Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
 

 


Στις 15 Φεβρουαρίου η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε την αύξηση του πληθωρισμού κατά 6,2% για τον Ιανουάριο του 2022 σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021. Η Ελλάδα σημείωσε ρεκόρ 25ετίας, καταγράφοντας, έτσι, την υψηλότερη τιμή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) από την ένταξή της στο ευρώ μέχρι σήμερα. Οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών ανεβαίνουν διαρκώς και επίμονα. Η ακρίβεια επιβαρύνει νοικοκυριά και επιχειρήσεις και εξαφανίζει το διαθέσιμο εισόδημα ιδιαίτερα των μεσαίων και των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Γιατί, κακά τα ψέματα, την ακρίβεια δεν την βιώνουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Κοινώς, οι επιπτώσεις δεν είναι οριζόντιες, όπως οι επιδοτήσεις που δίνονται ανεξαρτήτως κριτηρίων διαβίωσης.

 


Οι αρμόδιοι υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών τονίζουν ότι το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τη χώρα μας, αλλά είναι παγκόσμιο και εξωγενές. Προσπαθούν, μάλιστα, να υποβαθμίσουν την αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα και τον πρωταθλητισμό μας μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., συγκρίνοντας τη χώρα μας με την Ισπανία. Μια αναλυτική ματιά, όμως, (βλέπε γράφημα) στους ΔΤΚ των δύο χωρών από τις 31 Δεκεμβρίου 2020 ως σήμερα δείχνει την πραγματική κατάσταση: Η Ελλάδα από τον αποπληθωρισμό του 2,32% έφτασε στον πληθωρισμό του 6,25% μέσα σε λίγους μήνες, καταγράφοντας άνοδο 8,57% στον ΔΤΚ. Την ίδια περίοδο, η Ισπανία κατέγραφε άνοδο κατά 6,6%, από τον αποπληθωρισμό του 0,5% στον πληθωρισμό του 6,1%.

Οφείλονται απαντήσεις

Οι αρμόδιοι υπουργοί οφείλουν, λοιπόν, ακόμα απαντήσεις. Η απότομη άνοδος του πληθωρισμού τρομάζει. Ειδικά όταν επηρεάζει, με τόσο βίαιο και απότομο τρόπο, εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Εκείνους, δηλαδή, που σήκωσαν, επί μία δεκαετία, μεγάλο φορολογικό βάρος, δυσανάλογο με τις δυνατότητές τους, και που σήμερα βρίσκονται φορτωμένοι με ένα υψηλό ιδιωτικό χρέος.
Οι επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη δείχνουν πως τόσο η πανδημία όσο και η ακρίβεια αξιοποιούνται ως «εργαλεία» για τη –μια και καλή– ισοπέδωση της μεσαίας τάξης αλλά και των χαμηλόμισθων και των εν γένει φτωχών στρωμάτων.
Θα μπορούσε να έχει γίνει κάτι για την προστασία τους; Προφανώς, ναι. Όλα ξεκινούν από τις αυξημένες τιμές στην ενέργεια. Κανείς ως σήμερα δεν έχει απαντήσει γιατί στην Ελλάδα έχουμε την ακριβότερη τιμή ανά μεγαβατώρα στη χονδρική τιμή ηλεκτρισμού. Ούτε έχει απολογηθεί γιατί, ενώ η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μείωσε τον ΦΠΑ στην ενέργεια στα κατώτερα επίπεδα του 6%, η κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε, μέσω του κ. Χατζηδάκη, να εξουδετερώσει τη μείωση αυτή με μια ισόποση αύξηση στην τιμή του ρεύματος. Δηλαδή, εκεί που οι καταναλωτές θα έβλεπαν μια αισθητή μείωση στους λογαριασμούς του ρεύματος τελικά δεν επωφελήθηκαν στο παραμικρό. Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι επιλογές που έγιναν στη συνέχεια οδήγησαν σε περαιτέρω αυξήσεις των τιμολογίων του ρεύματος. Το λεγόμενο σχέδιο διάσωσης της ΔΕΗ, των κ. Μητσοτάκη και Χατζηδάκη, άφηνε εκτός το σημαντικότερο παράγοντα λειτουργίας του: τους καταναλωτές.

