Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης «Η Αγωγή του Πολίτη. Η γαλλική παρουσία στο Ιόνιο (1797-1799) και το έθνος των Ελλήνων», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021
Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης «Σπύρος Ι. Ασδραχάς 1933-2017. Εργογραφία και δοκιμή βιογραφίας», εκδόσεις Θεμέλιο και Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, 2021
Ο ιστορικός Δημήτρης Αρβανιτάκης, επιστημονικός συνεργάτης και υπεύθυνος του Τμήματος Εκδόσεων του Μουσείου Μπενάκη, με κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα, ανάμεσα σε άλλα, την κοινωνική ιστορία των νησιών του Ιονίου και την ιστορία της λογιοσύνης, συνεισέφερε στην ελληνική ιστοριογραφία με δύο πολύ σημαντικά έργα το 2021, καρπός, και τα δύο πολυετούς έρευνας και αναζήτησης. Το ένα φωτίζει (αλλάζοντας και το βλέμμα μας στις προ του 1821 διεργασίες) μια εντελώς ξεχασμένη αλλά πολύ σημαντική πτυχή της ιστορίας των νησιών του Ιονίου, το βραχύ πέρασμά τους στην κυριαρχία της μετεπαναστατικής Γαλλίας και του Βοναπάρτη, όταν δοκίμασαν μια πρώτη εμπειρία Δημοκρατίας. Το άλλο εστιάζει στο έργο ενός σπουδαίου ιστορικού, του Σπύρου Ασδραχά, που έφυγε από τη ζωή το 2017 αφήνοντας πίσω του πολυσήμαντο έργο.
Ο Βοναπάρτης, αμέσως μετά τη διάλυση της Γαληνοτάτης δημοκρατίας της Βενετίας, την άνοιξη του 1797, κατέλυσε τη βενετική κυριαρχία στο Ιόνιο και κατόπιν προσάρτησε τα νησιά στη Γαλλία. Τι ακριβώς συνέβη εκείνη την περίοδο;
Τον Ιούνιο του 1797, για το Ιόνιο τελείωσε η μακρά περίοδος της βενετικής κυριαρχίας. Η εγκαθίδρυση δημοκρατικών (ρεπουμπλικανικών) θεσμών στην ίδια την Βενετία, ενάμιση μήνα πριν, οδήγησε στην απώλεια του ελέγχου επί του Ιονίου. Τα νησιά, υπό γαλλικό έλεγχο τώρα, βίωσαν αρχικά ένα κυριολεκτικά «σύντομο καλοκαίρι» ρεπουμπλικανικού πειράματος και στη συνέχεια, με τη Συνθήκη του Καμποφόρμιο, εντάχθηκαν στη Γαλλική ρεπούμπλικα. Πρόκειται για μια εκρηκτική περίοδο, γεμάτη αντιφάσεις και συγκρούσεις, για μια περίοδο ρήξεων και πρωτόγνωρων αλλαγών, επιτάχυνσης του ιστορικού χρόνου και των συνειδητοποιήσεων. Χάρη στη γαλλική παρουσία, καταργήθηκαν τα προνόμια και οι κληρονομικές ταξικές διακρίσεις (συμβολικά, κάηκαν οι «Χρυσόβιβλοι» των νησιών), το δικαίωμα του πολίτη από μονοπώλιο των ευγενών εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την κοινωνία, εγκαθιδρύθηκαν ρεπουμπλικανικοί θεσμοί (με κύρια έκφραση τα Προσωρινά Δημαρχεία), στους οποίους συμμετείχαν για πρώτη φορά άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, της πόλης και της υπαίθρου, αδιακρίτως θρησκεύματος και δόγματος, αναδιαρθρώθηκε η εκπαίδευση ώστε να αποκτήσει δημόσιο χαρακτήρα, άρχισε μια νέα ανάγνωση του δημόσιου χώρου (μέσω των δημόσιων τελετών, των εκδηλώσεων, της νέας ονοματοθεσίας δρόμων και πλατειών) και του χρόνου (μέσω της υιοθέτησης του ρεπουμπλικανικού ημερολογίου), δημιουργήθηκε Βιβλιοθήκη και Τυπογραφείο… Ο κόσμος άλλαζε ριζικά, αλλά αυτό δεν έγινε καθόλου ανέφελα. Όχι μόνο επειδή υπήρξε η σκληρή αντίδραση των ευγενών και της εκκλησίας, αλλά και γιατί όλες αυτές οι επαναστατικές αλλαγές δεν είχαν προκύψει μέσα από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες (άρα, το ρίζωμά τους ήταν μικρό), αλλά «εισάγονταν» στα νησιά, μάλιστα εισάγονταν από μια δύναμη που λειτουργούσε ταυτόχρονα ως απελευθερωτική και ως κυριαρχική. Αντιφάσεις ιστορικές, που γεννούσαν όμως έναν νέο κόσμο.
Πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος αυτού του γαλλικού περάσματος από τα Ιόνια νησιά στην πορεία προς την Ελληνική Επανάσταση;
Πέρα από τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις, η στιγμή υπήρξε αναμφίβολα πολλαπλά κρίσιμη. Ας επισημάνουμε, εν τάχει, τρία σημεία: Πρώτον, το είδος του τέλους της βενετικής κυριαρχίας απέδειξε στις κοινωνίες (εδώ θα συμπεριλάβουμε και τις κοινωνίες του οθωμανοκρατούμενου ελληνικού χώρου) κάτι καθόλου αυτονόητο: ότι η ρήξη με το καθεστώς της κυριαρχίας είναι εφικτή. Δεύτερον, στο επίπεδο της αγωγής του πολίτη, διαδόθηκαν για πρώτη φορά στον πολλαπλό και πολύμορφο ελληνικό χώρο οι πολιτικές ιδέες του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού, στη ρεπουμπλικανική εκδοχή του, ιδέες που θα αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη, το καύσιμο του μέλλοντος: ρεπούμπλικα, κοινωνικό συμβόλαιο, νόμος, αρετή, πολιτική ελευθερία, ισότητα κ.λπ. Τρίτον, για πρώτη φορά διατυπώθηκαν στον ελληνικό χώρο οι κομβικές έννοιες που επρόκειτο να αλλάξουν τον κόσμο: οι πολιτικές νοηματοδοτήσεις της πατρίδας και του έθνους – και αυτό ρίχνει ένα πολύ διαφορετικό φως στην προσπάθεια του Ρήγα. Ως προς το τελευταίο σημείο (εξαιρετικά γόνιμο για τις διαδικασίες διαμόρφωσης των εθνικών συνειδήσεων), ας σημειωθεί ότι η ένταση με την οποία τέθηκε το ζήτημα του «πολιτικού έθνους του Ιονίου» και του «πολιτικού έθνους των Γραικών», ένταση η οποία αποτυπώθηκε και στην οξύτατη επίθεση του Πατριαρχείου και των αντιδιαφωτιστών ενάντια στις ρεπουμπλικανικές ιδέες και στη «γαλλική λύμη», όχι μόνο συνετέλεσε στην προσέγγιση του Ιονίου με τον κύριο ελληνικό κορμό, αλλά και αποτέλεσε το πρώτο κρίσιμο βήμα για την πολιτική εννοιολόγηση του «έθνους των Γραικών»: για την απόσχισή του δηλαδή από το θρησκευτικά νοούμενο εντός του πλαισίου της οθωμανικής κυριαρχίας «μιλέτ των Χριστιανών». Αν στη φάση εκείνη, οι ριζοσπαστικές ιδέες ηττήθηκαν, ωστόσο δεν χάθηκαν: δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς την «Ελληνική Νομαρχία» (1806) ή τα πολιτικά κείμενα (φυλλάδια και άλλα) του Αδαμάντιου Κοραή, για να μείνουμε σε πολύ γνωστά παραδείγματα.
Πώς τελειώνει αυτό το βραχύ πείραμα δημοκρατίας; Και τι είδους δημοκρατικό αποτύπωμα άφησε αληθινά;
Σε κάποιους παράγοντες υπονομευτικούς του πειράματος αναφερθήκαμε ήδη. Αν σε αυτούς προσθέσουμε τις περιπλοκές του πολέμου, που οδήγησαν στη σύμπηξη του νέου αντιγαλλικού συνασπισμού, στα τέλη του 1798 –ο οποίος στην περίπτωσή μας εξειδικεύτηκε στην «τερατώδη συμμαχία» της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την Ρωσία–, θα καταλάβουμε πώς οδηγηθήκαμε στην κυριολεκτικά δραματική εκδίωξη των Γάλλων από τα νησιά, σταδιακά από το φθινόπωρο του 1798 μέχρι τις αρχές του 1799. Οι ιδέες ηττήθηκαν, το είπαμε. Στο Ιόνιο, παρά τον κατευναστικό ρόλο του ρώσου ναυάρχου Ουσακώφ, ο φανατισμός υπήρξε τόσο μεγάλος, ώστε ο διωγμός όσων ήταν ρεπουμπλικάνοι (ή κατηγορήθηκαν ως τέτοιοι) ήταν πολύ σκληρός, για τους πρώτους μήνες τουλάχιστον. Αλλά, αν πιο πάνω υπαινιχθήκαμε ότι στον ευρύτερο ελληνικό χώρο οι ιδέες άφησαν το αποτύπωμά τους, στη διαδρομή για τη διαμόρφωση του νέου «πολιτικού λεξιλογίου» των Ελλήνων, το ίδιο έγινε και στο Ιόνιο. Καρπός των εξελίξεων υπήρξε η δημιουργία του πρώτου κράτους, έστω όχι ανεξάρτητου, στον ιστορικό ελληνικό χώρο: της Repubblica Settinsulare (Επτάνησος Πολιτεία, 1800-1807). Ο Σπύρος Ασδραχάς παρατηρούσε ότι αν οι ρεπουμπλικανικές ιδέες νικήθηκαν, ωστόσο το ειδικό τους βάρος δεν χάθηκε. Πράγματι, ας αναρωτηθούμε γιατί οι περισσότεροι ρεπουμπλικάνοι του Ιονίου τάχθηκαν υπέρ της Επτανήσου Πολιτείας; Την απάντηση θα την έχουμε αν σκεφτούμε ότι μέσω αυτής πραγματοποιούνταν ένα μέρος του ονείρου τους (μια ρεπούμπλικα του Ιονίου), έστω όχι ανεξάρτητη και όχι τόσο δημοκρατική όσο θα ήθελαν. Η νίκη, ωστόσο δεν ήταν μικρή: όποιος διαβάζει τα προπαρασκευαστικά κείμενα του Συντάγματος του 1803, για παράδειγμα, αληθινά δεν πιστεύει στα μάτια του. Οι ηττημένες «γαλλικές ιδέες» ποτίζουν κάθε λέξη αυτού του λεξιλογίου.
Ωστόσο, τα δύο περίπου χρόνια της γαλλικής παρουσίας στα Ιόνια έχουν μάλλον μείνει άγνωστα στην ελληνική ιστορική αφήγηση. Θεωρήθηκαν μη σημαντικά ή κάτι άλλο συμβαίνει;
Βέβαια, το πράγμα μοιάζει εκ πρώτης όψεως παράξενο, αφού το 1797 λειτούργησε ως πυκνωτής των εξελίξεων: ο ιδεολογικός αναβρασμός των προηγούμενων χρόνων στη μετά το 1789 Ευρώπη, στις Ηγεμονίες και στην ελληνική χερσόνησο, οι διαφωτιστικο-επαναστατικές προσπάθειες του Ρήγα, όλα συναντήθηκαν στην έκρηξη του Ιονίου. Τότε, γιατί η «σιωπή»; Πιστεύω για πολλούς λόγους, που θα μπορούσαν να συναιρεθούν σε δύο. Ο πρώτος, σε τοπικό επίπεδο: η ρήξη του 1797 υπήρξε απολύτως τραυματική για το κυρίαρχο στρώμα των ευγενών, το οποίο μετά το 1799 επιχείρησε να επαναφέρει το προ της ρήξης στάτους – αλλά, όσο κι αν ο ρεπουμπλικανισμός ηττήθηκε, η ιστορία είχε πλέον αλλάξει. Ωστόσο, για τους ευγενείς, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονταν με τη λογιοσύνη των νησιών, το τραύμα του 1797 δεν επουλώθηκε ποτέ. Έτσι, μέσω της αναπαραγόμενης σιωπής και χάρη στη (με όποιους τρόπους) διατήρηση της κοινωνικής, πολιτικής και ως έναν βαθμό οικονομικής ηγεμονίας των ευγενών, ακόμα και μέσα στον εικοστό αιώνα, έγινε κατορθωτό η ταξική αλήθεια να μετατραπεί εντέλει σε συλλογική, κοινή αλήθεια. Κι έτσι, το ρεπουμπλικανικό πείραμα σβήστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τη συλλογική μνήμη.
Ο δεύτερος λόγος είναι ο εκ παραδόσεως απόλυτα «ελληνοκεντρισμός» της ελληνικής ιστοριογραφίας, η οποία ποτέ δεν θεώρησε ως οργανικό τμήμα μελέτης εντός του πλαισίου ενδιαφερόντων της το προ του 1864 Ιόνιο. Έτσι, ενώ το γεγονός ήταν γνωστό, ουδείς ενδιαφέρθηκε για το «τι» και το «πώς» της ιστορικής στιγμής, κυρίως όμως για τη δυναμική που αυτή γέννησε.
