Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης «Σύνορα, Κυριαρχία, Γραμματόσημα. Οι μεταβολές του ελληνικού εδάφους 1830-1947», Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, 2021
Το βιβλίο του Κ. Τσιτσελίκη ανασυνθέτει την πορεία της εδαφικής ολοκλήρωσης του ελληνικού κράτους, από το πρώτο Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας το 1830 μέχρι και την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων το 1947. Ο συγγραφέας παρακολουθεί αυτή τη διαδικασία μέσα από τα γραμματόσημα που εκδίδονται σχεδόν αμέσως μετά από κάθε εδαφική επέκταση.
Τα γραμματόσημα στα οποία αναφέρεται ο συγγραφέας εκδίδονται από το ελληνικό κράτος και χρησιμοποιούνται καταρχάς για να καλύψουν τις ανάγκες των ταχυδρομείων. Η εικονογράφησή τους, όμως, ιχνογραφεί και την προσπάθεια της εξουσίας να παίξει κυρίαρχο ρόλο στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης. Σε αυτό το πλαίσιο, τα γραμματόσημα αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρήσιμα, καθώς εκδίδονται σχεδόν ταυτόχρονα με οποιαδήποτε εδαφική αλλαγή και κυκλοφορούν άμεσα, όταν ακόμη το γεγονός είναι ακόμη νωπό και το επίσημο εθνικό αφήγημα εν τη γενέσει του. Επιπλέον, επειδή πρόκειται για κάτι χρηστικό, τα γραμματόσημα έχουν μεγάλη διάδοση σε όλες ταυτόχρονα τις περιφέρειες της επικράτειας. Ταυτόχρονα, διατρέχουν κάθετα όλες τις κοινωνικές τάξεις καθώς σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού κάποια στιγμή επισκέπτεται το ταχυδρομείο και διατηρεί κάποιας μορφής αλληλογραφία. Τέλος, βασίζονται στην εικόνα και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Αφενός, γιατί στην εποχή στην οποία αναφέρεται το βιβλίο κυριαρχεί ο λόγος. Άρα οποιαδήποτε εικόνα έχει τεράστια δύναμη γιατί αμέσως τραβά την προσοχή των ανθρώπων. Αφετέρου, γιατί το μήνυμα των γραμματοσήμων ως εικόνα γίνεται άμεσα και γρήγορα κατανοητό από όλους, πλούσιους και φτωχούς, κατοίκους των αστικών κέντρων και της υπαίθρου, εγγράμματους αλλά και αναλφάβητους.
Τα γραμματόσημα που βρίσκονται στο επίκεντρο της έρευνας του Κ. Τσιτσελίκη αφηγούνται την ιστορία της εθνικής και εδαφικής ολοκλήρωσης. Η εικονογράφησή τους μας αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο κάθε φορά μετά από κάθε μικρή η μεγάλη εδαφική επέκταση η κεντρική εξουσία επιχειρεί, να πλαισιώσει ιστορικά το γεγονός και να το εντάξει στο εθνικό αφήγημα. Συνήθως, σε αυτό το πλαίσιο τα γραμματόσημα αφηγούνται εύληπτες και δυνατές ιστορίες οι οποίες αξιοποιούν στοιχεία από το παρελθόν για να νοηματοδοτήσουν το παρόν και να προσφέρουν ένα αντίστοιχης σπουδαιότητας και αίγλης μέλλον.
Για παράδειγμα δύο γραμματόσημα του Απριλίου του 1913 για τις υπό κατοχή Νέες Χώρες χρησιμοποιούν πληθώρα συμβόλων από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την ελληνορθόδοξη παράδοση. Και στα δυο η ελληνική παρουσία-κυριαρχία παρουσιάζεται ως φυσική συνέχεια του αρχαίου και του βυζαντινού μεγαλείου. Στο ένα, ο αετός του Δία αρπάζει και εξουδετερώνει ένα φίδι, σύμβολο των εχθρών και όσων επιβουλεύονται την εθνική κυριαρχία σε ένα χρονικό άξονα που ξεκινά από την αρχαιότητα και χάνεται στο μέλλον. Στο δεύτερο, η Ακρόπολη και η Σαλαμίνα γίνονται ο καμβάς επάνω στον οποίο εμφανίζεται ένας μεγάλος σταυρός και το σύνθημα «εν τούτω νίκα». Η αναφορά σε δύο ένδοξες στιγμές του παρελθόντος (στην νίκη εναντίον των Περσών στη Σαλαμίνα και στη νίκη του Μ. Κωνσταντίνου το 312 κορυφαία στιγμή για την ιστορία του Χριστιανισμού), αλλά και η αλληγορία του αετού που εξουδετερώνει το φίδι-εχθρό υπογραμμίζουν την ιδέα της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας και τη σύνδεσή της με το χριστιανισμό. Από την άλλη, αποτελούν ένα είδος προειδοποίησης. Οι εχθροί του έθνους, είτε στο εσωτερικό του είτε εκτός των συνόρων, θα έχουν την τύχη του φιδιού.