Υπήρχαν εργαλεία

Υπήρχε τρόπος να προστατέψει η ΔΕΗ τους πελάτες της από την άνοδο των τιμών στην ενέργεια; Σαφώς και υπήρχε. Το κάνει η ίδια για τον εαυτό της μέσω των παραγώγων, αντισταθμίζοντας τον κίνδυνο και επιτυγχάνοντας ήδη κέρδη 167 εκατ. ευρώ για το 2ο και το 3ο τρίμηνο του 2021, ενώ για το 4ο τρίμηνο αναμένονται πολύ μεγαλύτερα κέρδη.
Το έκανε και η «γαλλική ΔΕΗ», η υπό δημόσιο έλεγχο EDF, η οποία –μετά την παρέμβαση της γαλλικής κυβέρνησης– πουλά το ρεύμα σε πολύ χαμηλότερη τιμή από την τρέχουσα, ακόμα και αν το κόστος για την επιχείρηση αγγίζει τα 9,6 δισ. δολάρια.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να αποκαθηλώσει το Δ της ΔΕΗ, όχι ως γράμμα από ένα αρκτικόλεξο, αλλά ως πολιτική. Το Δ είχε να κάνει με το δημόσιο συμφέρον και την προστασία της κοινωνίας. Η πολιτική της ΝΔ προτάσσει τη διασφάλιση και προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων, που πέρασαν μέσα από την επιλογή ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ.
Υπήρχαν διαθέσιμα εργαλεία ανάσχεσης και περιορισμού της ακρίβειας; Το ινστιτούτο Bruegel έδωσε πρόσφατα την απάντηση. Σειρά χωρών της ΕΕ έχουν μειώσει τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στην ενέργεια. Η Ελλάδα όχι. Η ΝΔ παραμένει ανένδοτη. Απορρίπτει κάθε πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Λέει όχι στη μείωση του ΕΦΚ στα κατώτατα όρια, όχι στην αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, όχι στη μείωση του ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα. Λέει, όμως, ναι στην ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης με κόστος 1,5 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή θα κόστιζε η μείωση του ΕΦΚ που πρότεινε.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι αρμόδιοι υπουργοί επικαλούνται τα στενά δημοσιονομικά περιθώρια, παρότι η ρήτρα δημοσιονομικής προσαρμογής δεν ισχύει ούτε για το 2022, ενώ συζητείται η αναστολή ισχύος της και για το 2023. Την ώρα, βεβαίως, που ο ελληνικός λαός βουλιάζει σε μια δεξαμενή χρέους, ανήμπορος να καλύψει βασικές του ανάγκες, ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνηση δεσμεύτηκαν, διά του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματός τους, στη μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή χώρας ως το 2024 μεταξύ όλων των κρατών-μελών στην ΕΕ.
Θα ρωτήσει κάποιος: Υπήρχε λόγος για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που έχει υποστεί τη χειρότερη οικονομική κρίση, να δεσμευτεί σε κάτι τέτοιο; Θα απαντήσουμε: Υπάρχει Μητσοτάκης και η χειρότερη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση των τελευταίων ετών. Αυτή είναι η απάντηση σε όλα τα δεινά. Αυτή είναι η απάντηση και στο ερώτημα: Ποιον έχουμε απέναντι, ποιον πρέπει να ανατρέψουμε στις επόμενες εκλογές για να πάρουμε τις ζωές μας πίσω.
 

 

Γιατί πρέπει να αυξηθεί τώρα
ο κατώτατος μισθός


Τους τελευταίους δύο μήνες οι μισθωτοί που αμείβονται με το κατώτατο μισθό είδαν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται δραματικά εξαιτίας των ανατιμήσεων στην ενέργεια και στα βασικά είδη διατροφής. Και όμως, το αναμφισβήτητο αυτό γεγονός δεν αλλάζει το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει η κυβέρνηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού στη χώρα το οποίο εξακολουθεί να «δείχνει» στον Μάιο.
Πέρα από το προφανές ερώτημα, το πώς δηλαδή αυτός ο κόσμος θα τα βγάλει πέρα τους επόμενους τρεις μήνες, αυτή η στοχοπροσήλωση στον Μάιο μόνο με όρους ιδεοληψίας μπορεί να προσεγγιστεί. Οι ανατιμήσεις συμβαίνουν τώρα και επηρεάζουν τώρα. Αποταμιεύσεις στους μισθωτούς αυτής της κλίμακας δεν υπάρχουν, όπως και δεν υπάρχει άλλη πηγή εισοδήματος. Ακόμα και ένας πρωτοετής φοιτητής των οικονομικών σχολών θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι μισθοί, ιδίως ο κατώτατος, πρέπει να αυξηθούν άμεσα.
Ο μπαμπούλας της πιθανότητας της ανεργίας που «σηκώνει» η κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει τη σχετική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ (μικτά) αναχαιτίζεται από την ενδιαφέρουσα πρόταση που διατύπωσε ο Κώστας Μελάς, καθηγητής Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σε άρθρο του στην Αυγή την περασμένη Τρίτη. Σύμφωνα μ' αυτήν, η αύξηση του κατώτατου σε εποχή έντονων πληθωριστικών πιέσεων θα πρέπει να συνοδευτεί από «στοχευμένα μέτρα μείωσης της επιβάρυνσης μέσω ελάφρυνσης του μη μισθολογικού κόστους, αλλά και γενικότερα της φορολογικής επιβάρυνσης». Ούτε αυτό όμως δείχνει να το συζητά η κυβέρνηση. Και έτσι, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να ισούται με το 40% του μέσου μισθού και με το 50% του διάμεσου και παραμένει σε επίπεδο χαμηλότερο του 2010. Μία ακόμη αρνητική πρωτιά για τη χώρα.

