Αυτή την απόφαση θα την θυμούνται όλοι για καιρό. Όχι γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της η γερμανική Βουλή, το Μπούντεσταγκ, συνεδρίασε Κυριακή, αλλά γιατί έλαβε μια απόφαση που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα ιστορικό βήμα προς την πλήρη «επαναστρατιωτικοποίηση» της Γερμανίας. Αυτό θα συμβεί με τη σύσταση ενός ειδικού Ταμείου, κατοχυρωμένου πλέον και από το Σύνταγμα, το οποίο σε πρώτη φάση θα διαθέσει 100 δισ. ευρώ για τον άμεσο εκσυγχρονισμό, την ενίσχυση και την αναβάθμιση του γερμανικού στρατού. Επίσης το ποσοστό των αμυντικών δαπανών θα ξεπερνά ετησίως σταθερά το 2% του ετήσιου προϋπολογισμού της χώρας. Οι αποφάσεις ήταν ομόφωνες με εξαίρεση την Αριστερά (die Linke) που καταδίκασε τον πόλεμο, αλλά είπε ότι δεν μπορεί η απάντηση να είναι περισσότεροι εξοπλισμοί. Την ίδια ώρα πάνω από 100.000 άνθρωποι διαδήλωναν στο Βερολίνο με σύνθημά τους την «Ειρήνη».
Το «φτωχό» στράτευμα
Η Γερμανία δεν ήταν «άοπλη» μέχρι τώρα. Μέλος του ΝΑΤΟ από το 1955, απλώς φρόντιζε να απέχει από στρατιωτικές δράσεις εκτός συνόρων και γενικώς προσπαθούσε να δίνει την εικόνα μιας χώρας «υποεξοπλισμένης». Όπως παραδέχτηκε όμως και ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ ο αμυντικός προϋπολογισμός αυξανόταν σταθερά τα τελευταία χρόνια. Για φέτος προβλεπόταν να φτάσει στα 50,3 δισ. από τα 34 δισ. περίπου, που ήταν το 2014.
Ωστόσο, εδώ και μερικές ημέρες είχε ξεκινήσει μια συστηματική «παραφιλολογία» για την «φτώχεια» του στρατεύματος, την παλαιότητα του οπλισμού του, την αδυναμία του να εγγυηθεί την ασφάλεια της χώρας. Ακούστηκαν υπερβολικά πράγματα, όπως ότι έλειπε μέχρι και ρουχισμός, αρβύλες και κράνη. Είναι λογικό λοιπόν να γεννιέται η υποψία ότι το σχέδιο ήταν προετοιμασμένο και έπρεπε να πλασαριστεί καταλλήλως στην κοινή γνώμη, τώρα που η ρωσική απειλή έγινε εφιαλτική πραγματικότητα. Μια κοινή γνώμη, που πιθανώς θα πρέπει αύριο να δείξει κατανόηση για περικοπές σε άλλους τομείς, αφού προφανώς υπεράνω όλων τοποθετείται η ασφάλεια της χώρας.
Δεν είναι απλώς θέμα χρημάτων
Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι η αύξηση των δαπανών. Ένα από τα κατορθώματα του «πολέμου του Πούτιν», όπως συνειδητά τον αποκαλεί ο καγκελάριος Σολτς είναι ότι πέτυχε να πείσει τους Γερμανούς (ή τους έδωσε την καλύτερη δικαιολογία) να εγκαταλείψουν τις αναστολές τους ως προς την ανάγκη να «ψηλώσουν» αμυντικά. Να προσπαθήσουν να φέρουν σε μια αντιστοιχία την οικονομική με την στρατιωτική τους ισχύ. Αυτό που κάποτε θα προκαλούσε ανατριχίλα στην υπόλοιπη Ευρώπη, πλέον πανηγυρίστηκε ως μια ακόμα επιτυχία στο δρόμο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Όπως σημείωνε η αριστερή «Νόιες Ντόιτσλαντ» η λογική του διαλόγου και του κατευνασμού δίνει οριστικά τη θέση της σε αυτή της ισχύος και της αποτροπής. Ο καγκελάριος Σολτς περνά στην ιστορία ως ο σοσιαλδημοκράτης που έθαψε οριστικά την παράδοση της «Οστπολιτίκ», δηλώνοντας ανενδοίαστα ότι η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο, αλλά για αυτό ευθύνεται ο Πούτιν. Ο Πράσινος Ρόμπερτ Χάμπεκ έκλεισε συνοπτικά το κεφάλαιο του αφελούς «πασιφισμού» των Πρασίνων, χωρίς δημοψηφίσματα και άλλες τέτοιες ξεπερασμένες διαδικασίες συμμετοχής της βάσης και υποστήριξε σαν ναρκωμένος από τις θωπείες της Χριστιανοδημοκρατίας, που ψήφισε στο πλευρό του, ότι «πήραμε την σωστή απόφαση, αλλά θα φανεί αν είναι και καλή».
Η Γερμανία ικανοποιεί λοιπόν αυτό που της φώναζε επί τέσσερα χρόνια ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά η Ανγκέλα Μέρκελ έκανε ότι δεν άκουγε: Αναβαθμίζεται στρατιωτικά. Ικανοποιεί το αίτημα του ΝΑΤΟ, στο οποίο πλέον αποκτά πολύ σημαντικότερο ρόλο και ίσως να ξυπνά και κάποιες ελπίδες στον Εμανουέλ Μακρόν ότι τελικά μπορεί να δει κάποια στιγμή να παρελαύνει στο Παρίσι ένας πραγματικός ευρωστρατός. Με όπλα “made in Europe”.
