Την περασμένη Κυριακή βρεθήκαμε στον περίβολο του πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ (γραφεία ΣΦΕΑ) για το τελευταίο αντίο στον συναγωνιστή, σύντροφο και φίλο Μίμη Δαρειώτη. Όλες οι γενιές της Αριστεράς: παλιοί Λαμπράκηδες, αντιδικτατορικοί και αγωνιστές της γενιάς του Πολυτεχνείου, της ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ και του Ρήγα Φεραίου, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η νεολαία του, άνθρωποι των κινημάτων, της ευρύτερης αριστεράς, της κεντροαριστεράς, στελέχη της ΛΑΕ. Πλήθος κόσμου που συμπορεύτηκε μαζί του επί εξήντα περίπου χρόνια. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για τον Μίμη, να θυμηθούν μια ιστορία, ένα επεισόδιο, μια συζήτηση μαζί του. Ο σύντροφός μας κατόρθωσε, με το φευγιό του, να ενώσει διάφορες παραδόσεις της Αριστεράς.
Το κατόρθωσε γιατί ήταν πάντα ανοικτός, φιλικός και έτοιμος να συζητήσει καλόπιστα κάθε αντίθετη άποψη, υπερασπιζόμενος βέβαια σθεναρά τη δική του. Εύκολα δεν έκανε πίσω, αλλά είχε το χάρισμα αυτό να μην τον εμποδίζει να έχει μια γόνιμη συνεργασία με τις συντρόφισσες και τους συντρόφους εντός και εκτός κόμματος. Έμοιαζε, λόγω της ευθύνης του για τα οικονομικά, με φτωχή μάνα που, παρά τις δυσκολίες, τα καταφέρνει να μην μένει κανένα της παιδί χωρίς φροντίδα: ο Συνασπισμός και ο ΣΥΡΙΖΑ, πρώτα απ’ όλα και η νεολαία τους, η «Αυγή», τα ΑΣΚΙ, η ΕΜΙΑΝ, το Κόκκινο, ο «Πουλαντζάς», τα κομματικά και τα αντιρατσιστικά φεστιβάλ, το Φόρουμ, η «Εποχή», η Αλληλεγγύη για Όλους, οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες που είχαν ανάγκη.
Ο Μίμης ξεχώριζε για την πολιτική σκέψη, τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα στη δουλειά του. Τα χαρακτηριστικά αυτά τον έκαναν από πολύ νωρίς, από τα φοιτητικά του χρόνια, στους αγώνες για δημοκρατία, παιδεία και στη συμμετοχή του στη Νεολαία Λαμπράκη, να αναδειχθεί σε κεντρικό στέλεχος της Οργάνωσης Αθήνας της ΕΔΑ. Βγήκε απ’ τη δοκιμασία της δικτατορίας με σωματικά τραύματα, αλλά ηθικά και πολιτικά δυνατότερος. Μετά τη μεταπολίτευση συμμετείχε με το ίδιο πάθος στη συλλογική προσπάθεια της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστεράς, ως μέλος της Γραμματείας του ΚΚΕ εσωτερικού και της ΚΕ της ΕΑΡ. Μέχρι το τέλος, με κλονισμένη πια την υγεία του, δεν το έβαλε κάτω, ήταν πάντα παρών. Και θα εξακολουθήσει να είναι, «όπως τόνισε στη συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας: «Θα είσαι παρών σε κάθε βήμα μας γιατί σήμερα, όσο κι αν οι συνθήκες έχουν αλλάξει, έχουμε ανάγκη την ανιδιοτέλεια, την αποφασιστικότητα, την αφοσίωση, τη σεμνότητα που η ζωή σου είχε υπογράψει».
Μπ. Κ.
