Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Μια συζήτηση από κοινού με τους οικονομολόγους,
Μαρία Κουμερτά, Αντώνη Παπαζαχαρίου και Χρήστο Τσίτσικα
Η κυβέρνηση βρίσκεται μεταξύ εντεινόμενης κοινωνικής δυσφορίας, αγορών και πιέσεων από Βρυξέλλες - Φρανκφούρτη. Τελειώνει, άραγε, η αξιοπιστία της έως τώρα πλαστής εικόνας της;
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση, τα τελευταία δύο χρόνια, χρησιμοποιεί –με συστηματικό τρόπο– όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της για να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση συνετής οικονομικής πολιτικής και αξιοπιστίας η οποία έχει την αποδοχή του κόσμου. Και αν για κάποια περίοδο ήταν επιτυχημένη επικοινωνιακά στρατηγική, πλέον έχουν αρχίσει και φαίνονται ξεκάθαρα οι ρωγμές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Και ενώ στο εσωτερικό πλέον είναι ξεκάθαρο το πλήγμα στην πλαστή εικόνα ορθής διαχείρισης που είχε δημιουργηθεί, τον τελευταίο καιρό φαίνονται ανησυχίες και στο εξωτερικό, εκφραζόμενες κυρίως ως ανησυχία για τη βιωσιμότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Η πορεία αυτή είναι δύσκολο να αναστραφεί, ειδικά καθώς θα βγαίνουμε από την πανδημία και θα γίνονται ολοένα και πιο εμφανή τα αποτελέσματα της κακοδιαχείρισης, ενώ ταυτόχρονα θα αναδεικνύονται τα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργούνται ως αποτέλεσμα της ακρίβειας, των στάσιμων μισθών, των κακών εργασιακών συνθηκών και των εγκαταλελειμμένων δημοσίων υποδομών και υπηρεσιών.
Πόσο έχει ενισχύσει αυτή την παγίδευση η πολιτική της κυβέρνησης; Είχαμε, π.χ., πρόσφατα της μείωσης του ΕΝΦΙΑ.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να αλλάξει πορεία, να μάθει από τα λάθη της. Αρνούμενη να αντιληφθεί τα προβλήματα της πλειοψηφίας της κοινωνίας συνεχίζει να λαμβάνει μέτρα που δήθεν βοηθούν τη μεσαία τάξη, ενώ στην ουσία η μερίδα του λέοντος πηγαίνει στα ανώτερα στρώματα. Το παράδειγμα του ΕΝΦΙΑ είναι χαρακτηριστικό. Από τη μια πλευρά, η κυβέρνηση δεν έχει κανενός είδους στεγαστική πολιτική να βοηθάει, για παράδειγμα, ένα νέο ζευγάρι να βρει αξιοπρεπή στέγη. Από την άλλη, ο σχεδιασμός που κάνει, π.χ. με την κατάργηση και ενσωμάτωση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, θα κατευθύνει τα οφέλη προς τις μεγάλες περιουσίες. Το 5% των πιο πλούσιων θα κερδίσει πάνω από μισό δισ. Αυτά θα λείψουν από το κοινωνικό κράτος, από το υπόλοιπο 95%, από την κοινωνική πλειοψηφία.
Η κυβέρνηση, όμως, επικαλείται ζήτημα «δημοσιονομικής ισορροπίας», ότι ήδη έχει δαπανήσει για επιδότηση λόγω ακρίβειας 1,75 δισ., ότι κάθε μήνα δαπανώνται 400 εκ. Είναι οι δαπάνες αυτές ανεπαρκείς, κατανεμημένες με ταξική μεροληψία; Τι ακριβώς ισχύει;
Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων. Αν τα δίνεις στο 5%, τα στερείς από το 95%. Είναι, λοιπόν, κάπως οξύμωρο να χρησιμοποιεί τη «δημοσιονομική ισορροπία» ως πρόφαση η ΝΔ για το τι μπορεί και δεν μπορεί να κάνει. Προφανώς, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το γεγονός ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι ένας πολύ συγκεκριμένος και σαφής περιορισμός στη χάραξη και άσκηση οικονομικής πολιτικής. Όσον αφορά τη «δημοσιονομική ισορροπία» η Νέα Δημοκρατία του σήμερα δεν είναι πολύ διαφορετική από αυτή του 2007, όταν οι φωτιές χρησιμοποιήθηκαν ως πρόφαση προκειμένου να μοιράσει χρήμα εξαγοράζοντας ψήφους. Συνεχίζει, παρά τα δημοσιονομικά ελλείμματα, το όργιο απευθείας αναθέσεων, άστοχων πολιτικών, κακοσχεδιασμένων μέτρων και παρεμβάσεων σε κεντρικό επίπεδο και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Προφανώς, καμία πολιτική ή μέτρο δεν υλοποιείται χωρίς περιορισμούς, αλλά το κριτήριο για μια κυβέρνηση δεν είναι μόνο αν υπάρχουν περιορισμοί, αλλά και αν εντός των περιορισμών γίνεται ορθή διαχείριση και υλοποιούνται αποτελεσματικές πολιτικές. Και το παράδειγμα της επιδότησης ενέργειας είναι χαρακτηριστικό του αποτυχημένου σχεδιασμού ενός μέτρου. Γιατί έχουν δαπανηθεί σημαντικοί πόροι, ελάχιστα έχουν καταφέρει να μειώσουν την αύξηση της δαπάνης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Πλέον, βλέπουμε και δευτερογενείς επιπτώσεις με αυξήσεις τιμών σε ευρεία γκάμα αγαθών πρώτης ανάγκης λόγω αύξησης του κόστους παραγωγής και μεταφορών.
