Τα συμπεράσματα από τις εξετάσεις για την υπόθεση βιασμού στη Θεσσαλονίκη καταδεικνύουν τη μεγάλη καθυστέρηση από την πλευρά της αστυνομίας. Γιατί συνέβη αυτό, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα για αυτές τις περιπτώσεις;
Όχι δεν υπάρχει δυστυχώς, υπάρχει βέβαια ένα νομικό πλαίσιο, το οποίο όμως συνήθως δεν τηρείται. Δυστυχώς όλη αυτή η παλινωδία που είδαμε τώρα, για όσες και όσους δικηγόρους ασχολούμαστε με το αντικείμενο, δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Το έχω αντιμετωπίσει σε πολλές υποθέσεις να ψάχνουμε ιατροδικαστή στην επαρχία –όχι σε κάποιο απομακρυσμένο χωριό, απλά εκτός των 13 περιφερειών που έχουν ιατροδικαστή– και η επιζήσασα να πρέπει να ταξιδέψει σε άλλη πόλη για να την δει. Ακόμα και στην Αθήνα πολλές φορές μπορεί να δώσουν ραντεβού για εξέταση μετά από τρεις–τέσσερις μέρες, το οποίο δημιουργεί μια σειρά από προβλήματα. Εκτός, δηλαδή, από το νομικό πλαίσιο και τη μη τήρηση του, δεν υπάρχουν και οι υποδομές για να τηρηθεί: δεν υπάρχουν ιατροδικαστές 24/7, ούτε kit βιασμού στα κέντρα υγείας, ώστε ακόμα και αν δεν υπάρχει διαθέσιμος ιατροδικαστής, να είναι δυνατή η διαπίστωση του βιασμού, αλλά και η παροχή προστασίας στα θύματα, αφού έτσι δεν θα χρειάζεται να μείνουν επί μέρες με τα ίχνη του βιασμού πάνω τους. Αυτές οι δυσκολίες είναι ένας από τους λόγους που τα θύματα δεν προχωρούν σε καταγγελία κάποιες φορές. Αντί να δεχθούν προστασία, θα υποστούν από αδιαφορία –είχα εντολέα που την ώρα που κατέθετε με τα αίματα πάνω της, οι αστυνομικοί δίπλα έβλεπαν ποδόσφαιρο– μέχρι προσβλητικές ερωτήσεις, που δεν έχουν καμία σημασία, όπως τι φορούσε, αν φλέρταρε τον δράστη κτλ.
Πώς θα έπρεπε να είναι κανονικά αυτές οι διαδικασίες;
Πρώτον, να μπορούν οι επιζήσασες να δώσουν, αν επιθυμούν, κατάθεση σε γυναίκες αστυνομικούς, καθώς εκείνη την ώρα που μόλις έχουν δεχθεί βία από έναν άνδρα, δεν δημιουργεί ασφάλεια να βρίσκονται μόνες σε ένα δωμάτιο με πέντε πχ άνδρες αστυνομικούς. Θα έπρεπε επίσης, αν υποθέσουμε ότι η πολιτεία θέλει πράγματι να βοηθήσει τα θύματα, να υπάρχει ψυχολόγος μέσα στα τμήματα, ώστε να τους παρέχεται η κατάλληλη υποστήριξη για να μιλήσουν για το τραύμα τους. Χρειάζονται βέβαια και διερμηνείς, καθώς θύματα είναι συχνά τουρίστριες, ενώ πολλά είναι τα περιστατικά και μεταξύ μεταναστευτικού και προσφυγικού πληθυσμού, αλλά και διαθέσιμη ιατροδικαστική υπηρεσία σε κάθε πόλη, ή έστω kit βιασμού σε κάθε κέντρο υγείας, με καταρτισμένο προσωπικό για τη χρήση του. Κατάρτιση και εξειδίκευση θα πρέπει να έχουν και οι αστυνομικοί που αναλαμβάνουν τέτοιες υποθέσεις. Δεν αρκεί απλά να δουλεύουν στο τμήμα ενδοικογενειακής βίας και να μην έχουν καμία εξοικείωση με την έννοια της συναίνεσης, της κακοποίησης κτλ. Δεν νοείται να ρωτούν ακόμα οι αστυνομικοί αν προκάλεσε το θύμα.
