Στη σελίδα 95 της κλασικής πλέον μπροσούρας του Μιχαήλο Μάρκοβιτς «Αυτοδιαχείριση» (εκδ. Επίκουρος, μτφ. Γ. Βαμβαλή, 1975) διαβάζουμε το εξής χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Η ομάδα ή η οργάνωση, που αναπόφευκτα κάνει λάθη, αλλά κάνει αδύνατη την ελεύθερη ανταλλαγή των απόψεων και εμποδίζει το άτομο διαρκώς να δείξει ακριβώς μέσα στην οργάνωση την ανώτερη δυνατή ειλικρίνειά του, πρέπει να λογαριάζει πως δημιουργεί μαζικά τον τύπο του homo duplex, ή χάνει μαζικά τα μέλη της, όπου η δεύτερη περίπτωση είναι το μικρότερο κακό και για τις δυό πλευρές.»
Εφόσον ισχύει η παραπάνω πρόταση, μπορούμε να διακρίνουμε εύκολα ή δύσκολα ότι υποκρύπτεται μια σχιζοειδής παράμετρος στη διαμόρφωση της προσωπικότητας κάθε ατόμου όταν αυτό αναγκάζεται να ζει σε τέτοιου τύπου περιβάλλοντα. Ειδικά σε περιόδους ή συγκυρίες που ευνοούν την ανάπτυξη ακραίων συγκρούσεων, το φαινόμενο παίρνει διαστάσεις: μαζική διαμόρφωση του homo duplex αφενός, αλλά και τάση μαζικής απεξάρτησης από τις λεγόμενες ομάδες εξουσίας. Σε σημαντικά μεγάλο αριθμό μελών, δηλαδή, επιτείνεται ένας άκριτος και άκρατος κομματικός πατριωτισμός την ώρα που επίσης μεγάλος αριθμός αποχωρεί από την οργάνωση, είτε σιωπηρά, είτε διαμορφώνοντας άλλη (πολιτική, κοινωνική, συνδικαλιστική κλπ) ομάδα.
Σε κάθε περίπτωση, ο όρος «homo duplex», δηλώνει αναντίρρητα τη διαμόρφωση ενός τύπου ανθρώπου με διπλή συμπεριφορά. Το αν αυτός ο όρος υποδηλώνει ειδικότερα σχιζοφρένεια ή υποκρισία (ή και τα δύο), οφείλεται και στο βαθμό και στον τρόπο που επιδρά το συγκεκριμένο περιβάλλον στην προσωπικότητα κάθε μέλους της ομάδας.
Το ίδιο αναμφισβήτητα, όμως, τίθεται από τον συγκεκριμένο συγγραφέα ένα εξίσου σημαντικό ζήτημα που έχει να κάνει με τη διφυή υπόσταση κάθε ανθρώπου, αφενός ως ατόμου, αφετέρου ως μέλους ομάδας.
Αν δηλαδή αντιμετωπίζεται από τους αναλυτές και τις αναλύσεις τους (μέ ή χωρίς εισαγωγικά) κάθε άνθρωπος κάθε φορά, άλλοτε ως οικονομικό, άλλοτε ως βιολογικό, άλλοτε ως λογικό κτλ άτομο αλλά όχι ως η ολότητά του (μέρη της οποίας αποτελούν αυτές οι ιδιότητες) θα καταλήγει κάθε επιστήμη αναφοράς (μέ ή χωρίς εισαγωγικά) σε εκτρωματικές και ελλειμματικές περιγραφές και «θεραπείες» των ενδημικών ασθενειών του «συστήματος» (ένα είναι άλλωστε το σύστημα, για να μην ξεχνιόμαστε).
Η «ιατρική» συμπεριφορά της χούντας
Δεν παύει να έχει ενδιαφέρον για τα σημερινά δρώμενα η αυτοπροσδιορισμένη με ιατρικούς όρους συμπεριφορά της χούντας. Ας θυμηθούμε τον περίφημο «γύψο» και τις εμβριθείς ηλιθιότητες του ανεκδιήγητου δικτατορίσκου των αμερικανών (τα ξεχάσαμε όλα αυτά;) για την «ιατρική» επέμβαση επί του συνόλου των κατοίκων αυτής της χώρας κι ας τα συγκρίνουμε με τις συμπεριφορές της σημερινής κυβέρνησης. Η επιβολή «θεραπείας» με μονοδιάστατα ολοκληρωτικό τρόπο είναι χαρακτηριστική και στις δύο περι- πτώσεις.