Άλλο παράδειγμα αποτελούν τα γραμματόσημα που επισήμανε ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) στις περιοχές, όπου ασκούσε διοίκηση (1944) μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Τα συγκεκριμένα γραμματόσημα δεν είχαν μακροχρόνια κυκλοφορία έχουν, όμως, μεγάλο ενδιαφέρον, κυρίως γιατί δείχνουν την επιδίωξη της Αριστεράς να ενταχθεί στο υπάρχον εθνικό αφήγημα. Χαρακτηριστικό είναι ένα γραμματόσημο στο οποίο εικονίζεται ένα ιδιαίτερα εύρωστο δέντρο στις ρίζες του οποίου βρίσκονται οι νεκροί αγωνιστές της εθνικής Αντίστασης. Η αλληγορία είναι προφανής. Τα σώματα των νεκρών αγωνιστών γίνονται τροφή για το δέντρο που συμβολίζει την ελευθερία, τη δημιουργία και την πατρίδα. Συνοδεύουν δύο φράσεις: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη» που συνδέει την αντίσταση εναντίον των Γερμανών με την Επανάσταση του 1821 και το «Ελεύθερη Ελλάδα!» με θαυμαστικό, ώστε να παρουσιαστεί το επίτευγμα της απελευθέρωσης από την ξενική κατοχή.
Μέσα από όλα αυτά, όμως, (και από άλλα αντίστοιχα που μπορεί κανείς να αντλήσει από το βιβλίο) προκύπτει και ένα άλλο ζήτημα το οποίο τίθεται πολύ εμπεριστατωμένα μέσα από τη μελέτη του Τσιτσελίκη. Όταν μιλούμε για την Ελλάδα, την ιστορία της και κυρίως για τα σύνορά της, αυτό γίνεται μέσα από βεβαιότητες. Θεωρούμε τα σύνορά μας δεδομένα και τη διαδικασία της εδαφικής επέκτασης σχεδόν απρόσκοπτη. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Οι μεταβολές των συνόρων υπήρξαν αποτέλεσμα μιας περίπλοκης και επίπονης στρατιωτικής και διπλωματικής διαδικασίας.
Την ιστορία αυτή μας αρέσει να την βλέπουμε ως μοναδική, ως την ελληνική πολιτική και διπλωματική ιστορία. Πρέπει, όμως, να κατανοήσουμε ότι πρόκειται για μια εκδοχή της ιστορίας των Βαλκανίων. Το ίδιο όραμα της δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους είχαν όλα τα βαλκανικά έθνη, καθώς υποχωρούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πραγμάτωση του οράματος αυτού καθώς περνούσε από την εθνοποίηση του εδάφους και του πληθυσμού αποτέλεσε την αιτία για πολλές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Τα ιδεατά όρια του εθνικού κράτους αλληλεπικαλύπτονταν. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας και των βόρειων γειτόνων της ό,τι αποτέλεσε εθνικό θρίαμβο για ένα κράτος αποτέλεσε απώλεια και τραγωδία για το άλλο. Και, βέβαια η εικόνα αυτή γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη αν προσθέσουμε και τους πληθυσμούς οι οποίοι βρέθηκαν στη «λάθος» πλευρά των συνόρων και αποτέλεσαν εθνικές μειονότητες.
Όλα αυτά στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα έχουν γίνει εδώ και καιρό αντικείμενο έρευνας, συζητήσεων και προβληματισμού. Στη δημόσια σφαίρα όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κάθε φορά που προκύπτει ένα από τα παραπάνω ζητήματα γίνεται αντικείμενο οξείας πολιτικής αντιπαράθεσης. Άρα παρόλο που όλοι ευτυχώς συμφωνούμε ότι τα σύνορά μας είναι αυτά που έχουν χαραχτεί κατά την τελευταία επέκτασή τους το 1947 δεν μπορούμε καθόλου να αποδεχτούμε το γεγονός ότι γύρω από τη χάραξη και τη συγκρότηση του εθνικού μας κράτος υπήρξε ένα περιβάλλον πολιτικής και διπλωματικής ρευστότητας. Δεν κατανοούμε ακόμη ότι από το 1821 και μετά οι βεβαιότητες που αφορούσαν ειδικά την εδαφική κυριαρχία ήταν ελάχιστες και ότι η τελική κατοχύρωση των συνόρων μας ήταν μια διαδικασία εκπληκτικά, και ίσως ενοχλητικά, ρευστή. Με άλλα λόγια αυτό που θεωρούμε σήμερα έδαφος δικαιωματικά ελληνικό πρέπει να σκεφτούμε ότι είναι προϊόν πολιτικών - διπλωματικών αποφάσεων και στρατιωτικής δραστηριότητας. Σίγουρα δεν μας χαρίστηκε και σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της ιστορικής μας παρουσίας στην περιοχή.
Τα ζητήματα αυτά τίθενται στο ανά χείρας βιβλίο με επιτυχημένο και νηφάλιο τρόπο. Πρέπει, όμως, με την ίδια να νηφαλιότητα να συζητηθούν τόσο στη δημόσια σφαίρα όσο και στην εκπαίδευση η οποία δυστυχώς κυριαρχείται από απαρχαιωμένα προγράμματα σπουδών που αναλώνονται στο παπαρηγοπούλειο εθνικό αφήγημα.