Σύντροφος με όλη την έννοια της λέξης
Κοιτάζω τις φωτογραφίες του Μίμη Δαρειώτη από την κατάθεσή του στη Βουλή για τις χρηματοδοτήσεις των κομμάτων. Ήταν αυτές που κυρίως κυκλοφόρησαν στα κοινωνικά μέσα με αφορμή τον θάνατό του· δεν υπήρχαν άλλωστε και πολλές άλλες. Τις κοιτώ και βλέπω στο πρόσωπο του την αμηχανία του ανθρώπου που δεν του άρεσε η προσωπική προβολή, που δεν διεκδίκησε ποτέ τις πρώτες θέσεις, αλλά τις τελευταίες καρέκλες στις αίθουσες των συνεδριάσεων. Δεν ήταν ταπεινότητα, δεν ήταν μετριοφροσύνη. Ήταν άποψη και πολιτική στάση. Ο Μίμης, νομίζω, ότι πιο πολύ από όλους της γενιάς του πίστεψε στη συλλογικότητα, στην ανώνυμη προσφορά και στην κοινή δημιουργία. Διάλεξε, σε όλη του τη ζωή, συνειδητά τον αφανή ρόλο του οργανωτή, του στελέχους που διαμόρφωνε τα πλαίσια και τις προϋποθέσεις ώστε να ανθίσει η συλλογική δουλειά. Σε μια μακρά κομματική διαδρομή, διάλεξε τον πιο δύσκολο και άχαρο ρόλο, εκείνο του οικονομικού υπεύθυνου, και τον έφερε σε πέρας με μοναδική ικανότητα, επενδύοντάς τον με το δικό του κύρος και σοβαρότητα. Ήταν πάντα εκεί, μετρημένος, λιτός και έτοιμος την κρίσιμη ώρα να διαχειριστεί την τεράστια μετάβαση ενός κόμματος από το 5% στην κυβέρνηση, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τους λειτουργικούς τομείς της δραστηριότητάς του.
Τι είναι αυτό που διαμορφώνει τους ανθρώπους; Πώς συνταίριαζαν η αυστηρότητα, η λιτότητα, η σοβαρότητα με την καλοσύνη και το έμπρακτο ενδιαφέρον του για τους άλλους; Σκέφτομαι την καταγωγή του, το αγροτικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, σκληρό και λιτό, μα με δεσμούς που ένωναν ανεξίτηλα τους ανθρώπους· αναλογίζομαι τον ΕΑΜίτη πατέρα τη σχέση του με την Αριστερά, σχέση θα έλεγε κανείς σχεδόν σωματική. Και έπειτα, η ένταξή του στους Λαμπράκηδες, -Θεοδωράκης, Κύρκος, Μπενάς- οι άνθρωποι που τον σημάδεψαν μα και τα πρόσωπα της γενιάς του με τους οποίους συμπορεύτηκε. Στο ΚΚΕ εσωτερικού, εκεί που διαμορφώθηκε πολιτικά, για να ακολουθήσει έπειτα η ΕΑΡ, ο Συνασπισμός, ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και μετά από επώδυνες διασπάσεις, κράτησε τις ανθρώπινες σχέσεις, διατήρησε τους δεσμούς του με τους παλιούς συντρόφους.
Και τι επίδραση μπορεί να είχαν πάνω του οι ανηλεείς ξυλοδαρμοί, τα φριχτά βασανιστήρια, ο παρατεταμένος εγκλεισμός; Ήταν προνόμιο δικό του και των λιγοστών συντρόφων του που αντιστάθηκαν στη χούντα. Δεν θέλησε ποτέ να μιλήσει δημόσια για τα όσα είχε περάσει, δεν εξαγόρασε τίποτα με αυτά. Τα κράτησε ως δική του μνήμη, αναμνήσεις που μοιραζόταν με τους δικούς του ανθρώπους, όσους ενδεχομένως μπορούσαν να καταλάβουν. Κι όταν ακόμη του φέρναμε τεκμήρια από τις καμπάνιες στο εξωτερικό, την εκστρατεία για τη διάσωσή του από τις χουντικές φυλακές, έτσι για να τον τσιγκλήσουμε μπας και δεχτεί να μας μιλήσει, τα έχωνε αμήχανα στα συρτάρια του, μουρμουρώντας ότι κάποτε θα τα βρει ο γιος του. Ήταν και αυτό μέρος της πολιτικής του παιδείας, της καταγωγής του.
