Jean Genet «Το ημερολόγιο ενός κλέφτη», μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021
Γραμμένο στα μέσα του 20ού αιώνα, το μυθιστόρημα του γάλλου συγγραφέα, αποτελεί ένα από τα πιο οριακά και παραβατικά κείμενα της δυτικής λογοτεχνίας. Ένα βιβλίο που ανθίσταται στη λογοτεχνική κανονικοποίηση καθώς είναι ταυτόχρονα ποιητικό, αυτομυθοπλαστικό, ένα κοινωνικοπολιτικό οδοιπορικό στην Ευρώπη πριν την επέλαση του ναζισμού.
Ο άνθρωπος που έγραψε αυτό το βιβλίο ταυτίζεται με τον αφηγητή του, ειδικά σ’ αυτό, το πέμπτο και τελευταίο του μυθιστόρημα· η ταύτιση είναι πρόδηλη καθώς ο ίδιος ο Ζαν Ζενέ, γεννημένος το 1910 από άγνωστο πατέρα και ανύπαντρη μητέρα που τον εγκατέλειψε, δηλώνει το όνομά του, ένα από τα δεκαπέντε που χρησιμοποίησε ως τότε. Δέκα χρόνια μετά θα καταγράψει τις εμπειρίες του στα πέντε γνωστά του μυθιστορήματα: «H Παναγία των λουλουδιών», «Το θαύμα του ρόδου», «Τελετές ταφής», «Ο Κερέλ της Βρέστης», «Το ημερολόγια ενός κλέφτη».
Ενώ τα προηγούμενα μυθιστορήματα διαδραματίζονται σε φυλακές και σωφρονιστικά ιδρύματα, το Ημερολόγιο είναι κυριολεκτικά βιβλίο δρόμου και απόδρασης. Ο αφηγητής, μόνιμα δραπέτης, ρακένδυτος και ξυπόλητος, απόκληρος και ανέστιος, διασχίζει παράνομα χώρες, από την Γαλλία, στην Γερμανία, από την Ιταλία στην Αυστρία, από την Αλβανία στην Ισπανία όπου διαδραματίζεται ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου. «Σε κάθε χώρα που άφηνα πίσω μου, είχα κλέψει και είχα γνωρίσει τις φυλακές της». Πιο δύσκολη και ελεγχόμενη βρίσκει την Κεντρική Ευρώπη με το «τυραννικό άψογο σύστημα αστυνόμευσης». Η χιτλερική Γερμανία τού προκαλούσε τρόμο, σύμβολο θηριωδίας: «Ήταν κι όλας εκτός νόμου».
Επιθυμεί να αφήσει την Γαλλία πίσω του, τη χώρα της οποίας μόνον τη γλώσσα αναγνωρίζει και μπορεί να εκφραστεί: «Θαρρώ πως χρειαζόταν να σκάψω, να ανοίξω έναν γλωσσικό σωρό μες στον οποίο η σκέψη μου θα ένιωθε άνετα. Ίσως ήθελα να κατακρίνω τον εαυτό μου στη μητρική μου γλώσσα».
Είναι γύρω στα είκοσι τρία, οι εμπειρίες του τρομακτικές. Ζει σε βρώμικα δρομάκια, μοιράζεται εξαθλιωμένα δωμάτια στις πιο σκοτεινές γειτονιές των πόλεων και στα λιμάνια παρέα με αλήτες, κλέφτες, μαχαιροβγάλτες, πόρνες, τραβεστί, νταβατζήδες. Πολλές σκηνές θυμίζουν τον Ντοστογιέφσκι, συγγραφέα με τον οποίο αργότερα θα ασχοληθεί ο Ζενέ. Αυτός είναι ο κόσμος του, αυτόν τον κόσμο θέλει να περιγράψει, να αναδείξει, να αγιοποιήσει. Αυτών των αντρών το χαρακωμένο σώμα θα ποθήσει αλλά και θα προδώσει. Δεν κατέχει τίποτε, δεν έχει να χάσει κάτι.
«Αυτό που έβλεπαν να περνάει από μπροστά τους δεν ήταν πια ένας άνθρωπος, μα ένα αλλόκοτο κατασκεύασμα της δυστυχίας, κάτι στο οποίο δεν μπορούσες να εφαρμόσεις τον νόμο. Είχα υπερβεί τα όρια της απρέπειας».
Η σκηνή στην Βαρκελόνη, όπου καταφτάνει το υπερωκεάνιο και κατεβαίνουν οι τουρίστες να φωτογραφίσουν τους «άθλιους του λιμανιού» έναντι αμοιβής, ενώ εκείνοι ποζάρουν, είναι συνταρακτική.
Όχι η ζωή, αλλά η ερμηνεία της
Στο Ημερολόγιο ενός κλέφτη δεν ισχύουν οι μυθιστορηματικοί κανόνες· ο χαρακτήρας που ξεχωρίζει είναι ο μονόχειρας Στιλιτάνο. Ο Ζενέ (ο αφηγητής) αυτόν ποθεί σφόδρα, απ’ αυτόν εμπνέεται, γι’ αυτόν θυσιάζεται, ταυτίζεται μαζί του χωρίς όμως να έχουν ερωτική σχέση. Ο Στιλιτάνο, ο Σέρβος που απέδρασε από τη Λεγεώνα των Ξένων, είναι ο μόνος που δεν απεκδύεται του αντρισμού του, όπως οι υπόλοιποι στον αρσενικό κόσμο του Ζενέ ο οποίος ταυτίζεται με τα σώματά τους, γίνεται ο σωσίας τους για να μπορέσει να τους ανακαλέσει: «Ο Λισιέν. Θα πλάσω την εικόνα του που αυτός ο ίδιος θα τη μιμηθεί».
