Οδεύουμε σε μια νέα οξύτερη φάση της πολύπλευρης οικονομικής και κοινωνικής (υγειονομικής και περιβαλλοντικής) κρίσης που ξεκίνησε το 2008 με συνέπεια οι κοινωνικές ανάγκες να αυξάνουν και μαζί τους να πληθαίνουν και οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει μία νέα κυβέρνηση της Αριστεράς. Στις συνθήκες αυτές κρίνουμε απαραίτητη τη συμπλήρωση και ενίσχυση του Σχεδίου Προγράμματος με 13 πρόσθετα μέτρα και πολιτικές ικανές να συμβάλουν ουσιαστικά στο όραμα μετασχηματισμού της κοινωνίας που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Ασφαλώς τα νέα μέτρα χρειάζεται να είναι κοστολογημένα για να είναι και ρεαλιστικά. Όμως ένα αριστερό πρόγραμμα ριζοσπαστικού μετασχηματισμού της πραγματικότητας δεν μπορεί να αυτοπεριορίζεται στις δημοσιονομικές συνθήκες που αυτή του υπαγορεύει κάθε φορά, αλλά να τις λαμβάνει υπόψη προκειμένου να τις διευρύνει και να τις φέρει στα μέτρα του μεταβάλλοντας υποκείμενες ισορροπίες και συσχετισμούς. Μόνο με παρόμοια λογική μπορεί το πρόγραμμά μας να θέσει προτεραιότητες, να αποκτήσει δυναμική και να κινητοποιήσει την κοινωνία στην υλοποίησή του.
Συνεπώς, η κοστολόγηση δεν μπορεί παρά να είναι η αρχή κι όχι το τέλος της προγραμματικής επεξεργασίας. Με βάση αυτή τη θεώρηση, από το ευρύτερο πλαίσιο των 30 προτάσεων που είχαμε καταθέσει στην Συνδιάσκεψη των Νομαρχιακών (και τα οποία δυστυχώς δεν συζητήθηκαν παρά ελάχιστα τότε) καταλήγουμε σήμερα μετά από πρόσθετη επεξεργασία και προτείνουμε 13 μέτρα πολιτικής συμπληρωματικά σε αυτά του Σχεδίου Προγράμματος και των 21 προτάσεων του σ. Τσακαλώτου:
-
Επαναδιαπραγμάτευση για τη ρύθμιση και το μερικό κούρεμα του δημοσίου χρέους με πιθανή αναστολή πληρωμής τόκων. Το δημόσιο χρέος αποτελεί μείζονα περιορισμό σε μια χώρα που έχει εκχωρήσει την νομισματική της πολιτική. Γι’ αυτό χρειάζεται και αμοιβαιοποίηση στην αναχρηματοδότηση (βλ. ευρωπαϊκά και πράσινα ομόλογα) στο πλαίσιο μιας συνολικής ευρωπαϊκής αναδιαπραγμάτευσης για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, ιδίως για τις χώρες του Νότου. Το όφελος μπορεί να φθάσει μέχρι και 6% του ΑΕΠ (περίπου 10 δισ. ευρώ σε τιμές 2020) ανάλογα με τη ρύθμιση για την αλλαγή του κριτηρίου του χρέους και ελάφρυνσης πληρωμών για τόκους (βλέπε και ανάλυση ESM). [www.esm.europa.eu/publications/eu-fiscal-rules-reform-considerations]
-
Εξαίρεση των δημοσίων επενδύσεων από τον υπολογισμό του πρωτογενούς ισοζυγίου και διπλασιασμό τους εντός διετίας σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Το ποσοστό για το 2022 προβλέπεται στο 6,2% από το Draft Budgetary Plan που κατατέθηκε στην Ε. Επιτροπή και περιλαμβάνει κονδύλια του Recovery and Resilience Facility. Ο διπλασιασμός του ποσοστού θα απαιτήσει περίπου 10 δισ. ευρώ. Είναι εφικτός μόνο αν έχει επιτευχθεί η πρώτη πρόταση.