Ο Μίμης συνδέθηκε στενά με τα ΑΣΚΙ. Ήταν εκείνος που μαζί με τον Ηλία Στάβερη μας υποδέχτηκε στην Κουμουνδούρου και από τότε υπερασπίστηκε και ενίσχυσε το έργο μας όσο κανείς άλλος. Όλο και πιο συχνά, τα τελευταία χρόνια, άφηνε το βασίλειο του στον 6ο όροφο ερχόταν να μας βρει να πει δυο λόγια με τα παιδιά του Αρχείου, να αναζητήσει ένα βιβλίο, να ρωτήσει για κάτι που δεν ήξερε. Του άρεσε να χαρίζει τα βιβλία που του δίναμε και έπειτα του φέρναμε ξανά άλλα, που πάλι τα ξαναχάριζε. Σεβόταν τη γνώση και εκτιμούσε τους νέους ανθρώπους που δούλευαν σε αυτές τις παλιές ιστορίες. Μα πιο πολύ αγαπούσε τους πρωταγωνιστές της δικής του γενιάς μα και της προηγούμενης. Λίγοι ξέρoυμε πόσους πολλούς αγωνιστές και αγωνίστριες βοήθησε σιωπηρά σε δύσκολες στιγμές, πόσες συλλογικές πρωτοβουλίες ενίσχυσε, πόσο μας παρακίνησε να τιμήσουμε ανθρώπους, να μη τους ξεχάσουμε, να γράψουμε, να εκδώσουμε, να μιλήσουμε.
Δεν ήταν ο άνθρωπος της θεωρίας μα της πράξης. Πάντα έτοιμος να προσφέρει λύσεις, να οργανώσει, να βάλει τα όρια. Σκέφτομαι πόσο του άρεσε η ξυλουργική, πόσο αγαπούσε αυτό που μπορούσαν να φτιάξουν τα χέρια. Κυριολεκτικά με τα χέρια και το σώμα, με ολόκληρη τη ζωή του υπηρέτησε το όραμά του, το όραμα της κομμουνιστικής ανανέωσης, όπως σφυρηλατήθηκε στα νεανικά του χρόνια και μετεξελίχθηκε στη συνέχεια. Για όσους και όσες τον ζήσαμε ήταν ένα καταφύγιο, η ανοιχτή πόρτα την ώρα της δυσκολίας. Σύντροφος, με όλη την έννοια της λέξης.
Βαγγέλης Καραμανωλάκης
Έμαθα αργότερα…
Υπάρχουν κάποιες εμπειρίες που μόνο στην Ελλάδα μπορείς να τις ζήσεις: να συναντήσεις κάποιον τυχαία, να κουβεντιάσεις μαζί του για ορισμένα θέματα της επικαιρότητας και μόνο αργότερα να μάθεις ότι είχες γνωρίσεις έναν πολύ ιδιαίτερο άνθρωπο, που θα ήθελες να μιλάς μαζί του για μέρες για την πολύ ιδιαίτερη αγωνιστική ζωή του. Αυτό μου συνέβη με τον Δημήτρη Δαρειώτη.
Η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα είχα και πολύ παλιότερα τη θλιβερή ευκαιρία να συναντήσω άντρες και γυναίκες με ανάλογες εμπειρίες. Αλλά αυτές οι συναντήσεις δεν έγιναν σε ομαλούς καιρούς, στα κεντρικά γραφεία ενός κόμματος που ο σύντροφος αρχηγός του ήταν ο πρωθυπουργός μιας κανονικής δημοκρατικής χώρας.