Πώς θα τοποθετούσες γενικότερα την ιστορία των Ιόνιων νησιών εκείνη την περίοδο, τόσο της γαλλικής παρουσίας όσο και της ίδρυσης αμέσως μετά της Επτανήσου Πολιτείας; Επρόκειτο για ένα πρώιμο –και πρώτο– ελληνικό κράτος, για μια δοκιμή παραγωγής εθνικής συνείδησης;
Μερικά στοιχεία της απάντησης έχουν ήδη σποραδικά αναφερθεί. Θα πω, όμως, ότι δεν είμαστε ακόμα σε θέση να αποτυπώσουμε μια ιστοριογραφικά ικανοποιητική απάντηση. Οι μελέτες βάσης μάς λείπουν ή είναι στα σπάργανα. Χρειαζόμαστε κι εδώ, όπως και στα συναφούς χαρακτήρα ερωτήματα, να δούμε τη στιγμή έξω από την τελεολογία του έθνους. Να τη δούμε ως αυτό που ήταν: ως μια δυναμική, αντιφατική στιγμή, ανοιχτή στις ιστορικές πιθανότητες. Όπως είναι κάθε στιγμή τής πίσω και της μπρος ιστορίας, πριν ταξινομηθεί στις σελίδες των βιβλίων. Ο υψηλός και στοχαστικός ζακυνθινός ιστορικός του δέκατου ένατου αιώνα Ερμάννος Λούντζης έγραφε ότι τη στιγμή εκείνη σκέψεις για εθνικό κράτος δεν μπορούσαν να γεννηθούν, αφού γι’ αυτό «θα χρειαζόταν η συνδρομή κι άλλων μεταγενέστερων παραγόντων», ενώ ο κερκυραιοζακυνθινός Σπυρίδων δε Βιάζης έγραφε στις αρχές του εικοστού αιώνα, ανυποψίαστος για τις σημερινές δικές μας συζητήσεις, ότι στα τέλη του δέκατου όγδοου η «φιλολογική πατρίδα» μετατρεπόταν σε «πολιτική πατρίδα». Πόσο καλύτερα θα μπορούσαμε να το εκφράσουμε εμείς;
Έχω την πεποίθηση ότι το Ιόνιο, ιδίως αυτής της περιόδου, μάς δείχνει, σαν σε μεγεθυντικό φακό, τα πολλαπλά στάδια περάσματος μιας τοπικής περίπτωσης από την εθνοτική στην εθνική συνείδηση, στη διαδρομή της από τις αυτοκρατορίες στον κόσμο των εθνών. Αν απαλλασσόμασταν από ανάποδες τελεολογίες θα καταλαβαίναμε νομίζω καλύτερα την πολιτική γλώσσα της Επτανήσου Πολιτείας, την πίστη των ρητόρων του 1797 και του 1800 ότι εκεί, «στο Ιόνιο», γεννιόταν η «νέα Ελλάδα» και «ανασταινόταν» η ελληνική αρχαιότητα, την πίστη ότι εκείνη η «ρεπούμπλικα» ήταν όμοια με την αρχαία ελληνική, θα κατανοούσαμε την αισθητική και πολιτική λειτουργία του κλασικισμού στο Ιόνιο, που γεννήθηκε εκεί όχι μόνο τριάντα χρόνια πριν από τον ελληνικό, αλλά σε ομολογία με τον ευρωπαϊκό και μέσα από τελείως διαφορετικές συνθήκες.
