο κόμμα και στις κομματικές διαδικασίες.
Τουναντίον, μία δημοκρατία και μάλιστα αριστερή που στηρίζεται εξ ορισμού πάνω στη βαθιά ωρίμανση της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, δεν μπορεί να λειτουργήσει με βάση ούτε το συναίσθημα, ούτε την εικόνα της, ούτε την αναπαράσταση μιας φαύλης εικονικής πραγματικότητας αμφιβόλου χρόνου ζωής και προέλευσης. Δεν μπορεί να είναι σύνθημα, πρέπει να είναι ουσία. Πρέπει να είναι εξαιρετικά απαιτητική, σοφή, συνετή, ανοικτή αλλά δίκαιη, αλληλέγγυα, ευαίσθητη στο διαφορετικό, ώστε να δίνει ουσιαστική πρόσβαση στους άνισους «όλους» και να δημιουργεί εκείνες τις συνθήκες που η πολιτική προσφορά / συμμετοχή /δικαίωμα / υποχρέωση να γίνεται κάθε στιγμή, με κάθε συνθήκη, η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Να κατοχυρώνει ένα δημοκρατικό δημόσιο λόγο που θα ταυτίζεται με την πραγματική κατάσταση της κοινωνίας μέσω αντιπροσώπων, έτσι ώστε να στέκεται κριτικά στο λόγο της ενημέρωσης από τα ΜΜΕ και της διαδικτυακής διαμόρφωσης σκέψης και λόγου, να εκπαιδεύει και να μην καθησυχάζει, να ανανεώνει τα μέλη της και να δημιουργεί σοβαρά αντίβαρα στην άσκηση εξουσίας. Να εφεύρει τρόπους και διαδικασίες έτσι ώστε όλες οι κοινωνικές ομάδες να εκπροσωπούνται σεβόμενη τις ιδιαιτερότητες τους και όχι να γίνονται βορά εντυπώσεων. Τέλος, πρέπει να είναι τόσο στιβαρή ώστε να τροφοδοτεί την αριστερή διακυβέρνηση με το αναγκαίο κεφάλαιο παντός τύπου (πολιτικό, κοινωνικό, ενημερωτικό, επιστημονικό, πολιτιστικό) για τη χάραξη δίκαιων για το κοινωνικό σύνολο πολιτικών και πρακτικών.
Εν κατακλείδι, με βάση την παραπάνω ανάλυση οδηγούμαστε μοιραία στην απάντηση ότι η σύγχρονη κοινωνία δεν κατοχυρώνει τη δίκαιη και ίση συμμετοχή της στην άμεση δημοκρατία. Στο αρχικό ερώτημα αν είναι δημοκρατική η εκλογή ηγέτη και μελών της κεντρικής επιτροπής από τη βάση, όλες οι αναλύσεις αποδεικνύουν ότι αποτελεί ένα δημαγωγικό μέσο κατευνασμού των βαθύτερων ανησυχιών λειτουργίας της σύγχρονης δημοκρατίας, αλλά δεν διορθώνει το βασικό πρόβλημα της δίκαιης κοινωνικής αντιπροσώπευσης στην δημοκρατία. Κατά συνέπεια, η άμεση εκλογή δεν μπορεί να είναι κατ’ ουσία δημοκρατική, αλλά μόνο κατ’ επίφαση, εντείνοντας τις κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες μέσα στο κόμμα και στην κοινωνία. Αποτελεί μια δυσοίωνη επιλογή που στην καλύτερη περίπτωση θα λειτουργήσει μόνο στιγμιαία σαν πόλος έλξης, ένα κερασάκι σε μία τούρτα με αντιδημοκρατικά υλικά. Γι’ αυτό τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ας σκεφτούν καλύτερα την ουσία της μετάβασης από το παλιό στο νέο κόμμα, τι υποστηρίζουν στο θέμα της εκλογής προέδρου και κεντρικής επιτροπής και για ποιο λόγο. Ένα αριστερό κόμμα δεν μπορεί να είναι το κόμμα μιας εκλεκτής ολιγαρχίας που θα έλκει τη νομιμοποίησή της από την άμεση ψήφο των μελών του «μιας στιγμής» για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Ένα αριστερό κόμμα πρέπει να έλκει τη νομιμοποίησή του εμπνεόμενο μέσα από τη ζωή στη ροή της, μέσα από τα καθημερινά προβλήματα και να προτείνει πολιτικές για την επίλυσή τους. Αν αυτό δεν το κάνει ένα αριστερό δημοκρατικό κόμμα, ποιος θα το κάνει;
Σημείωση:
1. Robert Michels, 1997, Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων: έρευνες γύρω από τις ολιγαρχικές τάσεις του ομαδικού βίου, μτφ. Γ. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα: Γνώση.