Τον Δημήτρη τον συνάντησα στο γραφείο του στο κτίριο του ΣΥΡΙΖΑ, όταν είχα επισκεφθεί τα ΑΣΚΙ για να παραδώσω κάποια παλιά τεκμήρια που φύλαγα πολλά χρόνια στα συρτάρια μου, τα οποία αφορούσαν εμπειρίες μου στην Ελλάδα στη δεκαετία του 1960, καθώς και επαφές μου με εξόριστους Έλληνες κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τότε ήξερα ελάχιστα πράγματα για τη ζωή και τους αγώνες του. Όταν τα πληροφορήθηκα αργότερα, σκέφτηκα πόσες πολλές ερωτήσεις θα μπορούσα να του είχα κάνει για τη δράση του εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Και αποφάσισα να το κάνω αυτό σε μια επόμενη ευκαιρία…
Δεν τα κατάφερα. Δυστυχώς χάθηκε πριν προλάβω να τον ξανασυναντήσω. Η ενημέρωσή μου για το θλιβερό γεγονός από τον σύντροφο και φίλο που μου γνώρισε τον Δημήτρη Δαρειώτη μου δίνει την ευκαιρία να του στείλω έναν τελευταίο χαιρετισμό θαυμασμού και νοσταλγίας. Και να διαπιστώσω για άλλη μια φορά ότι η Ελλάδα είναι μια ξεχωριστή χώρα με μοναδικούς συντρόφους.
Λουτσιάνα Καστελίνα
Ρώμη, 12 Φεβρουαρίου 2022
Μπροστά στους βασανιστές
Ο Μίμης Δαρειώτης ήταν η προσωποποίηση της αγωνιστικότητας αλλά και της ευγένειας, σεμνότητας, ήθους και προσφοράς. Πάνω από όλα όμως για μένα ήταν μια μυθική μορφή της Αντίστασης και του αγώνα ενάντια στη χούντα. Έμαθα πρώτη φορά για τον Μίμη το ’68, μαθητής στη Β΄ γυμνασίου. Θυμάμαι τον πατέρα μου που είπε στη μάνα μου «πιάσανε οι βρωμεροί οι φασίστες τον μεγάλο γιο του Τάσου Δαρειώτη, τον Μίμη, τον μαθηματικό, και τον έχουν βασανίσει σαράντα μέρες, αλλά δεν μαρτύρησε τους συντρόφους του». Θυμάμαι την αγωνία του να μαθαίνει για τα βασανιστήρια που του έκαναν, τη φυλάκισή του. Όταν έφερε την εφημερίδα με την πρόταση του επιτρόπου να καταδικαστεί σε θάνατο, την πήρα στα χέρια μου και διάβαζα με δέος την απολογία του. Θεωρούσα πως ήταν ένας υπεράνθρωπος που δεν λύγιζε μπροστά στους βασανιστές.
Τον γνώρισα Αύγουστο 1974, μετά τη μεταπολίτευση, που ήρθε στην Κορώνη. Όταν συναντηθήκαμε και μίλησα με τον ήρωα των παιδικών μου χρόνων, σκέφτηκα πως ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε στο καπνισμένο τσουκάλι «και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά…» για ανθρώπους σαν τον Μίμη.
Θα τον θυμάμαι πάντα. Αιωνία του η μνήμη.
