Τις τελευταίες εβδομάδες, η Αριστερά και τα συνδικάτα στην Ισπανία καταγράφουν τη μία νίκη μετά την άλλη. Την περασμένη Τετάρτη, μία εβδομάδα μετά την ψήφιση του νέου εργασιακού νόμου από την ισπανική Βουλή, ενός νόμου-σταθμού για τη διεύρυνση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η υπουργός Εργασίας προανήγγειλε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 3,6%, με αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου. Είναι η τρίτη αύξηση που γίνεται τα δύο τελευταία χρόνια από την κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλιστών και Unidas Podemos. Η πρώτη (5,5%) πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2020 και η δεύτερη (1,6%) τον περασμένο Σεπτέμβριο. Είχε προηγηθεί, στα τέλη του 2018, η ιστορική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 22%, από την πρώτη κυβέρνηση μειοψηφίας του Σάντσεθ, μετά την απομάκρυνση του Ραχόι με πρόταση μομφής τον Ιούνιο του 2018.
Προγραμματικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης συνασπισμού
Οι τρεις αυξήσεις του κατώτατου μισθού από το 2020 και ο νέος εργασιακός νόμος φέρουν τη σφραγίδα των Unidas Podemos και της ηγέτιδάς του και υπουργό Εργασίας Γιολάντα Ντίαθ, που συμφώνησαν με τον Σάντσεθ πάνω σε τρεις προγραμματικές δεσμεύσεις, κατά τις διαπραγματεύσεις σχηματισμού της κυβέρνησης συνασπισμού τον Ιανουάριο του 2020. Αυτές είναι η βαθμιαία αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του μέσου και η κατάργηση των ανατροπών που έφερε το 2012 ο εργασιακός νόμος του Ραχόι στο σύστημα συλλογικής διαπραγμάτευσης και στην προστασία των μισθωτών από τις απολύσεις.
Ο νέος εργασιακός νόμος της κυβέρνησης σοσιαλιστών-Ποδέμος αποτελεί σταθμό για τις εργασιακές σχέσεις στην Ισπανία, διότι επιδιώκει να αντιστρέψει μια μακροχρόνια τάση 40 ετών διαρκούς απορρύθμισης της ισπανικής αγοράς εργασίας, που κορυφώθηκε στην κρίση του 2008. Περιορίζει την επισφάλεια της εργασίας και ενθαρρύνει τις κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη συνδικαλιστική δραστηριότητα.
Πρώιμος νεοφιλελευθερισμός: προσωρινή εργασία και πρεκαριάτο
Ο περιορισμός της επισφάλειας είναι ιδιαίτερα σημαντικός, σε μια χώρα πρώιμων νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων για την προώθηση άτυπων μορφών εργασίας. Ήδη από τη δεκαετία του 1980, η Ισπανία είχε γίνει η πρωταθλήτρια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου στην Ευρώπη, με τις νομοθετικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων Γκονθάλεθ, ενώ παράλληλα οι εργαζόμενοι με συμβάσεις αορίστου χρόνου διατηρούσαν την ισχυρή προστασία από τις απολύσεις, στο πλαίσιο του κορπορατιστικού μοντέλου εργασιακών σχέσεων που εγκαθιδρύθηκε επί Φράνκο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το 40% των μισθωτών της χώρας εργαζόταν με σύμβαση ορισμένου χρόνου, πράγμα αδιανόητο για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ, την ίδια στιγμή, το ποσοστό ανεργίας είχε φτάσει στο 24% και στους νέους στο 45%. Ως αποτέλεσμα, η Ισπανία είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία κυριολεκτικά πήρε σάρκα και οστά η έννοια του πρεκαριάτου, εφόσον ένα πολύ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού, όχι μόνο οι νέοι, βίωνε διαρκώς εναλλασσόμενες περιόδους ανεργίας και προσωρινής εργασίας.
Τις δεκαετίες του 1990 και 2000 σημειώθηκαν περαιτέρω κρατικές παρεμβάσεις για τη διευκόλυνση της χρήσης ελαστικών μορφών απασχόλησης, θεσμοθετήθηκαν οι εταιρείες προσωρινής εργασίας - δανεισμού προσωπικού, αναπτύχθηκαν οι συμβάσεις έργου και ανεξάρτητων υπηρεσιών και επεκτάθηκαν οι (υπερ)γολαβίες.
Από τους νόμους Θαπατέρο και Ραχόι στο νόμο Σάντσεθ-Ντίαθ
Η κρίση του 2008 έστρεψε τις πρωτοβουλίες απορρύθμισης της αγοράς εργασίας σε άλλη κατεύθυνση. Μεταξύ 2010 και 2013, πρώτα η κυβέρνηση Θαπατέρο πρωτοβουλιακά και ύστερα η κυβέρνηση Ραχόι υπό καθεστώς Μνημονίου δεν εφάρμοσαν μόνο πολιτικές σκληρής λιτότητας αλλά και εσωτερικής υποτίμησης. Ο εργασιακός νόμος του Θαπατέρο το 2010 και εκείνος του Ραχόι του 2012 περιόρισαν δραστικά την προστασία των μισθωτών από τις απολύσεις, ενώ ο δεύτερος νόμος όρισε ότι οι επιχειρησιακές συμβάσεις υπερτερούν των κλαδικών ως προς τον καθορισμό των μισθών και περιόρισε τη μετενέργεια των τελευταίων μετά τη λήξη τους από αόριστης διάρκειας στο ένα έτος.