Η κυβέρνηση αντιτείνει ότι έχει δαπανήσει 43 δισ. για την πανδημία. Ότι το διαθέσιμο εισόδημα το 2021 αυξήθηκε έναντι του 2020, ότι οι καταθέσεις αυξάνονται. Ποια είναι η αλήθεια αυτών των αριθμών;
Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι ποια από αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί με τρόπο που να θωρακίζουν τη χώρα από μελλοντικές κρίσεις και να βελτιώνουν το παραγωγικό μοντέλο ενισχύοντας τις προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης. Γιατί αν αξιολογήσουμε τις πολιτικές θα δούμε ότι παρά τους πόρους που δαπανήθηκαν, ελάχιστα χρήματα πήγαν για την ενίσχυση του δημοσίου συστήματος υγείας, των μέσων μαζικής μεταφοράς, των σχολείων. Όλα αυτά, δηλαδή, που αποτελούν ανάχωμα σε μελλοντικές κρίσεις. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις μειώσεις φόρων με έμφαση στα μεγάλα εισοδήματα, όχι σε κάποιο τεράστιο αναπτυξιακό κατόρθωμα.
Η αισθητή άνοδος των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων κατά τη γνώμη σας πού οφείλεται;
Δύο είναι οι λόγοι για την αύξησή τους. Πρώτον, έχουμε μια κυβέρνηση που πλέον αμφισβητείται η αξιοπιστία της, καθώς δημιουργείται έντονη εντύπωση ότι δεν έχει συνεκτική πολιτική εξόδου από την κρίση, αλλά ξοδεύει χρήματα για εξυπηρέτηση συμφερόντων ή για να καλύψει αποτυχίες. Δεύτερον, έχουμε μια σταδιακή άνοδο του πληθωρισμού παγκοσμίως που οδηγεί τις Κεντρικές Τράπεζες να ανοίγουν τη συζήτηση για περιορισμό της άνευ προηγουμένου ρευστότητας που έδωσαν στις οικονομίες. Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι «επιτυχίες» της Νέας Δημοκρατίας στη μείωση των επιτοκίων στηρίχτηκαν κυρίως στη ρύθμιση του χρέους επί ΣΥΡΙΖΑ –παρόλο που ο κ. Σκυλακάκης μπορεί να διαφωνεί σε αυτό– και στο πρόγραμμα ρευστότητας της ΕΚΤ.
Ξανάρχεται η φιλολογία για νέο μνημόνιο, για «κλείδωμα εκτός αγορών» της χώρας, όπως γράφεται, αν αυξηθεί απότομα το κόστος δανεισμού της. Υπάρχει, όντως, αυτός ο κίνδυνος;
Η αύξηση του κόστους δανεισμού των ελληνικών ομολόγων δημιούργησε εύλογες ανησυχίες για τη δυνατότητα της χώρας να αντλεί κεφάλαια από τις αγορές. Δεν αφορά μόνο τη χώρα μας –που έχει το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, 200% περίπου– αλλά γενικότερα τις χώρες με πρόβλημα χρέους (π.χ. Ιταλία). Η συσσώρευση πανδημικών χρεών μαζί με τη διαφαινόμενη σταδιακή χαλάρωση του προγράμματος μαζικών αγορών ομολόγων και την ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων από την EKT, έχει δημιουργήσει ανησυχία στους επενδυτές, με αποτέλεσμα το κόστος δανεισμού να ανεβαίνει. Η έκβαση της κατάστασης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό, από τις πολιτικές που θα ακολουθήσει η ΕΚΤ. Εδώ, επί ΣΥΡΙΖΑ κλείδωσε ένα σημαντικό κομμάτι του χρέους σε σταθερό επιτόκιο, που σημαίνει ότι δεν κινδυνεύουμε άμεσα από μεγάλη αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του υφιστάμενου, κάτι που μειώνει σημαντικά την ανησυχία των αγορών για αδυναμία πληρωμής. Επιπλέον, η ρύθμιση του χρέους, επίσης επί ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελέσει ανάχωμα και για τα επόμενα έτη καθώς προβλέπει και δικλείδες, ώστε αν αρχίσουν να αυξάνονται οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα ανοίξει συζήτηση για αναδιάρθρωση των πληρωμών προς τον ESM.
