Αγωνιώδεις είναι οι προσπάθειες της κυβέρνησης να αποσείσει τις βαρύτατες ευθύνες της για το πρόβλημα της βίας με αφορμή οπαδικούς ανταγωνισμούς, μετά τη στυγερή δολοφονία του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη.
Έπειτα από απόλυτη απραξία τριών χρόνων και εν καιρώ «λουκέτου» στον αθλητισμό λόγω της πανδημίας, ανακοινώθηκε μπαράζ υποτιθέμενων «νέων» μέτρων, τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν ήδη θεσμοθετημένα, αλλά απλώς επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας αγνοήθηκαν.
Οι διαδικασίες αναγνώρισης, αδειοδότησης κι ελέγχου των λεσχών φιλάθλων (από τις ομάδες, τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και την αστυνομία), η αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου και καρτών διαρκείας με αναγραφή προσωπικών στοιχείων (όπως ο ΑΜΚΑ), η απαγόρευση διάθεσης εισιτηρίων από τους συνδέσμους οπαδών, ο έλεγχος κατά την είσοδο στις εξέδρες, οι κάμερες ασφαλείας, η απαγόρευση θέσεων όρθιων θεατών, οι απαγορεύσεις μετακινήσεων οργανωμένων οπαδών, η απαγόρευση παρακολούθησης αγώνων σε παραβάτες και η υποχρέωση προσέλευσης στο τοπικό αστυνομικό τμήμα την ώρα των αγώνων, όλα αυτά συνιστούν ένα ενιαίο (διεθνές) πλαίσιο αποτροπής παραβατικών συμπεριφορών, εντός των γηπέδων, το οποίο υφίσταται εδώ και χρόνια.
Παλιό, δοκιμασμένο και πολύ αποτυχημένο, όσον αφορά στην «αθλητική βία», είναι το λεγόμενο «ιδιώνυμο», το οποίο η κυβέρνηση Μητσοτάκη σπεύδει να επαναφέρει μαζί με την απαγόρευση της κουκούλας και με αυστηροποίηση των ποινών. Η άμεση φυλάκιση των παραβατών, χωρίς διάκριση της βαρύτητας του αδικήματος και χωρίς ανασταλτικό χαρακτήρα (σ.σ. ιδιώνυμο) πρωτοεφαρμόστηκε ως μέτρο επί υπουργίας Ορφανού (ΝΔ). Δεν μείωσε την παραβατική συμπεριφορά, δημιούργησε περισσότερες εντάσεις και καταργήθηκε από τον επόμενο υφυπουργό αθλητισμού (σ.σ. Ιωαννίδη, επίσης της ΝΔ). Το μέτρο αυτό, μαζί με τους «κουκουλονόμους», όχι μόνο δεν «έπληξε» την αθλητική βία, αλλά και εργαλειοποιήθηκε με σκοπό τη χειραγώγηση και τον γενικότερο κοινωνικό έλεγχο έξω από τον αθλητισμό.
Σοβαρότατο κοινωνικό πρόβλημα, διεθνές φαινόμενο
Η κυβέρνηση «παίζει» επικοινωνιακά με το θυμικό, εκμεταλλεύεται τον δικαιολογημένο αποτροπιασμό που προκάλεσε η δολοφονία του νεαρού Άλκη και ανακοινώνει μέτρα που αφορούν την τιμωρία μετά το έγκλημα. Δηλαδή κατόπιν... εορτής. Θεωρεί ότι μόνο με μέτρα καταστολής μπορεί να επιλύσει ένα σοβαρότατο κοινωνικό πρόβλημα, ένα διεθνές φαινόμενο με κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές και άλλες προεκτάσεις.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει καμιά στρατηγική ολιστικής αντιμετώπισης του διαρκώς εξελισσόμενου φαινομένου, το οποίο χρειάζεται συνεχή ανάλυση, με σκοπό την εφαρμογή συνεπών πολιτικών πρόληψης. Αυτές οι πολιτικές αγκαλιάζουν όλο το φάσμα των εμπλεκόμενων θεσμών, φορέων και δραστηριοτήτων.
Για παράδειγμα:
α) Ως ένα μικρό κομμάτι της ευρύτερης κοινωνικής βίας, η λεγόμενη βία με αφορμή «αθλητικές εκδηλώσεις» (είτε εντός είτε εκτός των αγωνιστικών χώρων είτε μακριά από αυτούς) πρέπει να αντιμετωπιστεί με πολιτικές κατά της φτώχειας και των αποκλεισμών.
β) Ως ένα φαινόμενο, το οποίο διαμορφώνεται σε συγκεκριμένα κοινωνικά περιβάλλοντα, πρέπει να αντιμετωπιστεί με μείωση των περιφερειακών και τοπικών ανισοτήτων, στη βάση των οποίων διαμορφώνονται οι ταυτοτικές ομαδοποιήσεις των οπαδών.
γ) Ως ένα «ανδροκρατούμενο» φαινόμενο στο οποίο, πέρα από τη «λατρεία» της συγκρουσιακής βίας, συνυπάρχουν και ομοφοβικά, ξενοφοβικά, σεξιστικά στοιχεία, αντιμετωπίζεται με πολιτικές για την ουσιαστική ένταξη μειονοτήτων και αποκλεισμένων ομάδων, με σοβαρές δράσεις στο πλαίσιο μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η οποία θα θέσει στην ατζέντα της ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων που σχετίζονται με την εφηβική βία, την ανοχή και την αποδοχή του «διαφορετικού» και τη σύγχρονη «αθλητική» εκπαίδευση.