Θανάσης Πετράκος
Η επικήρυξη
Αρχές Δεκέμβρη 1967, η Χούντα προχώρησε σε μια ενέργεια συκοφάντησης της αντίστασης. Ενοχοποίησε οργανώσεις της για τον θάνατο, από έκρηξη βόμβας στην οδό Πειραιώς και Ζήνωνος, και επικήρυξε σαν ληστές τρεις νέους που ήταν ήδη παράνομοι: τον σκηνοθέτη Σωτήρη Αναστασιάδη, τον φοιτητή Μίμη Δαρειώτη και τον ξυλουργό Γιάννη Νίκα. Άγνωστο με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή. Οι δυο πρώτοι ήταν δραστήρια στελέχη της Νεολαίας Λαμπράκη, του Συμβουλίου Πόλης της Αθήνας, που αμέσως πέρασαν στην παρανομία και συμμετείχαν στο ΚΚΕ, ΠΑΜ (Πατριωτικό Μέτωπο) και ειδικότερα ΠΑΜ Νέων. Ο τρίτος ανήκε σε τροτσκιστική οργάνωση και συμμετείχε επίσης στην αντίσταση. Κανένας δεν είχε ανάμειξη με τη βόμβα, ποτέ δεν μαθεύτηκε η πατρότητά της. Άγνωστο αν εξαρχής η Χούντα έστησε προβοκάτσια γνωρίζοντας ότι οι επικηρυγμένοι δεν είχαν σχέση. Είναι η πιθανότερη εκδοχή αφού στο Στρατοδικείο εξαρχής αποσύρθηκε η κατηγορία του «δυναμιτιστή» και «ληστή» και καταδικάστηκαν ως στελέχη του ΠΑΜ Νέων μαζί με άλλους νέους τον Γενάρη 1969.
«Θούριος» Φύλλο 7, Γενάρης 1969
Σε τρεις συνεχόμενες δίκες δικάστηκαν στις 22-23-24 Γενάρη, οι Παύλος Νεφελούδης και Περ. Ροδάκης, μέλη του ΠΑΜ για αντιστασιακή δράση, οι Μίμης Δαρειώτης, Πόπη Τζεμπελίκου και άλλοι τρεις φοιτητές για διανομή αντιστασιακών εντύπων στους φοιτητικούς χώρους και δέκα μέλη του ΠΑΜ νέων: οι Γιάννης Πετρόπουλος, Σ. Αναστασιάδης, Κ. Μανταίος, Ν. Αρμάος, Χρ. Ρεκλείτης, Μαρία Καλλέργη, Μ. Δαρειώτης, Μάγδα Πίττακα, Μπούλη Θεοφυλακτοπούλου και ο Κύπριος Αριστείδης Ευάνθης για ανατρεπτική δράση και εγκληματικές ενέργειες. Στην τελευταία δίκη η χούντα προσπάθησε να εμφανίσει τους πατριώτες σαν εμπρηστές και τρομοκράτες, υπεύθυνους για τον θάνατο της αθώας κοπέλας, στο επεισόδιο της μπόμπας τον Νοέμβρη του 1967. Η προσπάθειά της όμως κατάληξε, σε τέτοιο βαθμό σε φιάσκο και αυτοαποκάλυψή της, ώστε και η ίδια, με τα όργανά της στο στρατοδικείο, αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την κατηγορία.
Π.Κ.
Με βαθιά συναίσθηση
Με τον Μίμη με συνέδεε παλιά σχέση για σχεδόν 50 χρόνια. Είναι φυσικό, λοιπόν, να υπάρχουν άπειρες αναμνήσεις. Δεν ταιριάζει όμως στον χαρακτήρα μου, αλλά ούτε και στον Μίμη θα άρεσε, να μπω στην εξιστόρηση αναμνήσεων.
Αντίθετα, αυτό που θα ήθελα να αναδείξω, σε λίγες γραμμές, είναι το κατ' εμέ βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Ο Μίμης γεννήθηκε στην Αριστερά, έζησε στην Αριστερά και πέθανε στην Αριστερά.
Αυτή η συνέπεια, όμως, δεν υπήρξε αποτέλεσμα τυφλής πίστης, άγνοιας προβλημάτων, εξιδανίκευσης προσώπων. Απεναντίας, είχε βαθιά συνείδηση των ιδεολογικών και πολιτικών ορίων και αδιεξόδων του χώρου. Των ιστορικών λαθών, της ανεπάρκειας των κατά καιρούς ηγεσιών, της μικρότητας, πολλές φορές, προσώπων.
