Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μετά τον πολιτικό και πολιτιστικό σκοταδισμό της χουντικής επταετίας, είχαμε στην Ελλάδα μια έντονη πολιτισμική δραστηριότητα και μια νέα, φρέσκια και ανατρεπτική τάση στην θεατρική δημιουργία. Κάποιοι θεατρικοί συγγραφείς, με τολμηρή προσέγγιση και αριστερό πολιτικό λόγο, επιχείρησαν μια εκ νέου διαπραγμάτευση των μεγάλων γεγονότων της νεοελληνικής ιστορίας και κοίταξαν με ανατρεπτική ματιά την ελληνολατρία, την κακοφορμισμένη εθνική ταυτότητα και πολλούς παγιωμένους ιστορικούς μύθους. Ένας από αυτούς τους συγγραφείς ήταν ο Μήτσος Ευθυμιάδης, του οποίου το σημαντικό έργο «Οι Προστάτες», μια ελεύθερη ματιά στην επανάσταση του 1821 και στον ρόλο όλων των παραγόντων που οδήγησαν την επαναστατημένη Ελλάδα να καταλήξει προτεκτοράτο της Αγγλίας, ανέβηκε πριν λίγες μέρες στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Η επιλογή αυτής της παράστασης ήταν δεδομένη για την αριστερή παρέα μας. Εδώ και καιρό, επηρεασμένοι από το σοκ της πανδημίας και του εγκλεισμού, αφήσαμε τον φόβο να κυριαρχήσει και πολλές φορές να επικαθορίζει την κοινωνικότητά μας. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι «Οι Προστάτες» θα ήταν ένα πρώτο βήμα το οποίο όμως χρειαζόταν συνέχεια. Κι αυτή η συνέχεια θα έπρεπε να προεκτείνει το αντισυμβατικό ιδεολογικό φορτίο της παράστασης σε μια αντισυμβατική επιλογή του μαγαζιού που θα πηγαίναμε μετά το θέατρο.
Είναι ένα απλό λαϊκό καφενείο σε μια πυκνοδομημένη γειτονιά της πόλης, με προσφυγική παράδοση και μικροαστικό παρόν. Την ημέρα έχει τα χαρακτηριστικά των απλών καφενείων, κάποια βράδια όμως μετατρέπεται σε ναό του λαϊκού γλεντιού. Είναι κοινός τόπος ότι μέσα από το πρίσμα της νύχτας η θέαση των πραγμάτων γίνεται τελείως διαφορετική. Πόσο μάλλον όταν ζούμε εδώ και δυο χρόνια σε ένα καθεστώς διαδοχικών λοκντάουν, ποικίλων απαγορεύσεων, πρωτόγνωρης έκπτωσης των ατομικών δικαιωμάτων, μόνιμου ελέγχου των πιστοποιητικών εμβολιασμού και το κυριότερο, σε μια παγιωμένη ψυχολογική καθίζηση με τον κυρίαρχο φόβο να μας έχει απονευρώσει ιδεολογικά, να μας οδηγεί σε ακραίες απόψεις που εξυπηρετούν το κυρίαρχο αφήγημα και να έχει εγκαθιδρύσει πολλαπλά επιμέρους «λοκντάουν» ανάμεσά μας.
Έτσι, όταν βρίσκεσαι μπροστά σε έναν χώρο όπου μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα οι απαγορεύσεις κι οι διαχωρισμοί, σε ένα μαγαζί που σε κάνει να νιώθεις όπως παλιά πριν την πανδημία, όταν η φιλική κι ανθρώπινη διάθεση συνοδεύεται με γνήσιο κι ακομπλεξάριστο λαϊκό τραγούδι, όταν ο παλιός κι έμπειρος τραγουδιστής του μαγαζιού πιάνει το μήκος κύματός σου και τραγουδά αγαπημένα τραγούδια πριν του τα ζητήσεις, τότε εναπόκειται αποκλειστικά σε σένα να απελευθερωθείς και να χαρείς την βραδιά. Όταν, όμως, θυμάσαι συνεχώς τη χρήση αντισηπτικού, όταν βάζεις το χέρι μπροστά στο στόμα και τη μύτη για να αποφύγεις τα πιθανά ύποπτα σταγονίδια στην ατμόσφαιρα, τότε η χαρά του γλεντιού χάνεται, ούτε την ρετσίνα σου ευχαριστιέσαι και περιμένεις πότε θα έρθει ο λογαριασμός για να φύγεις. Όταν, επίσης, κοιτάς τους θαμώνες με μισό μάτι χαρακτηρίζοντάς τους χρυσαυγίτες, όταν δαιμονοποιείς το ελεύθερο περιβάλλον στο οποίο ήρθες να διασκεδάσεις εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι προστατεύεται από μπάτσους, τότε είναι σαν να χαρίζεις συλλήβδην τον λαϊκό κόσμο, τα λαϊκά μαγαζιά και το λαϊκό τραγούδι στην ακροδεξιά, τον υπόκοσμο και τους μπάτσους. Τέτοια επακόλουθα έχουμε όταν η μικροαστική Αριστερά χάνει τον στόχο της, συμβιβάζεται με μια εύκολη απόρριψη διαφορετικών απόψεων και στάσεων ζωής και τελικά αποκόπτεται συνειδητά από το λαϊκό στοιχείο…