Μέχρι τώρα μιλάγαμε για υπέρογκους λογαριασμούς, δυσβάσταχτους για πολλούς στην Ελλάδα της μετακρίσης και του κορονοϊού και άλλα αρνητικά και ενίοτε δυσάρεστα που δεν είναι της παρούσης. Τώρα μπορούμε να μιλάμε και για κάτι καλό. Πολύ καλό. Για μια έκθεση καλοστημένη από την Κατερίνα Κοσκινά, με χρηματικά βραβεία σε πέντε καλλιτέχνες που επέλεξε μια επιτροπή που δεν θα αμφισβητήσει κανείς το κύρος της και κυρίως με καλά έως και εντυπωσιακά έργα από την πλευρά των καλλιτεχνών που συμμετείχαν και επελέγησαν για την τελική εκθεσιακή φάση των 32, σε έναν πραγματικά μοναδικό και κατάλληλο για τέτοιες δράσεις χώρο, τον παλιό ατμοηλεκτρικό σταθμό της ΔΕΗ στο νέο Φάληρο. Ξέπλυμα; Θα το λέγαμε αν ήταν κάτι φτηνό ή εφετζίδικο. Όχι λοιπόν. Δεν ξεπλένεις με κάτι που αξίζει. Θα λέγαμε όμως το μπανάλ και τετριμμένο ότι τα καλά σ’ αυτόν τον τόπο πρέπει να έχουν και συνέχεια για να υπάρχει νόημα σε αυτό που γίνεται. Τελεία επ’ αυτού εδώ και πάμε μέσα στην έκθεση.
Η πρόκληση-πρόσκληση από πλευράς ΔΕΗ ήταν οι καλλιτέχνες που θα ήθελαν να συμμετάσχουν, πέρα από την προφανή θεματολογία, να χρησιμοποιήσουν και τα σχετικά υλικά: το φως και άλλα βιομηχανικά εξαρτήματα αλλά και ήχους από την πολυποίκιλη παραγωγική διαδικασία της επιχείρησης. Μάλιστα θα μπορούσαν να ζητήσουν από τη ΔΕΗ τέτοια υλικά που ήταν διαθέσιμα στις αποθήκες, όπερ και εγένετο με εξαιρετική επιτυχία από κάποιους δημιουργούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βασιλική Λεγάκη, που δικαίως πήρε το πρώτο βραβείο, αξιοποιεί ευφάνταστα ήχους, από μια πλειάδα εργασιών από την εξόρυξη μέχρι το τελικό παραγόμενο προϊόν, και δημιουργεί μια ηχητική κατασκευή βγαλμένη από τα σπλάχνα της γης και της μουσικής πρωτοπορίας ενός Ξενάκη, Κέιτζ, Μπουλέζ ή ενός Λουίτζι Νόνο.
Το έργο της «Περιστροφές», είναι μια εγκατάσταση για 14 ηχεία που μετατρέπουν τον ήχο σε υλικό δόμησης και ορισμού του χώρου.
Στην ίδια κατηγορία και η Βιβέττα Χριστούλη με το έργο «Light Uncaptured», που εμφανώς κατά την κρίση μας αδικήθηκε μένοντας εκτός βραβείων, χρησιμοποιεί ανάστροφα μονωτήρες από τις κολώνες της ΔΕΗ ως γυάλινα κηροπήγια και τοποθετεί επάνω τους κεριά αναμμένα προκαλώντας ένα εντυπωσιακό κοντράστ με τα φώτα Led που εκπέμπουν οι κατακόρυφες πηγές φωτός που έχει διατάξει με τέτοιο τρόπο, ώστε ο θεατής να μαγνητίζεται έχοντας την ψευδαίσθηση ενός κινούμενου φωτεινού δάσους. Πρόκειται για την «απόδειξη» της μεταφυσικής της βιομηχανικής παραγωγής κι αυτό αφορά και τα δύο έργα που αναφέρουμε.
Δεν γνωρίζουμε τα εκατοντάδες έργα που δεν έφτασαν στην τελική φάση κατά την κρίση της επιτροπής, αλλά είναι βέβαιο ότι όλα τα έργα που εκτίθενται αξίζουν να βρίσκονται εκεί. Ακόμα και τα μικρά σε μέγεθος και «ταπεινά» μπροστά στις μεγάλες και ευφάνταστες κατασκευές, φωτογραφικά και αμιγώς ζωγραφικά έργα έχουν άποψη, ενδιαφέρουσα αισθητική και θέμα και τιμούν τους δημιουργούς τους.
Θα μείνω λίγο περισσότερο στα έργα του Κώστα Παπά «Hold back the night» και της Έφης Σπύρου «Μουσική ενός φλεγόμενου αστέρα» που βέβαια είναι μικτά συνδυάζοντας διαφορετικά υλικά. Στο πρώτο συναντάμε το λιτό, αφαιρετικό αλλά τόσο πυκνό νοηματικά σχέδιο του Παπά, που ξέρει να χειρίζεται το κάρβουνο εντυπωσιακά και με πρόσθετα υλικά όπως πλάκες πορομπετόν, μπετόβεργες και λάμπες φθορίου δημιουργεί έναν μεταβιομηχανικό ερειπιώνα αντάξιο της καλής επιστημονικής φαντασίας. Είναι μια «Έρημη χώρα» πάνω σε μια ξύλινη πινακίδα.
Το δεύτερο, που απέσπασε το τρίτο βραβείο, είναι μια δεσπόζουσα στον χώρο κατασκευή, ένα μνημειακό υφαντό από ανακλαστικές ταινίες και μαύρο ύφασμα που παίζει ευφάνταστα με τις έννοιες φως, κίνηση, ενέργεια και τελικά ανταγωνίζεται υπέροχα τις συγκλονιστικού σχεδιασμού, όγκου και βάρους εργοστασιακές τουρμπίνες ανάμεσα στις οποίες σωστά τοποθετήθηκε από την επιμελήτρια της έκθεσης.
Κλείνοντας θέλω να επισημάνω ότι όλα τα έργα με τον τρόπο τους έπαιξαν θετικά με τη φαντασμαγορία της βιομηχανικής παραγωγής εκτός από δύο που έχουν την πρόσθετη τιμή της κριτικής! Πρόκειται για το «Flux» της Μαρίνας Παπαδάκη, που μας θυμίζει ότι η φορντική παραγωγή εκτός από επικερδής είναι και απάνθρωπη, και για το «Expressing electricity» του Απόστολου Μητρόπουλου, που σκανάροντας διαδραστικά μια στολή εργασίας σε προθήκη, σχολιάζει πικρά την τεχνολογία του ελέγχου ως δυστοπία του μέλλοντος μας.