-
Μερική διαγραφή των δανειακών υποχρεώσεων των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ανάλογα με την μείωση του εισοδήματος που έχουν υποστεί από τη σύναψη του δανείου μέχρι σήμερα. Με κριτήριο την κατά 20% μείωση των πραγματικών μισθών από το 2009 ως σήμερα και με δεδομένο ότι το συνολικό ιδιωτικό χρέος εκτιμάται στο 125% του ΑΕΠ για το 2020 (βλέπε σύνδεσμο της ΕΕ), δηλαδή περίπου 200 δισ. ευρώ, ενώ τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά είναι 30%, το ποσό της διαγραφής δεν θα υπερβεί τα 12 δισ. ευρώ. Σημαντικό ποσό που όμως οι τράπεζες μπορούν να απορροφήσουν σταδιακά, όπως ήδη κάνουν με τα κόκκινα δάνεια, χωρίς να επιβαρύνουν σοβαρά τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την οικονομία. [ec.europa.eu/eurostat/web/macroeconomic-imbalances-procedure/data/scoreboard]
-
Δημόσιος έλεγχος με συμμετοχή των εργαζομένων στις τράπεζες. Επειδή η Αναπτυξιακή Τράπεζα και οι μικροπιστώσεις δεν επαρκούν για την άσκηση ενεργητικής χρηματοδοτικής πολιτικής προσανατολισμού των επενδύσεων σε επιλεγμένες δραστηριότητες και κλάδους του νέου πράσινου παραγωγικού υποδείγματος, προτείνεται ο δημόσιος έλεγχος της ΕΤΕ μέσω δ.σ. (εφόσον το δημόσιο εξακολουθεί να κατέχει το 42% των μετοχών) και είτε η δημιουργία μιας κρατικής συνεταιριστικής τράπεζας, είτε η κρατικοποίηση μιας υφιστάμενης που υπολειτουργεί, ενέργεια της οποίας το κόστος δεν είναι μεγάλο. Σε περίπτωση που στο μεταξύ πωληθεί το 42% θα πρέπει το μερίδιο του δημοσίου να ανακτηθεί στο ισόποσο (τρέχουσα κεφαλαιοποίηση ΕΤΕ 2,6 δισ.).
-
Ανασυγκρότηση-Διαχείριση Κοινωνικών αγαθών και απο-ιδιωτικοποιήσεις. Η ανασυγκρότηση και διαχείριση κοινωνικών αγαθών όπως η ενέργεια, το νερό και οι αστικές συγκοινωνίες όπου οι κοινωνικές ανάγκες προέχουν της κερδοφορίας, αλλά και η εκμετάλλευση αδρανών στοιχείων του ενεργητικού στρατηγικών επιχειρήσεων που έχουν πτωχεύσει εξαιτίας της κακής διαχείρισης από τον ιδιωτικό τομέα, αποτελούν υποχρέωση και προτεραιότητα για μία σύγχρονη Αριστερή Κυβέρνηση. Επειδή η ανάκτηση από το Δημόσιο όσων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αφορούν δημόσια αγαθά (υγεία, νερό, ρεύμα, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες) δεν εξασφαλίζει μονοσήμαντα τον κοινωνικό έλεγχο αυτών των δραστηριοτήτων, αλλά κυρίως γιατί η ανάκτηση τους εν τω συνόλω σήμερα, απαιτεί πολύ υψηλό δημοσιονομικό κόστος που θα πληρώσουν οι φορολογούμενοι, προτείνουμε να επικεντρωθούμε στην ανάκτηση καταρχάς του δημοσίου ελέγχου της ΔΕΔΔΗΕ με αφορμή και την πρόσφατη ενεργειακή κρίση. Το δημόσιο απλώς θα επιστρέψει το τίμημα της πώλησης των 2,1 δισ. ευρώ στην εταιρία που αγόρασε το 49% των μετοχών της ΔΕΔΔΗΕ. Η ανάκτηση αναμένεται να αποσβεστεί εντός τριετίας από τα κέρδη του φορέα, ενώ στο δ.