Νίκος Γιαννόπουλος

 

 

Ο πληθωρισμός επιβαρύνει
ασύμμετρα τους ευάλωτους

 

Η ραγδαία αύξηση των τιμών μας υποχρεώνει, διότι η διάρκειά της δεν φαίνεται να είναι μικρή, να ξαναδούμε με μεγαλύτερη προσοχή τις επιπτώσεις της. Καθώς μάλιστα επιβάλλεται να ασκηθεί η κατάλληλη πολιτική αντιμετώπισης του πληθωρισμού είναι απαραίτητο να εξεταστεί ποιες οι διαφορετικές επιπτώσεις, επιβαρύνσεις του στα διάφορα κοινωνικά στρώματα, στις επιμέρους πληθυσμιακές ομάδες, σε σχέση με τη θέση τους στην κατανομή εισοδήματος. Ένα ενδιαφέρον, πολύ επίκαιρο, άρθρο του Θόδωρου Μητράκου στην Καθημερινή της προηγούμενης Κυριακής, ο οποίος είχε διατελέσει υποδιοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, αναλύει το ζήτημα αυτό και προχωρεί και σε προτάσεις.

Με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σε συνδυασμό με τα μερίδια δαπανών επιμέρους αγαθών και υπηρεσιών στο καλάθι του νοικοκυριού, ο κ. Μητράκος συμπεραίνει το εξής: ο πληθωρισμός, διότι είναι διαφοροποιημένη η διάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης των διαφόρων ομάδων, «άσκησε από μόνος του αξιόλογη αναδιανεμητική επίδραση σε βάρος κυρίως των οικονομικά ασθενέστερων και ευάλωτων κοινωνικών ομάδων όπως είναι τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού και γενικότερα τα άτομα που αντιμετωπίζουν σχετικά υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας».

Πιο συγκεκριμένα, ενώ ο γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) στην περίοδο της πανδημίας αυξήθηκε κατά 3,3% «για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού (με βάση την κατανομή της καταναλωτικής δαπάνης) η αντίστοιχη αύξηση ήταν 4,6% έναντι 2,7% για το 20% των νοικοκυριών που βρίσκονται στα ανώτερα κλιμάκια». Επομένως, συμπεραίνει ότι «οι αυξήσεις των τιμών επιβαρύνουν δυσανάλογα τις οικονομικά ασθενέστερες ομάδες και τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού».

Αυτό προφανώς έχει σοβαρές επιδράσεις στην άσκηση πολιτικής. Ο συγγραφέας αφού σημειώσει ότι «η εξέλιξη αυτή καθιστά αναγκαία τη λήψη πρόσθετων μέτρων για τη στήριξη των ομάδων αυτών», φέρνει ως παράδειγμα πρόσθετου μέτρου την αύξηση του κατώτατου μισθού. «Η αύξηση του κατώτατου μισθού […] μπορεί, έως ένα βαθμό, να μετριάσει την αδικία που προκύπτει από τον πληθωρισμό αμβλύνοντας για τους χαμηλόμισθους, που επιβαρύνονται περισσότερο, τις αρνητικές επιπτώσεις από την απότομη άνοδο των τιμών».

Παρατηρεί, επιπλέον, λόγω του ίδιου φαινομένου, ότι «η στήριξη των νοικοκυριών απέναντι στις ανατιμήσεις του ηλεκτρικού ρεύματος δεν μπορεί να γίνεται με οριζόντια μέτρα αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε την αδικία αυτή». 

 

Παύλος Κλαυδιανός

Γιώργος Αναβαλόγλου Ο Γιώργος Αναβαλόγλου είναι χρηματοοικονομικός και ασφαλιστικός σύμβουλος. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet