Σε ένα από τα ωραιότερα κείμενα του, το «Κυριάκος Παναγιωτόπουλος» από τη συλλογή «Περί Αγγέλων και Δαιμόνων», ο ποιητής Αργύρης Χιόνης, μιλάει για έναν ιδιόρρυθμο, ικανό και επίμονο ζωγράφο, μετρ της ανα-παράστασης, που κάποια στιγμή του εναγώνιου βίου του εγκατέλειψε τα πάντα ζωγραφίζοντας και ξεσκίζοντας μετά τους πίνακές του. Αναζητούσε μέχρι τρέλας τον Θεό. Κάποια σκοτεινή στιγμή ζωγράφισε τον Ιώβ σε κάθε δυνατή αναπαράσταση του αβυσσαλέου δράματος που βίωνε τιμωρούμενος από τον Θεό που λάτρευε. Στο τέλος ζωγράφισε μια ελάχιστη αχνογάλανη, σχεδόν λευκή κηλίδα σε ένα τεράστιο κάτασπρο τελάρο. Είχε περάσει με ένα τεράστιο άλμα στην απόλυτη αφαίρεση. Μια λευκή τελεία σε λευκό φόντο. Είχε βρει τον αληθινό Θεό και στο τελευταίο παραλήρημα στο άσυλο τα λόγια τέλους ήταν «υπάρχει ένας Θεός, ο Ιώβ, ο πάσχων άνθρωπος»…
Ο Γιάννης Λασηθιωτάκης στην ατομική του έκθεση «Οι πύλες του Παραδείσου» στην γκαλερί ΔΛ αναζητάει τις δικές του πύλες του παραδείσου μέσα από γραμμές και γεωμετρικά σχήματα, λευκά τελάρα αλλά και χρώματα από την περιοχή του αχνού γαλάζιου, της ώχρας και του αίματος. Γραμμές μπλε, κόκκινες, μαύρες και πράσινες, που τρέχουν στο χώρο παράλληλες ή μένουν μετέωρες και ατελείς. Γραμμές που συγκροτούν τετράγωνα και παραλληλόγραμμα που μένουν καθαρά ή εμπλέκονται σε μεταξύ τους περιπέτειες. Κάποιες απ’ αυτές γίνονται κάθετοι πάσσαλοι που βυθίζονται απειλητικά στα όρια σαν να θέλουν να ξεσχίσουν το τελάρο και να ανοίξουν δρόμο στο επέκεινα της θεολογίας ή το άπειρο της κοσμολογίας αν προτιμάτε.
Ο Λασηθιωτάκης καταγράφει τον αγώνα και την αγωνία την ύπαρξης αλλά ξέρει ότι δεν έχει τις απαντήσεις και δεν θα μπορούσε να τις έχει. Ημιτελή σχήματα, μεταφυσικός ουρανός, ψευδαίσθηση της γεωμετρικής αποτύπωσης του κόσμου ως αληθούς, άρνηση της πραγματικότητας, ψευδοπροοπτική και αποθέωση του ατελούς σχήματος.
Το μάτι του θεατή καθοδηγείται και επιχειρείται η γητειά του με τη μεγάλη τοιχογραφία που ορίζει και τον χώρο της πρώτης μεγάλης αίθουσας. Επάλληλα σχήματα διαφορετικών χρωμάτων δημιουργούν μια χωροχρονική σήραγγα, όπου όμως μια μαύρη κάθετος εμποδίζει το πέρασμα στο άυλο γιατί, ίσως όσο και να προσπαθήσει κανείς, δεν θα καταφέρει να φτάσει στην απόλυτη γνώση.
Στο πέρασμα προς τη δεύτερη αίθουσα υπάρχει ο πίνακας που ο ζωγράφος αποκαλεί «Το μάτι του Θεού» και είναι ένα πολύ μικρό κόκκινο τετράγωνο σε λευκό φόντο μέσα σε μαύρο περίγραμμα που με τη σειρά του πατάει σε ένα πυκνό κίτρινο παραλληλόγραμο. Πολλά «λόγια» σε σχέση με τη λευκή κηλίδα σε λευκό τελάρο του φανταστικού Παναγιωτόπουλου θα μου πείτε. Ναι. Αλλά ο Λασηθιωτάκης ξέρει τον μέγιστο Malevich και το λευκό τετράγωνο σε λευκό φόντο, όπως ξέρει και τους σπουδαίους μεταγενέστερους της γεωμετρικής αφαίρεσης, Serra, Stella, Lewitt και Judd και βρίσκει τον δικό του δρόμο.
Τέλος υπάρχει και μια εγκατάσταση από μαύρο σίδερο που δεν ολοκληρώνεται ως σχήμα ποτέ. Γιατί; Ίσως γιατί «everything is broken» όπως τραγουδάει ο Ντίλαν με τη σπασμένη φωνή των τόσων χρόνων του πια…