Στη χουντική περίοδο, οι «ανεμβολίαστοι» προοδευτικοί άνθρωποι όφειλαν να υποστούν ενέσεις εθνικοφροσύνης για να μην απλωθεί το αναρχοκομμουνιστικό μικρόβιο σ’ όλη τη χώρα, ενώ παράλληλα η πλύση εγκεφάλου σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, συμπλήρωνε την εικόνα μιας κοινωνίας χωρίς αντανακλαστικά. Οι αμετανόητοι «αντιεμβολιαστές» κατέληγαν σε άλλους τόπους (εξορίας, φυλακής ή χλοερούς – αδιάφορο) προκειμένου να μη διαταραχθεί η «κοινωνική ειρήνη».
Από τη λογική των χουντικών ομάδων εξουσίας απουσιάζει προκλητικά η ταξική συνιστώσα των κοινωνικών αντιθέσεων. Οι ταξικές αντιθέσεις και συγκρούσεις, (βασικό στοιχείο του καπιταλισμού μας αποδεκτό από όλες τις οικονομολογικές σχολές), εξαφανίζονται ως διά μαγείας με την περίφημη για την απύθμενη ανοησία της ταξική ειρήνη που επιχειρεί να επιβάλει κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς στο σύνολο της κοινωνίας.
Αλλά και τα δημοκρατικά λεγόμενα κράτη (βλέπε: εμμεσοδημοκρατικές δομές και λειτουργίες – όπως καλή ώρα συμβαίνει και στη χώρα μας) υιοθετούν ανάλογες πρακτικές. Το βασικό ιδεολόγημα που χρησιμοποιείται και στις δύο περιπτώσεις ως δικαιολογία, είναι προκλητικά ίδιο: «εμβολιασθείτε πρώτα όλοι, και μετά θα σας επιστραφούν όσες ελευθερίες σας έχουν αφαιρεθεί».
Επομένως η πρόταση-σύνθημα που χρησιμοποίησε ο σ. Τσίπρας («πάμε όλοι μαζί για το τρίτο εμβόλιο») εκτός του λαϊκισμού που υποκρύπτει, ελέγχεται απολύτως και ως τυπικά δεξιά γραμμή, διότι οδηγεί μονότροπα στο μοναδικό λογικό παρακολούθημά της: ας εμβολιαστούμε σ’ αυτές ακριβώς τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που μας επιβάλλει ο κάθε Μητσοτάκης, και μετά θα συζητήσουμε για δολοφονίες γυναικών, για οικονομική εξαθλίωση και αυτοκτονίες, για ενδοοικογενειακή και έμφυλη βία, για αστυνομοκρατίες και χαφιεδισμούς, αλλά και για άλλα ευτελή ζητήματα (όπως είναι για παράδειγμα η συμμετοχή σε κινηματικές δράσεις κλπ).
Επομένως τι;
Οι τρέχοντες συσχετισμοί δύναμης, σε συνδυασμό με τις αντιθέσεις στους πολιτικούς προσανατολισμούς, διαφορίζουν κάθε φορά και για κάθε περίπτωση τις μειονότητες από τις πλειονότητες. Επιπλέον, οι κάθε είδους αδύναμες ομάδες, ακόμη και αν είναι πλειοψηφικές (π.χ. γυναίκες), λειτουργούν φοβικά ως προς τον λεγόμενο ισχυρό εχθρό τους. Αν επομένως ορίσουμε ως «μειονότητες» τις αδύναμες κοινωνικά, οικονομικά κλπ ομάδες (γυναίκες, παιδιά, πρόσφυγες κλπ), οι «πλειονότητες» που αντιστοιχούν σε κάθε μια από αυτές τις ομάδες (σεξιστές, φασίστες, εθνικιστές κλπ) είναι εύκολα πλέον προσδιορίσιμες με πολιτικούς όρους. Αυτοί οι προσδιορισμοί για κάθε περίπτωση, μας δίνουν το στίγμα των πολιτικών πρακτικών που θα πρέπει να εφαρμόσουμε για την ανατροπή των συσχετισμών προς όφελος κάθε «μειονότητας» αλλά και όλων των «μειονο- τήτων» αθροιστικά και συνθετικά, στην κατεύθυνση πάντοτε ανατροπής του ξεχασμένου εχθρού.