Γιατί εστιάζουμε τόσο στις τοξικολογικές και ιατροδικαστικές εξετάσεις στις υποθέσεις βιασμού, όταν μάλιστα η καταγγελία μπορεί να μην γίνει αμέσως και άρα να μην μπορούν καν να πραγματοποιηθούν; Και χωρίς αυτά τα ευρήματα, δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν οι υποθέσεις;
Φυσικά και μπορούν. Οι εξετάσεις αυτές είναι ένα μόνο αποδεικτικό στοιχείο ανάμεσα σε πολλά άλλα. Το πώς τα αξιοποιούμε και πώς ιεραρχούνται στο δικαστήριο είναι πάντα ένα υπαρκτό στοίχημα. Μπορώ να πω με βεβαιότητα, όμως, πως το μόνο έγκλημα που βασιζόμαστε τόσο σ’ αυτές τις εξετάσεις, είναι ο βιασμός, γιατί σε οποιοδήποτε άλλο που μπορεί να έχει στοιχείο σωματικής βίας, αξιολογείται ως πολύ σημαντική η μαρτυρία, μεταξύ κι άλλων αποδεικτικών στοιχείων βέβαια. Στην ουσία στα σεξουαλικά εγκλήματα γίνεται μια προσπάθεια να υποβαθμιστεί ο λόγος του θύματος, εστιάζοντας σε αυτές τις εξετάσεις, ενώ είναι πιθανό να μην μπορούν καν να δείξουν τι είχε συμβεί. Μπορεί, δηλαδή, σε κάποια περίπτωση να μην υπάρχει το λεγόμενο «χάπι του βιασμού», αλλά να έχει γίνει κατανάλωση αλκοόλ σε σημείο που να μην μπορεί να δοθεί συναίνεση. Πόσες από εμάς δεν έχουμε μεθύσει; Θα πρέπει να φοβόμαστε ότι αν μεθύσουμε, θα βρεθούμε βιασμένες; Μπορεί επίσης το θύμα να μην το αντιληφθεί έγκαιρα. Είχα περίπτωση που το θύμα είχε ολικό κενό μνήμης, αφού ξύπνησε μετά από 20 ώρες και μέχρι να ανασυνθέσει τι είχε συμβεί και να πάει στην αστυνομία, είχαν περάσει δύο 24ωρα και δεν μπορούσαν να γίνουν εξετάσεις. Το ζήτημα είναι γιατί τόσο εύκολα αμφισβητούμε αυτό που λέει το θύμα. Φανταστείτε ένα θύμα ληστείας να το ρωτούσαν: «Γιατί φόρεσες το χρυσό σου ρολόι και πήγες σε αυτή την περιοχή, μήπως ήθελες να στο κλέψουν;». Δεν θα τολμούσε κανείς να το κάνει και θα το θεωρούσαμε τελείως παράλογο, όπως και είναι.
Είναι ζήτημα επίσης το ότι συνδέουμε την απουσία συναίνεσης αποκλειστικά με τη χρήση ουσιών…
Αν έχει γίνει χρήση ουσιών, σαφώς δεν μπορεί να δοθεί συναίνεση, καθώς δεν υπάρχει συνείδηση. Από εκεί και πέρα η απουσία συναίνεσης είναι μια πολύ μεγάλη κατηγορία, είναι η βασική έννοια, όπου εντάσσονται πχ οι ναρκωτικές ουσίες, η μέθη ή η λιποθυμία λόγω ιατρικών αιτιών, και όπου γενικά λείπει η συνείδηση, αλλά υπάρχουν και πολλά ακόμα παραδείγματα έλλειψης συναίνεσης. Δεν χρειάζεται να εμπλέκεται η χρήση ουσιών, το θέμα τελειώνει στο «δεν θέλω» του κάθε θύματος. Φαίνεται πως δεν έχουμε επεξεργαστεί καθόλου την έννοια της συναίνεσης στη χώρα. Εισήχθη μεν πριν δυόμιση χρόνια στον ποινικό κώδικα, υπήρξαν κάποια βουλεύματα σε ποινικό επίπεδο, αλλά σαν κοινωνία δεν την έχουμε επεξεργαστεί, για να αντιληφθούμε και αποδεχθούμε τι σημαίνει συναίνεση και είναι σαν ο λόγος του μισού κομματιού της κοινωνίας, των γυναικών, να μην συνυπολογίζεται.