Πόσο «Έλληνες» και πόσο «Ιταλοί» ήταν οι Επτανήσιοι εκείνη την περίοδο; Και τι είναι αυτό που γεννά εκεί έναν Κάλβο και έναν Σολωμό;
Πόσο «Έλληνες», πόσο «Ιταλοί»; Να, ένα ερώτημα που χρειάζεται χίλιες διασαφήσεις. Και ύστερα, για ποιους μιλάμε, με ποια κριτήρια, ταξικά, μορφωτικά, κοινωνικά, χωρικά, δογματικά κ.λπ. Ας πούμε ότι η πολυαίωνη ένταξη του ιόνιου τόπου στον δυτικό κόσμο είχε διαμορφώσει εκεί μια ιδιαίτερη πολιτισμική οντότητα, που θα μπορούσε να αποκληθεί «ελληνική δυτικότητα»: με την έμφαση και στους δύο όρους! Η συζυγία δεν είναι απλή και θα άξιζε να την αναλύσουμε. Αν θα θέλαμε να τον ακούσουμε (ρωτώντας τον και τι εννοεί, βέβαια!), ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, μιλώντας για την Ιταλία, πέντ-έξι χρόνια πριν πεθάνει, το είπε, και το είπε στα ιταλικά: «Εκεί που πήγα βάρβαρος και τέτοιος πια δεν είμαι»…
Κάποτε χρησιμοποίησα μια φράση, η οποία, σχηματικά τουλάχιστον, μου φαίνεται πως διατηρεί ακόμα μεγάλο ποσοστό αλήθειας: «Οι Ιόνιοι αγωνίστηκαν να γίνουν Έλληνες». Αυτό ισχύει για όλους στη διαδικασία της διαμόρφωσης του έθνους κράτους, ισχύει εμφανέστερα για τους Ιόνιους. Στον δέκατο ένατο αιώνα, όταν οι δυναμικές είχαν πλέον πάρει τον δρόμο τους, άνθρωποι όπως ο Ραγκαβής τούς «συμβούλευαν» να εγκαταλείψουν την ισχυρή τοπικότητα, άρα την «ελληνική δυτικότητά» τους – κι εκείνοι αγωνίστηκαν να προσαρμοστούν στο από την Αθήνα εκπεμπόμενο κοσμοείδωλο, να προσαρμόσουν σε αυτό την ιστορία τους, τους εαυτούς τους, τις αναγνώσεις του μέλλοντός τους. Έτσι, με δυσκολίες, με συγκρούσεις, με αντιφάσεις, εθνικοποίησαν τον ιστορικό τους χρόνο, την ιστοριογραφία, τη λογοτεχνία, τη μουσική – την ύπαρξή τους. Περιγράφοντας αυτή τη διαδικασία, ένας σκληρός φίλος των Ιονίων και των Ελλήνων, ο Νικολό Τομμαζέο, είπε με πολύ στόμφο, στα 1850, ότι οι Ιόνιοι διέπρατταν «πατροκτονία». Αλλά, αυτή ήταν η δυναμική της ιστορίας.
Μέσα σε αυτό το πολύμορφο περιβάλλον, χάρη στον ιδιότυπο και πολυαίωνο, ανοιχτό διάλογο με τη Δύση (περισσότερο οργανικό παρά στην περίπτωση της άλλης ελληνικής λογιοσύνης), οι περιπτώσεις του Σολωμού και του Κάλβου δεν είναι οι μόνες, αν και είναι οι πλέον ανάγλυφες. Για τα προβλήματα που εδώ συζητούμε όμως, αυτά που εντάσσονται στην ευρύτερη συζήτηση για τη δημιουργία των εθνών, ας πούμε μόνο ότι μέσα σε είκοσι χρόνια (1778-1798) στη Ζάκυνθο γεννήθηκαν τρία παιδιά που θα γίνονταν ποιητές: ο Ούγκο Φόσκολο (1778), ο Ανδρέας Κάλβος (1792), ο Διονύσιος Σολωμός (1798). Ο πρώτος έγινε ένας από τους κορυφαίους ποιητές της Ιταλίας, οι άλλοι δύο, οι «εθνικοί» ποιητές της Ελλάδας. Πραγματικότητες που τις γνωρίζουμε, αλλά δεν προβληματιζόμαστε πάντα αρκετά γι’ αυτές.
Ας μιλήσουμε λίγο για το βιβλίο για τον Σπύρο Ασδραχά. Συζητάς σε κάποιο σημείο το θέμα της «στράτευσης», θέτοντας το ερώτημα «πώς υπερβαίνει ο αριστερός ιστορικός τον σκόπελο της ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας».