Πριν μερικές δεκαετίες, είχε προστεθεί στις γνωστές μέχρι σήμερα «μειονότητες», η «μειονότητα» των φορέων του Αids. Χρήσιμο θα ήταν να θυμηθούμε τον φόβο που προκαλούσαν τα θύματα εκείνης της πανδημίας στην αντίστοιχη «πλειονότητα». Αισθάνομαι ότι αυτή η πανάθλια κυβέρνηση που εκλέχθηκε με ευθύνη όλων μας, επιχειρεί (και έχει επιτύχει σε μεγάλο βαθμό) να διαποτίσει τους «εμβολιασμένους» της με τον ίδιο φόβο και την ίδια αποστροφή για τη «μειονότητα» των «ανεμβολίαστων» της χώρας. Εδώ ακριβώς εντοπίζω την αδυναμία της αριστεράς του τόπου μου να αρθρώσει μία πρόταση διεξόδου από την κρίση της πανδημίας του covid-19, ενταγμένη στη συνολική μας θέση και στις πολιτικές μας προτάσεις και δράσεις για την ανατροπή του καπιταλισμού. Δεν μπορέσαμε να μετατρέψουμε τον φόβο προς τον «άλλο», τον διαφορετικό, σε δύναμη αλληλεγγύης και αντίστασης, ανατροπής τελικά, ενός συστήματος που έχει κύριο στόχο να μετατρέψει τους υποτακτικούς του (αν δεν το έχει ήδη επιτύχει σε μεγάλο βαθμό) σε μηχανές εργασίας με μηνιαίο κόστος συντήρησης περί τα 500 ευρώ, μηχανές που θα τους δίνεται η μεγάλη παραχώρηση να εκλέγουν κάθε τρία τέρμινα τους (γνωστούς από πριν!) διαμεσολαβητές τους.
Αν θέλουν πραγματικά οι ειδήμονες ιατροφιλόσοφοι του κόμματός μας να συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας αριστερής εξόδου από την πολύμορφη κρίση του εγχώριου καπιταλισμού, ας ανοίξουν κανένα σύγγραμμα για τη σχέση πολιτικής και επιστήμης. Ας (ξανα)ψάξουν τη σχέση επιστήμης και αριστερής πολιτικής κι ας επιχειρήσουν να διαμορφώσουν και να μας καταθέσουν για συζήτηση μια πρόταση (ή και περισσότερες), που θα διεκδικεί, μεσούσης της πανδημίας, κινηματικές δράσεις σε κάθε χωριό και κάθε γειτονιά.
Κάτι σαν επίλογος
Δυστυχώς φαίνεται ότι το παιχνίδι χάνεται άλλη μια φορά. Οι τοπικοί κομματικοί διαμεσολαβητές παρελαύνουν σε ρύμες και αγυιές μόνο για τη δημιουργία και σύσφιγξη διαπροσωπικών σχέσεων που θα αυξήσουν την προσωπική τους, τόσο εσωκομματική όσο και κοινοβουλευτική, επιρροή. Όσο για τους σχεδιασμούς και τα τερτίπια των κομματικών παραγόντων της Αθήνας ενόψει ενός συνέδριου που έχει καταντήσει φάντασμα εδώ και χρόνια, ποτέ δεν ήταν πρόβλημά τους ο «κακός» δημοκρατικός συγκεντρωτισμός. Το ζητούμενό τους ήταν και είναι (σήμερα, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά), η εφαρμογή του πιο σκληρού δικτατορικού συγκεντρωτισμού που όμως θα μπορεί να πλασάρεται στην αμοιβάδα που ονομάζουν κόμμα, ως το κατ’ εξοχήν δημοκρατικό μοντέλο λειτουργίας κόμματος και κοινωνίας (βλέπε: δημοψηφίσματα, εκλογές οργάνων και προέδρου απ’ ευθείας από την αμοιβάδα –συγγνώμη, την κομματική βάση– κλπ).
Κλείνω αυτό το σημείωμα με μια, ενδεικτική του θυμού μου, παρατήρηση: Αφού κόπτονται οι παράγοντες και οι λαϊκιστές της Αθήνας για τη δημοκρατία (λέμε τώρα!), γιατί δεν επιμερίζουν το συνέδριό μας σε επιμέρους συνεδριακές διαδικασίες, όσες και οι περιφερειακές ενότητες; Και μάλιστα, δεν θα μπορούσε να προβλέπεται εκλογή κεντροεπιτρόπων του κόμματος αναλογικά, σύμφωνα με τον πληθυσμό κάθε περιφέρειας; Τέτοια διαδικασία δεν θα τόνιζε σημαντικά τα αποκεντρωτικά και αμεσοδημοκρατικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση μετατροπής του σε οργανισμό μεικτού τύπου; (Λέμε τώρα…) Καλή μας νύχτα.