σ. των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας θα πρέπει εφεξής να συμμετέχουν οι εργαζόμενοι κατά το 1/3 (βλ νορβηγικό και γαλλικό μοντέλο). Αντίστοιχα το Ελληνικό Δημόσιο (Ε.Δ.) πρέπει να πράξει για όλες τις εταιρίες στρατηγικού χαρακτήρα, ιδιωτικές ή δημόσιες, που έχουν αναστείλει πλήρως ή μερικώς την λειτουργία τους ή έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση και στις οποίες κατέχει θέση είτε προνομιακού πιστωτή (ΕΦΚΑ, Ε.Δ.) είτε βασικού μετόχου (βλέπε ενδεικτικά ΛΑΡΚΟ, ΠΕΤΖΕΤΑΚΙΣ, ΕΝΩΜΕΝΗ ΚΛΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ, Ναυπηγεία, ΕΛΒΟ) εξασκώντας τα προνόμια που του δίνει η υπάρχουσα νομοθεσία[1] μέσω:
* Της αίτησης διαμόρφωσης σχεδίου αναδιάρθρωσης (μέσω του πτωχευτικού νόμου για τις πτωχευμένες) από πιστωτές. Βασικό στοιχείο του σχεδίου αναδιάρθρωσης θα είναι η μετοχοποίηση χρεών των πιστωτών με αποτέλεσμα την επαναδραστηριοποίηση της εταιρίας υπό νέα διοίκηση που θα ορίσουν οι νέοι μέτοχοι μετά την μετοχοποίηση χρεών. Στην περίπτωση που και πρώην εργαζόμενοι ενέχουν θέση πιστωτή (λόγω μη καταβεβλημένων μισθών), τότε και αυτοί συμμετέχουν ισότιμα στην αναδιάρθρωση. Η μετοχοποίηση χρεών γίνεται υπό το πρίσμα του υπολογισμού των χρεών που θα πάρει κάποιος πιστωτής στην πιθανή ρευστοποίηση της εταιρίας και όχι επί του συνόλου των χρεών.
* Της αίτησης κατάθεσης επιχειρησιακού σχεδίου ανάπτυξης της εταιρίας (για τις μη πτωχευμένες αλλά δρώσες και πιθανώς κερδοφόρες, πχ ΔΕΗ) υπό τα νέα δεδομένα που προσδιορίζει η διεθνής οικονομική κατάσταση (βλέπε Ταμείο Ανάκαμψης, ενεργειακή κρίση).Η χρηματοδότηση του επιχειρησιακού σχεδίου ανάπτυξης θα απαιτήσει πρόσθετα κεφάλαια τα οποία θα προέλθουν από αύξηση κεφαλαίου με προτίμηση τους παλαιούς μετόχους. Στους παλαιούς μετόχους ανήκει το ελληνικό Δημόσιο.
* Στη Διοίκηση των εταιρειών που θα προκύψουν στην περίπτωση του σημείου [1] συμμετέχουν αυτοδικαίως οι εργαζόμενοι πιστωτές μέσω του συνεταιρισμού τους. Στην περίπτωση του σημείου ii, στην Διοίκηση της εταιρίας θα συμμετέχουν και οι εργαζόμενοι μέσω των υποχρεώσεων που προσδιορίζει η Εταιρική Διακυβέρνηση.
-
Σταδιακή εντός 4ετίας αύξηση των δημοσίων δαπανών για την υγεία από 5,3% του ΑΕΠ που ήταν το 2019 σε 7% -όπως ορθά ζητά το Σχέδιο Προγράμματος- που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη (βάσει Eurostat). Κόστος περίπου 2,5 δισ. ευρώ ή 650 εκατ. ετησίως. Παρομοίως αύξηση των δημοσίων δαπανών για την παιδεία[2] από 4% του ΑΕΠ που ήταν το 2019 σε 4,5% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη (βάσει Eurostat κι ενώ βάσει Προϋπολογισμού το 2020 ήταν 3,4%). Κόστος 900 εκατ. ευρώ, ή 225 εκατ, ετησίως. Συνολικό ετήσιο κόστος για υγεία και παιδεία 875 εκατ. ευρώ.