Η ποιητικότητα της γραφής, μεταμορφώνει τον βρώμικο δρόμο σε παλάτι, γιορτές και λιτανείες, μαγεία και τιμές μεγαλοπρεπείς παρελάσεις επιστρατεύονται για να περιγράψουν διαχρονικά μια Ευρώπη που στη φαντασία του πλάνητα αλήτη ανασυντίθεται με τα εναπομείναντα λαμπερά σύμβολα.
Αλήθεια, πώς ένας κοινωνικά απόβλητος μπόρεσε να διαβάσει τόσο πολύ (κυρίως έκλεβε... βιβλία!), πώς έβλεπε και ερμήνευε τον κόσμο ώστε τα μεγαλύτερα μυαλά της εποχής του να αναζητούν την παρέα του; Οι φιλόσοφοι Σαρτρ και Ντεριντά, που του αφιέρωσαν βιβλία, ο Κοκτώ, που τον ανέδειξε, ο Χουάν Γκοϊτισόλο, ο Μοράβια, οι συνθέτες Σταβίνσκι και Μπουλέζ, ο γλύπτης Τζιακομέτι για τον οποίο έγραψε ένα βιβλίο αλλά και πολιτικοί σαν τον Πομπιντού και τον Μιτεράν. O Φασμπίντερ γύρισε ταινία, τον «Κερέλ», ο Ντέιβιντ Μπάουι εμπνεύστηκε τραγούδι.
«Αυτό που θα με καθοδηγεί, ως μια διδαχή, δεν είναι ό,τι έζησα, αλλά ο τόνος με τον οποίο το αποδίδω. Όχι ανεκδοτολογικές αναφορές, αλλά το έργο τέχνης. Όχι τη ζωή μου, αλλά η ερμηνεία της. Αυτό που μου προσφέρει η γλώσσα για να την ανακαλέσω στη μνήμη, να μιλήσω γι’ αυτή, να την αποδώσω. Να πλάσω το δικό μου μύθο».
Ιδού το μεγάλο νόημα της γραφής, της λογοτεχνίας και της αυτομυθοπλασίας πριν κορυφωθεί στις μέρες μας σε μια -εκ του ασφαλούς- έκφραση δημιουργικής γραφής. Εδώ είναι το εργαστήρι του δρόμου και της αντιζωής. Του κατατρεγμένου αλήτη που αναζητεί την ομορφιά και την επιβίωση μέσα στο Κακό αμφισβητώντας θεσμούς κι ιεραρχίες: απόστολος των καταφρονημένων της γης.
Ποιος είναι σήμερα ο «κλέφτης»;
Πώς να διαβαστεί ξανά αυτό το βιβλίο; Μήπως χωρίς τις Σαρτρικές αγιοποιήσεις, τις αντιρρήσεις του Μπατάιγ ή τις ορθοπολιτικές τεκμηριώσεις του Ιβάν Γιαμπλόνκα και άλλα θεωρητικά στεγανά αλλά ξαναβγάζοντάς το στον δρόμο;
Ο «κλέφτης» είναι ο περιπλανώμενος μετανάστης, ο πρόσφυγας, ο παρίας της εποχής μας. Ο «κλέφτης» είναι ο άνθρωπος στο περιθώριο, ο εξαθλιωμένος, ο άστεγος, ο χρεωκοπημένος. Ακόμη, «Το ημερολόγιο ενός κλέφτη» είναι ένας ύμνος στην ψυχή και στο κορμί που είναι επιθυμητό ακόμη και στα πιο δύσβατα περάσματα της ζωής. Εκεί όπου εισχωρεί ο λόγος του Ζενέ και αναδύεται ένας πανανθρώπινος ερωτισμός.
Ο Ζαν Ζενέ γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το λογοτεχνικό και θεατρικό του έργο. Από το 1970 μέχρι τον θάνατό του, το 1986, υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των φυλακισμένων, των απάτριδων και των ξένων εργατών αφήνοντας μεταθανάτια το συγκλονιστικό «Αιχμάλωτος του έρωτα», ένα βιβλίο όπου εξέθετε την υποστήριξή του προς τους Παλαιστίνιους και τους Μαύρους Πάνθηρες. Πέθανε το 1986 στο Παρίσι, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου (άλλωστε μόνον σε ξενοδοχεία ζούσε) μετά από το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα την οποία επισκεπτόταν τακτικά. Θάφτηκε στο Μαρόκο, κοντά στην αραβική οικογένεια που είχε «υιοθετήσει». Εκεί, στον τάφο του, το 2013 η Πάτι Σμιθ απόθεσε τρεις πέτρες που είχε μαζέψει από τα κάτεργα της Γαλλικής Γουϊάνα που τόσο συχνά μνημόνευε ο Ζενέ στο Ημερολόγιο ενός Κλέφτη.
Η καινούργια μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη φέρνει γλωσσικά το κείμενο στην εποχή μας χωρίς να προδίδει το πνεύμα του συγγραφέα.