Τι να σημάνει, άραγε, «στράτευση»; Αν δεν μιλάμε για την τυφλή υποταγή, για τον αυτοευνουχισμό, σημαίνει υιοθέτηση «οπτικής γωνίας», σημαίνει «τρόπο του βλέμματος». Και ποιος θα υποδυθεί ότι είναι έξω από μια τέτοια στράτευση ή ότι το βλέμμα του είναι εκείνο του παντεπόπτη Θεού; Οι πιο σοβαροί ιστορικοί, οι πιο σοβαροί επιστήμονες έχουν αρνηθεί, και σωστά, αυτό το ψευδοπρόβλημα, αυτό το ιλιγγιώδες υποκριτικό ψευτοδίλημμα. Ο Σπύρος Ασδραχάς, αρνούμενος επίσης τον μύθο της «αντικειμενικότητας του ιστορικού», έθετε αλλού το κριτήριο της επιστημονικότητας και άρα της αντικειμενικότητάς του: είτε στον τρόπο και στο είδος διαλόγου του ιστορικού με το υλικό του είτε στον τρόπο του δημόσιου λόγου του. Μιλώντας για τον Νίκο Σβορώνο έγραφε κάτι που είμαι σίγουρος ότι το πίστευε και για τον εαυτό του: «για τον Σβορώνο η πολιτική περνούσε μέσα από την ιστορία». Κι ακόμα, γενικότερα, έγραφε ότι ο ιστορικός «ασχολείται με την επιστήμη του και διά της επιστήμης κάνει πολιτική». Ο ίδιος, άλλωστε, μέσω της επιστημονικής, κυρίως όμως της δημόσιας παρουσίας του, ως διανοούμενος, απέδειξε αυτή την αλήθεια: του ιστορικού, μάλιστα του αριστερού ιστορικού, που είναι δύσχρηστος για τις εξουσίες, που είναι «άπολις», όπως επέμενε να θυμίζει ο Φίλιππος Ηλιού.
Σημειώνεις ότι ο Ασδραχάς αντιπαρατέθηκε με διάφορους «εθνορομαντικούς μύθους» για την Επανάσταση του 1821, προτείνοντας ένα ερμηνευτικό σχήμα που δεν ταιριάζει με τις κατοπινές λαμπερές εικόνες ενός εθνικοποιημένου, καθαρμένου ηρωισμού». Με ποιους όρους συνεχίζεται αυτή η συζήτηση σήμερα; Είδαμε, διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση, τον δημόσιο διάλογο να γίνεται πολλές φορές με όρους τηλεοπτικού σίριαλ…
Οι πρώτες μοναχικές επιθέσεις του Ασδραχά στους «εθνορομαντικούς μύθους» ανάγονται στη δεκαετία του 1950, όταν ιστορικοποιώντας έννοιες και φαινόμενα διατύπωνε τις θέσεις για την «πρωτόγονη επανάσταση», για την κατάκτηση ως ιστορική κατηγορία, για τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης στο πλαίσιο της κατάκτησης, για τους μηχανισμούς άρσης του· όταν, υπερασπιζόμενος τη δυναμική του μαρξισμού (όχι όμως και υιοθετώντας το σύνολο της ιστοριογραφικής πρακτικής του), ανοιγόταν σε νέα ερευνητικά πεδία, κυρίως σε εκείνο της οικονομικής ιστορίας, και αρνούνταν τον (σύμφωνα με την ορολογία του Κορδάτου) «εκμοντερνισμό των πηγών», την αποϊστορικοποίησή τους, την ιδεολογική χρήση της ιστορίας, δηλαδή. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι όροι της συζήτησης άλλαξαν, τα εργαλεία της ίδιας της επιστήμης διαφοροποιήθηκαν. Οπωσδήποτε, οι δεκαετίες μετά τη Μεταπολίτευση έφεραν στο ιστοριογραφικό πεδίο νέες φωνές, ζωντανούς προβληματισμούς, υπονομεύσεις βεβαιοτήτων. Ο διάλογος τον οποίον είχε αρχίσει μοναχικά ο Ασδραχάς έγινε σταδιακά, ευτυχώς, πολυφωνικός και πλούσιος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο, ότι στο επίπεδο του δημόσιου λόγου, πόσο μάλλον σε κείνο της πολιτικής εξουσίας ή των «εθνικών εορτασμών», κυριαρχεί η ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Πώς αλλιώς; Οι εορτασμοί (το είδαμε αυτό στις πρόσφατες εκδηλώσεις, εκθεσιακές και άλλες) δύσκολα μπορούν να ξεφύγουν από τον καλογυαλισμένο αυτοεγκωμιασμό του έθνους, από τον αυτοεπιβεβαιωτικό λόγο που στρογγυλεύει τις πραγματικότητες, που αγνοεί τις συγκρούσεις, που προβάλλει στο μακρινό παρελθόν ως ήδη συντελεσμένη την εικόνα του δικού του εαυτού – ούτε καν του πληθυντικού του εαυτού, αλλά ενός εαυτού καθησυχαστικού, καταναλώσιμου, ψευδώς ενοποιητικού, εντέλει.