'Όμως, όλα αυτά τα αντιμετώπιζε ως προβλήματα οικογένειας, δεν διανοήθηκε ποτέ στο όνομα των όποιων διαφωνιών να βγει έξω από τα όριά της. Για τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ επί πολλούς μήνες μου έψελνε τα εξ αμάξης. Όμως, τον υπηρέτησε με την ίδια συνέπεια και αφοσίωση, που υπηρέτησε και το ΚΚΕ εσωτερικού, την ΕΑΡ, τον ΣΥΝ.
Σε αυτή τη δύναμη και μεγαλείο ψυχής οφείλουμε να υποκλιθούμε.
Στέργιος Πιτσιόρλας
Άνθρωπος ορχήστρα
και ταυτόχρονα αθόρυβος
Ο Μίμης ήταν μάλαμα, γλυκός και κυρίως υποστηρικτικός. Είχε τη φήμη του στρυφνού γιατί είχε αναλάβει τον ρόλο του μπαμπούλα των οικονομικών. Όταν πρωτομπήκα στο γραφείο του, φοιτητής ακόμα, τρέμαν τα πόδια μου. Θυμάμαι όμως και το χειροκρότημα στο συνέδριο που ανακοινώθηκε ότι η Κουμουνδούρου εξοφλήθηκε. «Το κόμμα πρέπει να έχει σπίτι, μου έλεγε, δεν είμαστε περαστικοί». Όταν εκλέχθηκα γραμματέας με πήρε από το χέρι να με πάει στα ΑΣΚΙ.
Αυτός ήταν ο Μίμης. Και ήμασταν τυχεροί όσοι και όσες τον είδαμε να μας χαμογελάει γλυκά ή για μια στιγμή να βουρκώνει από συγκίνηση. Όσοι κι όσες νιώσαμε το χέρι του στον ώμο μας.
Ο Μίμης ήταν άνθρωπος ορχήστρα και ταυτόχρονα αθόρυβος. Συνομιλούσε με πιο πολλά μέλη και σε πιο πολλές περιοχές από το οργανωτικό γραφείο. Ήταν εργατικός και ανιδιοτελής, σεμνός και τίμιος παραπάνω από όσο μπορούσες να φανταστείς. Και συνήθως είχε δίκιο.
Ήταν τιμή μας που βρεθήκαμε δίπλα σε έναν άνθρωπο τέτοιας πάστας. Τον άνθρωπο που στάθηκε όρθιος απέναντι σε βασανιστές και στρατοδίκες, τον άνθρωπο που πήρε για χρόνια το κόμμα στην πλάτη του.
Τάσος Κορωνάκης
Συμπαραστάτης της ΕΜΙΑΝ
Ο Μίμης Δαρειώτης στα εγκαίνια των πρώτων γραφείων της ΕΜΙΑΝ.
Στις 11 Φεβρουαρίου έφυγε ο Μίμης Δαρειώτης, σεμνός αντιδικτατορικός αγωνιστής, δραστήριο στέλεχος της ανανεωτικής Αριστεράς, πιστός φίλος και συμπαραστάτης της ΕΜΙΑΝ.
Γεννήθηκε Μάρτιο 1943 στο Χαρακοπιό Μεσσηνίας. Ο πατέρας του, αγρότης, υπήρξε ΕΑΜίτης. Ο Μίμης από τα νεανικά του χρόνια εντάχθηκε στην Αριστερά και πάλεψε για δημοκρατία και τα δικαιώματα της νέας γενιάς από τις γραμμές της Νεολαίας ΕΔΑ και Νεολαίας Λαμπράκη.