Ο νέος εργασιακός νόμος Σάντσεθ-Ντίαθ επανέφερε την υπερίσχυση των κλαδικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών ως προς τον καθορισμό των μισθών, την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και την αόριστη διάρκεια της μετενέργειας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, ανατρέποντας τον νόμο Ραχόι. Οι παραπάνω αλλαγές προβλέπεται να αναζωογονήσουν τις κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, εφόσον τα ισπανικά συνδικάτα παραμένουν δυνατά και το 73% των μισθωτών καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Περιορισμός των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και έργου
Με το νέο νόμο κάποιος εργοδότης θα μπορεί πλέον να συνάπτει συμβάσεις ορισμένου χρόνου, παρά μόνο για αντικειμενικούς λόγους που οφείλει να δικαιολογεί. Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα έχουν πλέον μέγιστη διάρκεια τριών ή έξι μηνών, με δυνατότητα ανανέωσης για άλλους έξι μήνες σε περίπτωση που προβλέπεται από τη συλλογική κλαδική σύμβαση, ενώ οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έχουν απασχοληθεί συνολικά 18 μήνες, όχι απαραίτητα συνεχόμενα, σε διάστημα 24 μηνών, υπογράφουν αυτόματα σύμβαση αορίστου χρόνου. Ακόμα, η εποχική δραστηριότητα της επιχείρησης θα πρέπει να δηλώνεται στους εκπροσώπους των εργαζομένων στο τέλος του κάθε έτους. Εισάγεται, επίσης, για πρώτη φορά η «ασυνεχής σύμβαση αορίστου χρόνου», που έχει να κάνει με επαναλαμβανόμενη εποχική εργασία σε τομείς και κλάδους, όπου οι εργαζόμενοι επαναπροσλαμβάνονται ή αφορά εργαζόμενους σε επιχειρήσεις προσωρινής εργασίας. Τέλος, μπήκε αυστηρός περιορισμός στις συμβάσεις έργου και παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, τα γνωστά «μπλοκάκια».
Η πολιτική οικονομία της διαπραγμάτευσης
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολιτική οικονομία των εννεάμηνων διαπραγματεύσεων μεταξύ των μεγάλων συνδικάτων, των εργοδοτικών οργανώσεων και της ισπανικής κυβέρνησης. Οι προγραμματικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης στο συγκεκριμένο πεδίο, που αντανακλούν την πολιτική πλατφόρμα των Unidas Podemos σε ένα υπουργείο για το οποίο διεκδίκησαν δική τους υπουργό και αποτυπώνουν την πολιτική βούληση, έδωσαν διαπραγματευτική δύναμη στα συνδικάτα CCOO και UGT, που ένωσαν τις δυνάμεις και τις διεκδικήσεις τους και κατάφεραν να οδηγήσουν τους εργοδότες σε παραχωρήσεις και στη συμφωνία της 28ης Δεκεμβρίου, που κυρώθηκε ως νόμος από την ισπανική Βουλή.
Παράλληλα, αποδεχόμενη τη μεταρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων ως προαπαιτούμενο της εκταμίευσης της πρώτης δόσης της Ισπανίας από το Ταμείο Ανάκαμψης, η κυβέρνηση άσκησε πίεση στις εργοδοτικές οργανώσεις και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις να καταλήξουν, ενώ προέβη και η ίδια σε παραχώρηση έναντι των εργοδοτικών οργανώσεων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συγκεκριμένα υποχώρησε ως προς την προγραμματική της δέσμευση για αποκατάσταση του καθεστώτος προστασίας των μισθωτών από τις απολύσεις.
Λαμπρή νίκη
Ενώ οι εργοδοτικές οργανώσεις δήλωσαν ικανοποίηση για τη συμφωνία της 28ης Δεκεμβρίου, έχουν εκφράσει πλήρη αντίθεση και για τις τρεις αυξήσεις του κατώτατου μισθού από το 2020, στη πρώτη προεξοφλώντας αρνητική επίπτωση στην απασχόληση, στη δεύτερη επικαλούμενες την οικονομική αβεβαιότητα λόγω πανδημίας και στην προσφάτως αναγγελθείσα τον πληθωρισμό κόστους. Αυτό σημαίνει ότι ο προωθητικός συμβιβασμός μεταξύ κράτους-εργασίας-κεφαλαίου, που αποτυπώθηκε στο νέο ισπανικό εργασιακό νόμο, δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί άμεσα να επαναληφθεί, ενώ η στάση των εργοδοτικών οργανώσεων απέναντι στη κυβέρνηση μπορεί γρήγορα να σκληρύνει και η ταξική σύγκρουση να αντικαταστήσει το σημερινό θετικό κλίμα.
Είναι όμως αναμφισβήτητο, ότι η ριζοσπαστική αριστερά στην Ισπανία, όπως εκφράζεται σήμερα από τις Unidas Podemos και την επικεφαλής τους Γιολάντα Ντίαθ, πέτυχε, και μάλιστα με τη συναίνεση της εργοδοσίας, ένα νόμο-τομή που αντιστρέφει τον ρου των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων πολλών δεκαετιών, διευρύνοντας αισθητά τα δικαιωμάτων των εργαζομένων και περισσότερο των πιο επισφαλών. Η Ισπανία μας δείχνει το δρόμο.