-
Οι παραπάνω ενισχύσεις του κοινωνικού κράτους θα συνοδεύονται από ανάλογες προσαρμογές προς τα κάτω (σαν ποσοστό του ΑΕΠ το 2019) των δαπανών άμυνας (από 2% σε 1,2%), δημόσιας τάξης & ασφάλειας (από 2,1% σε 1,7%) και γενικών δημοσίων υπηρεσιών (από 7,9% σε 5,8%) ώστε να στοιχηθούν και αυτές με τους αντίστοιχους μέσους όρους στην Ευρωζώνη. Συνολικό όφελος περίπου 5 δισ. ευρώ (3,2% του ΑΕΠ) αλλά εξαιρετικά δύσκολη κυρίως η περιστολή των αμυντικών δαπανών, καθώς υπάρχουν ήδη αγορές εξοπλισμού που δεσμεύουν τη χώρα, ενώ προϋποθέτει την επίλυση της ελληνοτουρκικής διένεξης. Χωρίς τη μείωση των αμυντικών δαπανών το όφελος ανέρχεται σε 3,5 δισ.
-
Μετασχηματισμός παραγωγικής Βάσης - Δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω:
* Ανακατεύθυνσης των πόρων χρηματοδότησης της Οικονομίας με στόχο την αφομοίωση των αλλαγών που επιφέρει η «εποχή» 4.0 . Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων παραγωγής καινοτομίας των Ελληνικών Δημόσιων Πανεπιστημίων, σε συνδυασμό με την αποφασιστική στήριξη των «τεχνοβλαστών» αποτελεί το πρώτο βήμα μας.
* Ουσιαστικής στήριξης των συνεργατικών σχημάτων εργαζομένων, επιστημόνων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων από την δημιουργία χρηματοδοτικών εργαλείων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Συνοχής, καθώς και με την αξιοποίηση αδρανών εγκαταστάσεων δυνητικής κυριότητας του Ε.Δ. Εκατοντάδες εγκαταστάσεις σε οργανωμένους χώρους υποδοχής επιχειρήσεων απομειώνουν την αξία τους όταν το Ε.Δ. δεν αξιοποιεί τις δυνατότητες που του παρέχει το Πτωχευτικό Δίκαιο. Δεκάδες χιλιάδες άνεργοι πρώην εργαζόμενοι και νέοι επιστήμονες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν κάποιες από αυτές τις εγκαταστάσεις μέσω συνεργατικών σχημάτων. Εμείς πιστεύουμε ότι έχει φτάσει η ώρα το κράτος να εμπιστευθεί τους εργαζόμενους και την νέα γενιά.
* Δημιουργία 200.000 θέσεων εργασίας μέσω κρατικών προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης και ανακατανομής υφισταμένων κοινοτικών πόρων που όχι μόνο θα τονώσουν τη ζήτηση και την οικονομική ανάπτυξη, αλλά θα συγκρατήσουν εργασιακά ζωντανούς στη χώρα τους νέους που δεν βρίσκουν εργασία. Οι 100.000 νέες θέσεις εργασίας θα απορροφήσουν τους περισσότερους νεολαίους άνεργους ηλικίας 20-30 ετών (18,5% της συνολικής ανεργίας), ενώ οι άλλες 100.000 θα αφορούν τους πιο φτωχούς και μακροχρόνια ανέργους ιδιαίτερα ηλικίας άνω των 50 ετών που δύσκολα βρίσκουν εργασία. Η κατεύθυνση των προγραμμάτων θα αφορά δραστηριότητες πράσινου ενεργειακού μετασχηματισμού και διασφάλισης περιβαλλοντικής προστασίας στο δημόσιο, και την ΤΑ ώστε να εντάσσεται στα προγράμματα των 18 δισ. επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Το ακαθάριστο ετήσιο κόστος των παραπάνω προγραμμάτων είναι 2 δισ. ευρώ (200.000 * 10.000) που θα καλυφθεί από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους ή από ανακατανομή άλλων δαπανών. Το ετήσιο καθαρό κόστος προκύπτει αν αφαιρέσουμε το 30% των ασφαλιστικών εισφορών που θα επιστρέψει στο ταμείο του Κράτους (γύρω στα 600 εκατ.) και από φόρους ύψους 300 εκατ. περίπου (από το 70% των 2 δισ. ή 1,4 δισ. το 20% θα είναι φόροι εισοδήματος). Άρα, το καθαρό κόστος είναι 1,1 δισ. περίπου.