δ) Ως δράση που εμπλέκει τις αστυνομικές αρχές, δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με μαζικό αποκλεισμό όλων των οπαδών από τα γήπεδα.
ε) Ως παραβατική πράξη (κάθε βαρύτητας), που περιλαμβάνει τη διαδικασία της τιμωρίας και της επιβολής ποινών, αντιμετωπίζεται με σύγχρονες αντιεγκληματικές πολιτικές, για την ομαλή κοινωνική επανένταξη.
στ) Ως φαινόμενο που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του αθλητισμού, κανείς οφείλει να παρέμβει πρωτίστως στα στοιχεία που δημιουργούν τις ευνοϊκές συνθήκες για την εμφάνισή του, να καταπολεμηθεί η τοξικότητα του επαγγελματικού αθλητισμού και να εκδημοκρατιστεί συνολικά το αθλητικό «οικοδόμημα».
Το κυβερνητικό επιτελείο θεωρεί τους οπαδούς «πρόβλημα» και συλλήβδην εγκληματίες. Αντιθέτως, όλες οι σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις αντιλαμβάνονται τους οπαδούς ως μέρος της λύσης, διαχωρίζουν τους χούλιγκαν από τους οπαδούς και αναγνωρίζουν τα ειδικά ταυτοτικά στοιχεία και τη συμπεριφορά κάθε κατηγορίας.
Ακόμη και η UEFA έχει αποδεχτεί τους φορείς των οπαδών (υποστηρικτών των ομάδων) ως ισότιμους συνομιλητές, εντάσσοντας στην ατζέντα τους προβληματισμούς και τα αιτήματα της θεσμικής τους εκπροσώπησης στα όργανα του ποδοσφαίρου και των ομάδων. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, η Νέα Δημοκρατία θέλει τα νόμιμα συλλογικά όργανα των φιλάθλων να αποτελούν «υπηρεσιακό» τμήμα των ανωνύμων εταιρειών, θεσμοθετώντας το παλιό κλισέ περί «στρατών» των ιδιοκτητών των ομάδων και υποβαθμίζει τα ζητήματα του μοντέλου διοίκησης ειδικά του επαγγελματικού αθλητισμού.
Η περίπτωση της «αθλητικής» βίας στη Θεσσαλονίκη
Η περίπτωση της «ανταγωνιστικής βίας» «κοινωνικά οργανωμένων» ομάδων οπαδών στη Θεσσαλονίκη συνιστά ένα επίκαιρο πεδίο επιστημονικής μελέτης. Η ανίχνευση του τοπικού φαινομένου, λαμβάνοντας υπόψη τους συγκεκριμένους κοινωνικούς, ιστορικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, θα βοηθήσει στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων, καθώς εδώ συγκεντρώνονται όλα τα γενεσιουργά αίτια της βίας σε αυτόν τον τομέα.
Η οικονομική ύφεση, η ανισότητα, ο κοινωνικός κι εργασιακός αποκλεισμός κομματιών της τοπικής κοινωνίας, η εθνική και διαπολιτισμική διαφορετικότητα των οπαδών, δημιουργούν εντονότερη ανάγκη εύρεσης ταυτότητας μέσω της ομάδας. Τα στοιχεία που συνυπάρχουν συνθέτουν ένα άκρως συντηρητικό περιβάλλον, με συγκεκριμένες αλληλεπιδράσεις.
Η επιδίωξη για κυριαρχία στον χώρο («μια πόλη μια ομάδα»), η επικράτηση των αρρενωπών «δικών» μας στοιχείων έναντι των άλλων, η δική μας «ποδοσφαιρική» ιδέα κ.ά., συνυπάρχουν με άλλες συντηρητικές ομαδοποιήσεις που διατυμπανίζουν την υπεράσπιση της «δικής» μας Μακεδονίας, της δικής μας θρησκείας έναντι των «απίστων», της δικής μας «αδικημένης» πόλης έναντι των «νοτίων» και με άλλους γνωστούς φασιστικούς θύλακες.
Επιπλέον, είναι αυτονόητο ότι η πρόσφατη δολοφονία με πρόσχημα οπαδικές διαφορές, αποτελεί ακραία περίπτωση οργανωμένης εγκληματικής συμπεριφοράς και όχι αυθόρμητο περιστατικό βίας. Επίσης, γνωρίζουμε ότι και σε άλλα περιβάλλοντα, άλλων πόλεων και άλλων ομάδων, εμφανίζονται αντίστοιχες συμπεριφορές με ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά.
Μετά τις τελευταίες δραματικές εξελίξεις επανέρχεται με νέα ένταση το ζήτημα της αντιμετώπισης της βίας με αφορμή τον αθλητισμό, με μέτρα που λαμβάνονται για μια παραβατική μειοψηφία και εν τέλει θίγουν καταχρηστικά τη μεγάλη πλειοψηφία των φιλάθλων και της κοινωνίας.
Η Νέα Δημοκρατία, φορέας συντηρητικών αντιλήψεων και πρακτικών, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντιληφθεί τη μεγάλη εικόνα και να συμβάλει στην αντιμετώπιση της βίας στον αθλητισμό, ως κοινωνικό φαινόμενο.
Μπορεί να το κάνει αυτό η Αριστερά, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιμείνει στην εξήγηση του «αθλητικού» χουλιγκανισμού με τους όρους της σύγχρονης διαλεκτικής, με τους όρους των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών στον αθλητισμό και γενικά. Ειδικότερα στο ποδόσφαιρο, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιουργεί η εμπορευματοποίηση και η διεθνοποίηση και δίνοντας τη δική της δημοκρατική απάντηση στην κυρίαρχη υποκουλτούρα.