Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Στάση ένα απόβραδο στο δάσος με χιονιά
Θαρρώ το ξέρω τίνος δάσος είν’ αυτό.
Κείνος που το ’χει μένει ωστόσο στο χωριό·
μέσα σε τούτο τον χιονιά δεν θα με δει
που κοντοστάθηκα εδώ πέρα και κοιτώ.
Το αλογατάκι μου όσο νά ’ναι θ’ απορεί,
δεν έχει χάνι εδώ στο δάσος να σταθεί,
πιο κει της λίμνης κρυσταλλιάσαν τα νερά
κι είν’ της χρονιάς η νύχτ’ αυτή η πιο σκοτεινή.
Τα κουδουνάκια του όλο ανήσυχο χτυπά,
μήπως χαθήκαμε είναι λες και με ρωτά.
Γύρω σιωπή, μόνο ένα θρόισμα απαλό
κι οι αχνές νιφάδες του χιονιού που πέφτει αργά.
Είναι βαθύ το δάσος, όμορφο, πυκνό,
μα εγώ ’χω λόγο δώσει κι έχω άλλο σκοπό,
μίλια πολλά να κάνω πριν να κοιμηθώ,
μίλια πολλά να κάνω πριν να κοιμηθώ.
(Ρόμπερτ Φροστ, μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης)
Υπάρχει κάτι που φωλιάζει βουβό στο σώμα. Μια διάθεση που μοιάζει σύνθετη ώστε να περιγραφεί, μια τάση που σε τραβάει διακριτικά, σχεδόν χωρίς να σε ακουμπήσει, κάτι που δεν γνωρίζεις πως αρχίζει ή πως τελειώνει. Είναι αυτή η δυσκολία, το απλό που μοιάζει περίπλοκο, το σύνθετο που μοιάζει λαβυρινθώδες.
Ένα γενικευμένο μούδιασμα, όπως ένα σώμα σε αδράνεια μετά από απότομο φρενάρισμα. Η δυσκολία της κανονικότητας μετά την πανδημία. Η γενικευμένη απουσία που μοιάζει με αδιαφορία. Οι εκδηλώσεις άδειες, οι συζητήσεις περιορισμένες, οι αντιδράσεις σποραδικές και συρρικνωμένες. Μια αίσθηση περίπου αποχής που μοιάζει με εγκατάλειψη. Τίποτα δεν ενθουσιάζει, τίποτα δεν συνομιλεί παρασύροντας.
«Ο κόσμος», λες, «δεν ενδιαφέρεται πια». Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Δεν είναι η απόλυτη απουσία, όπως τις μέρες του μεγάλου εγκλεισμού. Είναι κάτι που συμμετέχει και απέχει ταυτόχρονα. Αυτό που βιώνουμε είναι μια κοινωνία που δεν έχει βρει τον βηματισμό της. Mια κοινωνία που στέκει ανάμεσα και δεν γνωρίζει προς τα πού πηγαίνει. Είναι ο αμφίβολος ορίζοντας που δεν μπορεί να γίνει ορατός ώστε να αναγνωριστεί και ώστε να ερμηνεύσει τα βήματά μας και την πορεία μας. Προς τα πού κατευθυνόμαστε; Προς μια επιστροφή στην κανονικότητα; Προς μια επανάληψη κάποιας εκδοχής εγκλεισμών; Προς κάτι νέο; Οποιαδήποτε απάντηση είναι καλύτερη από αυτή την αναμονή. Αυτό το τίποτα που καραδοκεί.
Είναι η κοινότητα που βγαίνει από ένα σοκ για το οποίο δεν ήταν προετοιμασμένη. Μια συνθήκη μέσα στην οποία δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό της. Και αυτή η απόσταση με τον εαυτό μοιάζει να παγιώνεται. Όλοι είμαστε εδώ επιτελώντας τις ρουτίνες μας, εκτελώντας τις υποχρεώσεις μας, πιεζόμενοι από τον χρόνο και τις εκδοχές του. Αλλά ένα κομμάτι μας απουσιάζει. Ένα κομμάτι είναι ακόμη έγκλειστο σε μια απεγνωσμένη μόνωση.
Δεν είναι πως δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε, δεν είναι πως δεν μπορούμε να είμαστε σωστοί στις υποχρεώσεις μας. Είναι αυτό το λίγο παραπάνω, αυτός ο ενθουσιασμός για το μη συμβατικό που απουσιάζει. Το μούδιασμα και η αδράνεια μπροστά στο αβέβαιο που εμποδίζει τον κάθε σχεδιασμό. Και ο μόνος τρόπος για να βγούμε από τη συνθήκη αυτή συλλογικά είναι μέσα από ατομικές επιλογές. Μέσα από καταφάσεις προς μια ζωή όχι όμοια με αυτή που αφήσαμε και ταυτόχρονα όχι προσδιορισμένη όπως η ζωή που μας επιβλήθηκε την περίοδο της καραντίνας. Γιατί έχουμε μίλια πολλά να κάνουμε πριν κοιμηθούμε, μίλια πολλά πριν κοιμηθούμε…