* Επειδή τα προγράμματα εγγυημένης απασχόλησης έχουν πεπερασμένη διάρκεια, η αύξηση των μόνιμων θέσεων απασχόλησης θα επέλθει και από την εδραίωση του κλάδου της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας οικονομίας που θα στηριχθεί με την θέσπιση χρηματοδοτικών εργαλείων που θα εδράζονται στην αξιοποίηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Συνοχής. Για εμάς ο κλάδος της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας δεν αποτελεί συμπληρωματικό κλάδο αλλά βασικό εργαλείο ανάπτυξης της Οικονομίας όπως ήδη αυτό συμβαίνει σε χώρες όπως η Γαλλία.
-
Επίσης, σε μία περίοδο που για την καταπολέμηση της ανεργίας στην Ευρώπη συζητούν για μείωση/μοίρασμα του εργάσιμου χρόνου στις 32 ή και 30 ώρες εβδομαδιαίως, εμείς – αντί της πιλοτικής και με κρατική αποζημίωση στοχευμένης μείωσης του Σχεδίου Προγράμματος - μπορούμε και πρέπει να προχωρήσουμε στην μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μείωση μισθών: (α) σε 35 ώρες στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες συγκεντρώνουν τo 38% των απασχολουμένων και (β) σε 38 ώρες αντίστοιχα στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (με απασχόληση μικρότερη των 10 εργαζομένων) που συγκεντρώνουν το 62% του συνόλου των εργαζομένων. Πρόκειται για μια μεσοσταθμική μείωση 7,8% των ωρών εργασίας που μπορεί να γίνει σταδιακά μέσα στην τετραετία ώστε να απορροφήσουν οι επιχειρήσεις πιο ομαλά το κόστος με τη βοήθεια και της αύξησης της παραγωγικότητας. Η μείωση αυτή είναι ικανή να αυξήσει την μισθωτή εργασία κατά 8,5%, δηλαδή να προσθέσει μέχρι και 200.000 θέσεις εργασίας περίπου (περίπτωση πλήρους αντικατάστασης μειωμένων ωρών εργασίας με νέο προσωπικό). Με τον τρόπο αυτό (προτάσεις 8 και 9) ο αριθμός των ανέργων είναι δυνατόν να μειωθεί κατά 50% περίπου. Το όποιο κόστος αφορά αποκλειστικά τον ιδιωτικό τομέα και θα εξαρτηθεί από την αύξηση της παραγωγικότητας εξαιτίας της βελτίωσης της φυσικής και ψυχικής κατάστασης των εργαζομένων. Για το δημόσιο, μόνο όφελος θα υπάρξει αφού όπως και πριν το 30% θα εισρεύσει ως ασφαλιστικές εισφορές στο κρατικό ταμείο, ενώ από το υπόλοιπο 70% των αμοιβών το 20% θα εισρεύσει υπό μορφή φόρων (ΦΠΑ, φόρου εισοδήματος). Συνολικό όφελος έως 900 εκατ. ευρώ περίπου.