Λαμβάνοντας υπόψη, ταυτόχρονα, ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του χρέους μας είναι προς τον ESM/EFSF σημαίνει ότι υπάρχει ευελιξία στη διαχείριση των χρηματοδοτικών αναγκών που δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι είναι μόνιμη λύση. Η ρύθμισή του δίνει έναν καθαρό διάδρομο 10 - 15 ετών, ώστε με ένα σωστό μείγμα πολιτικής να δημιουργηθούν συνθήκες για βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα να απαντούν και στις ανάγκες της κοινωνίας. Η ανεπάρκεια της κυβέρνησης έγκειται ακριβώς σε αυτό: έχει αποτύχει παταγωδώς στο να έχει βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική αλλά ούτε φρόντισε με τα ελλείμματα που δημιούργησε να στηρίξει τις δημόσιες υποδομές και την κοινωνία. Δημιουργείται τεράστια αβεβαιότητα για το πού θα βρίσκεται η Ελλάδα σε 5 - 10 χρόνια.
Ποια θα ήταν μια δέσμη μέτρων, αυτή τη στιγμή, που να λύνει τη δύσκολη εξίσωση των αναγκών της κοινωνίας, ιδίως των ευάλωτων στρωμάτων της –ως και η κ. Λαγκάρντ το δέχτηκε απαντώντας στον Δ. Παπαδημούλη– και της πίεσης των αγορών;
Στο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, για την τρέχουσα κρίση, ένας περιορισμός των έμμεσων φόρων σε αγαθά πρώτης ανάγκης, αλλά και επιδοτήσεις σε ευάλωτα νοικοκυριά για την αντιμετώπιση του κύματος ακρίβειας είναι απαραίτητες παρεμβάσεις. Όμως η αντιμετώπιση των προβλημάτων σε μακροχρόνιο ορίζοντα δεν τελειώνει με αυτά τα μέτρα. Και προφανώς –κατά την άποψή μας– μια μακροχρόνια πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στη μείωση των φόρων. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι στοχευμένες μειώσεις φόρων είναι και χρήσιμες και ενδεδειγμένες, ειδικά όταν ενισχύουν την ανάπτυξη και βοηθούν τη μείωση των ανισοτήτων. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να θυμόμαστε ότι κάθε μείωση φόρων αφαιρεί πόρους από το δημόσιο. Γιατί σύμφωνα και με την προσφιλή έκφραση της ΝΔ «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα», ένα κράτος στερημένο από έσοδα που θα μπορούσε να συλλέξει από εκείνους που έχουν φοροδοτική ικανότητα, είναι κράτος αδύναμο να παρέμβει και να διορθώσει τις ατέλειες της αγοράς. Και είναι πολλά τα πεδία που υπάρχουν τεράστιες ανάγκες.
Ποια πεδία θα αναφέρατε, ενδεικτικά;
Ενίσχυση, π.χ., των νέων για να μπορούν να εργαστούν, να κάνουν οικογένεια και να έχουν προοπτική για το μέλλον. Αυτό προφανώς περιλαμβάνει αύξηση του κατώτατου μισθού και θωράκιση των εργασιακών δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα όμως περιλαμβάνει, για παράδειγμα, μια συνεκτική στεγαστική πολιτική (προφανώς δεν αφορά μόνο τους νέους), ενίσχυση του δημόσιου σχολείου και της προσχολικής αγωγής, του δημόσιου συστήματος υγείας κ.λπ. Τη δημιουργία δηλαδή ενός σοβαρού κράτους πρόνοιας, που δεν θα εφαρμόζει αποσπασματικές πολιτικές, αντιδρώντας απλά στις εξελίξεις. Επίσης, θα πρέπει να γίνει αναδιοργάνωση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για να μπορέσουν να κατευθυνθούν σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Γιατί η εμμονή της ΝΔ σε μοντέλο παραγωγής βασισμένο στα μεγάλα έργα και τον τουρισμό αποδεδειγμένα –από την κρίση του 2008– δεν αποτελεί λύση για το μέλλον. Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα χωρίς να μπούμε και σε ζητήματα χωρίς άμεσο δημοσιονομικό κόστος, όπως ενίσχυση και διαφάνεια του κράτους δικαίου, αντιμετώπιση δομικών αδυναμιών του δημοσίου τομέα, ενίσχυση της δημοκρατίας. Είναι όλα ζήτημα προτεραιοτήτων…