Εδώ μπαίνει στην εξίσωση η τρίτη και σημαντική συνιστώσα. Ποιος θα πάρει τις καλύτερες δουλειές, τώρα μάλιστα που ακούραστα οι «στρατηγικοί αναλυτές» εμφανίζονται στα κανάλια και ζητούν γρήγορες, ευέλικτες διαδικασίες αναθέσεων. Να και ένας τομέας που θα μπορούσαν να δανειστούν τεχνογνωσία από την Ελλάδα. Ειδικά τώρα, που δεν είναι πια υπουργός Άμυνας η κυρία φον ντερ Λάιεν, που ξέρει πώς να κλείνει συμφωνίες στα γρήγορα. Ακόμα και με sms.
Ένας περιζήτητος πελάτης
Η πρώτη σκέψη είναι ότι η μερίδα του λέοντος αυτών των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ θα παραμείνει εντός της χώρας, για να δώσει και μια ανάσα στην γερμανική βιομηχανία, χτυπημένη από την πανδημία, αλλά και από τις οικονομικές κυρώσεις απέναντι στην Ρωσία. Ωστόσο, όπως φαίνεται από διάφορες τοποθετήσεις «ειδικών», η Γερμανία δεν χρειάζεται να προσπαθεί να τα φτιάξει όλα μόνη της. Υπάρχουν και αλλού καλοί προμηθευτές. Άλλωστε, η λίστα αγορών μοιάζει μεγάλη: Φρεγάτες, υποβρύχια, νέα αεροσκάφη στην θέση των παλιών Τornados, ελικόπτερα μεταφοράς προσωπικού και φυσικά στολές, αρβύλες και ισοθερμικά εσώρουχα...
Βεβαίως, οι προμηθευτές της Μπούντεσβερ θα μπορούν τώρα να τρίβουν τα χέρια τους από ικανοποίηση, αλλά δεν είναι όλη η γερμανική οικονομία εξαρτημένη από τις ανάγκες του στρατού. Αν και όπως ευστόχως γράφτηκε ένας νέος όρος φαίνεται να πρέπει να εισαχθεί στα βιβλία της σύγχρονης οικονομίας: «οικολογικό-στρατιωτικό σύμπλεγμα». Η πράσινη μετάβαση και η άμυνα ως σωσίβιο της γερμανικής οικονομίας, ως οι απαντήσεις στην ανάγκη για απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο και για προστασία από τη ρωσική επιθετικότητα. Τα ερωτήματα είναι βεβαίως πολλά και οι πρώτες απαντήσεις, που έδωσε ο υπουργός Οικονομίας Κρίστιαν Λίντνερ αόριστες. Το βασικότερο: από πού θα βρεθούν τα έξτρα χρήματα, όταν μάλιστα, όπως επιμένει ο ίδιος από του χρόνου θα επιστρέψει το «φρένο χρέους». Το μόνο που είπε με σιγουριά είναι ότι για τις εταιρίες που θα υποστούν σοβαρές ζημιές από το ολοκληρωτικό εμπάργκο απέναντι στην Ρωσία, ισχύει το «επιχειρηματικό ρίσκο». Δεν θα αποζημιωθούν δηλαδή από το γερμανικό κράτος. Ας πρόσεχαν...
Πολύ πιθανός μοιάζει και ο κίνδυνος κάποια κονδύλια, που προορίζονταν για κοινωνικές δαπάνες μετά την πανδημία, να... χαθούν στο δρόμο. Όλα αυτά εξηγούν γιατί η γερμανική κυβέρνηση προσπαθούσε μέχρι και την τελευταία στιγμή να μετριάσει τη σκληρότητα των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία, αφού γνωρίζει καλά ότι εξίσου επώδυνες θα είναι οι συνέπειες και για την ίδια. Ας μην ξεχνάμε και το «τέλος» του Nord Stream 2, μιας επένδυσης ύψους περίπου 10 δισ. Πού όπως φαίνεται θα σαπίσει τώρα στη Βαλτική Θάλασσα. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς και από ποιους πιέστηκαν τελικά οι Γερμανοί για να συγκατανεύσουν στο σκληρό πακέτο των κυρώσεων με στόχο την απόλυτη απομόνωση της Ρωσίας; Ήταν απλώς το κλίμα έντονης φόρτισης στην κοινωνία που είχε δημιουργηθεί μετά την κατακραυγή για τη δολοφονική «επιχείρηση» Πούτιν ή υπήρξε κάτι ακόμα; Ένα ερώτημα είναι επίσης, πώς ήταν τόσο σίγουροι οι έλληνες εφοπλιστές για την εκτόξευση της ζήτησης για τάνκερ μεταφοράς LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου) ήδη από το δεύτερο μισό του 2021 και είχαν προχωρήσει σε νέες μαζικές παραγγελίες στα ναυπηγεία της Κορέας για να ενισχύσουν περαιτέρω τον ούτως ή άλλως πρώτο παγκσμίως ελληνικό στόλο τέτοιου τύπου;