-
Η ανισότητα στην φορολογία είναι στην Ελλάδα 72% υψηλότερη απ’ ότι στην ΕΕ27, αφού ο λόγος έμμεσων προς άμεσους φόρους είναι στην Ελλάδα 1,77 έναντι μόλις 1,03 στην ΕΕ27. Για τη μείωσή της χρειάζεται συνεπώς σταδιακή μείωση των φόρων κατανάλωσης (από 24% σε 22%) και ειδικότερα του ΦΠΑ στα είδη διατροφής (από 13% σε 7%). Επίσης μείωση του ΕΝΦΙΑ με κατάργηση του τεκμηρίου διαβίωσης για την πρώτη κατοικία. Το κόστος μπορεί να κυμανθεί στο 1,5 δισ. κρίνοντας από το μέγεθος των εσόδων σε ΦΠΑ και ΕΝΦΙΑ (ο οποίος θα πρέπει να μετατραπεί σε προοδευτικό φόρο περιουσίας όπως σε όλη την ΕΕ). Όμως η μείωση των φόρων αυτών μπορεί να αντισταθμιστεί από (α) την αύξηση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή για το υψηλότερο 10% των εισοδημάτων από 44% σε 50% και ταυτόχρονη ένταξη όλων των εισοδημάτων στην κλίμακα (όπως σε Γαλλία, Γερμανία κ.α.) και αύξηση των κλιμάκων και συντελεστών π.χ. 100.000, 500.000, 1εκ. κ.λπ., (β) την μείωση της φοροδιαφυγής στον ΦΠΑ (7,3 δισ. σύμφωνα με την ΕΕ το 2017 επί συνόλου φοροδιαφυγής 12-15 δισ.) εφόσον ανιχνευτεί η πραγματική καταναλωτική δαπάνη με την διεύρυνση της χρήσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών μέσω της μείωσης του ορίου πληρωμών σε μετρητά από 500 ευρώ που είναι σήμερα στα 100 ή 200 ευρώ.
-
Παρομοίως, για τη μείωση των ανισοτήτων στον πλούτο, προτείνουμε την επαναφορά του ειδικού φόρου στη μεγάλη ακίνητη περιουσία. Επίσης, όπως φορολογείται η ακίνητη περιουσία , έτσι μπορεί και πρέπει να φορολογηθούν οι χρηματιστηριακές - κερδοσκοπικές συναλλαγές (βλ μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ.) που αντιστοιχούν στο 1/3 του συνόλου της κινητής περιουσίας των Ελλήνων ύψους 320 δισ. δολ. (σύμφωνα με την Credit Suisse το 2020).Με ένα φορολογικό συντελεστή 1% η φορολογία αυτή -η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στον περιορισμό της κερδοσκοπίας, των ανισοτήτων και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος- μπορεί να αποδώσει έσοδα 1 δισ. περίπου. Επίσης, ο φόρος στα μερίσματα που μειώθηκε από τη ΝΔ το 2019 από το 10% στο 5% να αυξηθεί στα επίπεδα του 15% όπως ήταν παλιά (ή εναλλακτικά να προστίθενται στην κλίμακα φορολόγησης). Η αύξηση αυτή μπορεί να συνδυασθεί με μείωση του συντελεστή μη διανεμόμενων κερδών ώστε τα κέρδη να επενδύονται εκ νέου στις επιχειρήσεις μέσω διατάξεων νέας νομοθεσίας που θα ωθεί, μεταξύ άλλων, τις επανεπενδύσεις στον τομέα της έρευνας και της σύνδεσης των επιχειρήσεων με τα Πανεπιστήμια.
-
Να προχωρήσουμε άμεσα στην φορολογία της Εκκλησίας (η περιουσία της οποίας αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί υπερβαίνει κατά πολύ τα 14 δισ. που έχουν γραφεί) και στον διαχωρισμό της από το Κράτος, με παράλληλη διανομή για εκμετάλλευση των αγροτικών εκτάσεων που ανήκουν στην εκκλησία σε άκληρους ή με μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις αγρότες.