Αυτό το διάστημα πραγματοποιούνται διάφορες δίκες που αφορούν υποθέσεις έμφυλης βίας. Η πρόοδος που έχει γίνει στο κομμάτι των καταγγελιών, παρατηρείται και στο κομμάτι της δικαστικής εξέτασης σε σχέση με το παρελθόν;
Ανάλογα την περίπτωση. Στις υποθέσεις που έχουν μια προβολή, μια αναγνωρισιμότητα , όπως πχ δίκες που είχε καταθέσει ως μάρτυρας η Σοφία Μπεκατώρου, σε δίκες όπου είχαν παρουσία υποστηρικτικά δίκτυα αλληλεγγύης, έχει διαπιστωθεί μια καλύτερη αντιμετώπιση στον λόγο –και γι’ αυτό είναι σημαντική και η παρουσία αλληλεγγύης σε αυτές τις δίκες. Από την άλλη, δεν μπορώ να ξεχάσω την περίπτωση της ανήλικης που κατήγγειλε τον ποδοσφαιριστή πριν κάποιους μήνες και (πέραν από τον κανιβαλισμό των ΜΜΕ) η εισαγγελέας την ρώτησε για το ντύσιμό της, τις φωτογραφίες της στα social media, την ερωτική της ζωή κ.ά. Ακόμα και αν αμφιβάλλει ο εισαγγελικός λειτουργός για την υπόθεση, οφείλει να μην κάνει τέτοιες ερωτήσεις που δεν έχουν σχέση με την υπόθεση. Με όσους άνδρες και αν έχει κάνει σεξ μια γυναίκα, δεν σημαίνει ότι εκείνη τη φορά δεν βιάστηκε -ότι αυτή η απλή αλήθεια ακόμα αμφισβητείται, είναι τρομακτικό. Πρόκειται, λοιπόν, για στερεότυπα που καλά κρατούν και ιδίως σε περιπτώσεις που οι δράστες είναι διάσημοι ή ισχυροί, όπως στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, βρίσκονται πολλοί πρόθυμοι να τους δικαιολογήσουν και να κάνουν την κατάσταση τρομερά δύσκολη για τα θύματα. Αντίστοιχα και οι δικηγόροι θα πρέπει να προσέχουμε πολύ τον λόγο μας και να χρησιμοποιούμε τη σωστή ορολογία, ώστε να μην επανατραυματίζουμε τα άτομα που έχουν υποστεί αυτή τη βία. Γενικά, όμως, είμαστε πολύ πίσω στο ζήτημα. Οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν έχουν ασχοληθεί σοβαρά με αυτό, παρά και την κοινωνική του ανάδειξη τον τελευταίο χρόνο. Αλλά αν δεν δείξουμε εμείς πρώτοι ενδιαφέρον, πώς θα υπάρξει και μια μετατόπιση;
Την Παρασκευή (σ.σ. η συνέντευξη έγινε την Πέμπτη) ξεκινάει η δίκη για τις υποθέσεις βιασμού του Δ. Λιγνάδη, αν δεν λάβει αναβολή. Τι περιμένουμε να αναδειχθεί δικαστικά και κοινωνικά από αυτή τη δίκη ορόσημο;
Πιστεύω ότι θα αναδειχθεί το ζήτημα της συναίνεσης, ως νομική έννοια δηλαδή που δεν έχει δουλευτεί ικανοποιητικά ακόμα, και της ευαλωτότητας, καθώς μιλάμε για ανήλικα άτομα, αλλά και για έναν ισχυρό δράστη, που είχε σχέσεις ακόμα και με την πολιτική εξουσία και έχαιρε ασυλίας για μεγάλο διάστημα. Είναι ένα πρόσφορο πεδίο να αναδειχθούν όλες αυτές οι κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες, όπως και ότι η κοινωνία, ένα προοδευτικό κομμάτι της τουλάχιστον, δεν είναι διατεθειμένη πια να ανεχτεί τέτοιες συμπεριφορές και δράσεις, αλλά θα προστατέψει τα θύματα.

Η Ιωάννα Στεντούμη είναι δικηγόρος με εξειδίκευση στα ζητήματα έμφυλης βίας.