Φοιτητής της Φυσικομαθηματικής του Πανεπιστημίου Αθηνών συμμετείχε στον αγώνα κατά της χούντας, με αρκετούς άλλους Λαμπράκηδες. Συνελήφθη τον Απρίλη του 1968, και κρατήθηκε σε απομόνωση στην Ασφάλεια όπου βασανίστηκε απάνθρωπα επί τετράμηνο. Ιανουάριο 1969 δικάστηκε, σε δύο δίκες, στο Έκτακτο Στρατοδικείο. Κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Κορυδαλλού μέχρι τον Αύγουστο 1973. Ξαναπιάστηκε, και κρατήθηκε στην Ασφάλεια και στο Μπογιάτι, στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και τον Φεβρουάριο 1974.
Από τη μεταπολίτευση συνέχισε να αγωνίζεται οργανωμένος, μέχρι πρόσφατα, ως στέλεχος της ανανεωτικής Αριστεράς: ΚΚΕ Εσωτερικού, Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ), Συνασπισμού, ΣΥΡΙΖΑ.
Όσοι τον γνωρίσαμε και αγωνιστήκαμε μαζί του θα μας μείνει αξέχαστος. Ανιδιοτελής, ακέραιος, πράος, αγαπητός και ευγενικός, μα ανυποχώρητος στις ιδέες του. Με θλίψη και βαθιά συγκίνηση τον αποχαιρετούμε παλιοί του φίλοι, σύντροφοι και συναγωνιστές. Τα συλλυπητήριά μας στην οικογένειά του.
Από την ΕΜΙΑΝ,
Θανάσης Καλαφάτης - Ζήσιμος Συνοδινός
Γιατί, ρε Μίμη;
Μια σχέση βαθιάς εμπιστοσύνης, μια φιλία χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, που αφήνει ανεξίτηλο το χνάρι της όλη την υπόλοιπη ζωή μπορεί να ξεκινήσει από κάτι τόσο φαινομενικά ασήμαντο όσο ένα πιάτο φαΐ που μοιράστηκες, ανυποψίαστος ότι στο τέλος θα συμπύκνωνε το νόημα μιας διαδρομής χρόνων και χρόνων.
Μιλώ για τη φιλία που μου εμπιστεύτηκε ο Μίμης ο Δαρειώτης και που τη μοιράστηκα μαζί του όπως μοιράζεσαι μια μπουκιά ψωμί.
Μιλώ για το δείπνο της πρώτης μου μέρας στο θάλαμο των νεολαίων στην πτέρυγα των πολιτικών κρατουμένων στην Αίγινα. Για τα χαμόγελα που με υποδέχτηκαν. Για τις φλυαρίες και τα γέλια στα δείπνα μας τα μυστικά, για τις λυπημένες σιωπές που μιλούσαν για έναν έρωτα έξω από τα κάγκελα. Για τον Σωτήρη Αναστασιάδη, τον Γιάννη Πετρόπουλο, τον Γρηγόρη Παντή, που έφυγαν νωρίς, άδικα. Για τον Μήτσο Μαστροδήμο, τον Γιώργη Μποτζάκη, τον Νίκο Πανώριο.
Μιλώ για τον Μίμη.
Μιλώ για τον τελευταίο του Νοέμβρη. Για το δείπνο με τον Βασίλη, τον Άγγελο, τον Χρήστο, τον Στέλιο, τον Αχιλλέα, τον Μπάμπη, καλά να ’ναι. Μιλώ για ό,τι αγκαλιάζει εντός μου το όνομα του Μίμη.
Μιλώ για τον αποχαιρετισμό μας, που υποσχεθήκαμε να βρεθούμε σύντομα, που μου χαμογέλασε πριν κλείσει πίσω του η πόρτα του ασανσέρ.
Δεν ξαναβρεθήκαμε. Γιατί;
Γιατί, ρε Μίμη, δε λέει η μπουκιά να κατεβεί τον λαιμό;
Κ.Γ.