-
Δεδομένου ότι (α) σύμφωνα με την Έκθεση Κενού Παραγωγής του ΟΗΕ (2021) τα κυβερνητικά σχέδια διεθνώς υπολείπονται δύο φορές των ρυθμών που απαιτούνται για την συγκράτηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5 β. κελσίου, (β) η Ελλάδα είναι μεταξύ των μεσογειακών χωρών που πλήττονται περισσότερο από την υπερθέρμανση, (γ) οι τιμές των υδρογονανθράκων θα συνεχίσουν να αυξάνονται τα προσεχή έτη ελλείψει αποθεμάτων/κοιτασμάτων και επενδύσεων στον κλάδο προκαλώντας πληθωρισμό και ελλείψεις στην παραγωγή τροφίμων, (δ) η ελληνική οικονομία έχει συγκριτικά μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση από εισαγωγές υδρογονανθράκων: χρειάζεται να επιταχύνουμε δύο αλληλένδετες διαδικασίας που βρίσκονται στη βάση του μετασχηματισμού του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας: από τη μία πρέπει να επισπεύσουμε την πράσινη μετάβαση στρέφοντας πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε πράσινες δράσεις και από την άλλη να ενισχύσουμε σε πολλαπλάσιο βαθμό την διαδικασία υποκατάστασης των υδρογονανθράκων από ΑΠΕ (ως βασικής ενεργειακής πηγής της οικονομίας) αλλά και των εισαγωγών τροφίμων από εγχώρια αγροτοβιομηχανική παραγωγή. Αυτό το σχέδιο παραγωγικής αναδιάρθρωσης απαιτεί τεράστιες επενδύσεις –στον ενεργειακό εφοδιασμό, τη χρήση ενέργειας και τις υποδομές, στις μεταφορές και την αγροτοβιομηχανική παραγωγή– που δεν μπορεί να υλοποιήσει καμία δεξιά κυβέρνηση. Πρώτο, γιατί δεν προτίθενται να ασκήσουν πολιτικές με στόχους δημοσιονομικών ελλειμμάτων και δεν αγωνίζονται να αναθεωρήσουν δραστικά το Σύμφωνο Σταθερότητας. Δεύτερο, γιατί οι προϋπολογισμοί νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα επιβαρυνθούν σημαντικά από το κόστος μετάβασης και θα χρειαστούν στήριξη που μόνον μία ισχυρή πολιτική αναδιανομής υπέρ των πλέον αδυνάμων μπορεί να διασφαλίσει, κάτι που δεν μπορεί να εφαρμόσουν κυβερνήσεις εξαρτημένες από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Τρίτο, γιατί κυρίως ένας παρόμοιος ανασχεδιασμός δεν μπορεί παρά να βασίζεται κυρίως σε δημόσιες πολιτικές κι όχι στις δυνάμεις της αγοράς όπως κάνουν οι δεξιές κυβερνήσεις. Απόδειξη είναι η κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που έχει αποδεχθεί η κυβέρνηση της ΝΔ: για την πράσινη μετάβαση αφιερώνει το 37,7% του συνόλου έναντι 43% του μέσου όρου της ΕΕ20. Αντίστοιχα, σε κλαδικό επίπεδο αφιερώνει στις μεταφορές-αποθήκευση 4,2% των πόρων έναντι 18,1% της ΕΕ20 και στον ενεργειακό τομέα όσο περίπου και η ΕΕ20 (11,2% έναντι 10,7%) παρά τις πολύ μεγαλύτερες ανάγκες. Αντίθετα, προσδεμένη στα εργολαβικά δίκτυα αφιερώνει το 15,7% των πόρων στον κατασκευαστικό τομέα έναντι μόλις 8% της ΕΕ20. Πρότασή μας λοιπόν είναι 8% των πόρων του Ταμείου να ανακατευθυνθούν από τις κατασκευές σε δράσεις της πράσινης μετάβασης και του ενεργειακού τομέα, ενώ ένα ακόμη μικρό ποσοστό θα άξιζε να ενισχύσει τον τομέα έρευνας-καινοτομίας. Ανάλογη αναδιάρθρωση θα επιδιωχθεί και στους πόρους του ΕΣΠΑ.
Αντώνης Βασιλείου, Κατερίνα Γεωργαντά, Γιώργος Γκινοσάτης, Αναστασάι Δεληγιαννίδου, Νινέτα Θεοτοκάτου, Κώστας Καλλωνιάτης, Δημήτρης Καμπιλαύκας, Θοδωρής Καραΐσκος, Βλάσης Καραμπούλας, Δημήτρης Καρέλλας, Λεωνίδας Καρίγιαννης, Δαυίδ Καρυωτάκης, Σταμάτης Κοιλάκος, Γιώργος Κότσαλης, Σωτήρης Κρυωνάς, Φώτης Λαμπράκης, Ελένη Μαριόλη, Ελένη Μαυρομμάτη, Χριστίνα Μαχαίρα, Γιάννης Μουσουλίδης, Σπύρος Νιάκας, Δημήτρης Νικάκης, Νίκος Παντελάκης, Δέσποινα Παπαδοπούλου, Γεωργία Πετράκη, Δώρος Πολυδώρου, Αγγέλικα Σαπουνά, Μάγδα Σκούντζου, Μαρία Τζώγα, Θάλεια Τσαλουχίδου, Παναγιώτης Τσιντώνης, Κερκύρα Χαρχάλου, Έλενα Χριστούλη
Σημειώσεις
1. Υπάρχει έτοιμη επεξεργασία που δεν πρόλαβε να νομοθετηθεί, στη λογική της Ιταλικής νομοθεσίας (νόμος Μαρκορά κ.λπ.) για την ανάληψη της διοίκησης και ιδιοκτησίας από τους εργαζόμενους αι τη μετατροπή των επιχειρήσεων σε κοπερατίβες. Είναι ιστορικά επιτυχημένο παράδειγμα που απομακρύνει τον άμεσο κίνδυνο ανατροπής της πολιτικής σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής. Προβλέπει τεχνική υποστήριξη και χρηματοδότηση. Χρειάζεται προσοχή για την ανάπτυξη της συνεταιριστικής κουλτούρας και την διασφάλιση της λειτουργίας των μηχανισμών ασφαλείας. Αυτές τις ημέρες μια αντίστοιχη προσπάθεια διάβρωσης συμβαίνει στο ΙΝΚΑ Χανίων (ΣΥΝΚΑ).
Καθώς οι πιστωτές –πλην των εργαζομένων– μπορεί να μην συναινούν σημαντικός μπορεί να είναι ο ρόλος της Αναπτυξιακής Τράπεζας ή Συνεταιριστικών στην ανάληψη –μετά από διαπραγμάτευση– αυτών των χρεών.
Η ανάπτυξη ισχυρού οικοσυστήματος κοπερατιβών πρέπει να αποτελεί στρατηγικό στόχο. Ένα πεδίο μπορεί να αποτελέσουν εταιρείες όπως η ΛΑΡΚΟ, ΕΝ.ΚΛΩ. κ.λπ. (κάθε περίπτωση θέλει ειδικό σχέδιο).
2. Αυτή η παρέμβαση μπορεί στο επενδυτικό μέρος να λειτουργήσει με χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ ως ένα «σχέδιο Μάρσαλ» δίνοντας μία ώθηση >2% του ΑΕΠ για 5-10 έτη, ως ένα σχέδιο ανέγερσης 100.000 φοιτητικών εστιών και 1000 ολοήμερων σχολικών συγκροτημάτων. Αντίστοιχα ένα πρόγραμμα δημόσιας κατοικίας με τους ΟΤΑ (βλ. κόκκινη Βιέννη κ.λπ).