«Η αριστερά οφείλει να αγωνιστεί για ειρήνη, δημοκρατία, κοινωνική πρόοδο» είναι το κεντρικό μήνυμα της συζήτησή μας με τον Σωτήρη Βαλντέν, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Όπως τονίζει ειρήνη, ασφάλεια, συνεργασία δεν νοείται στην Ευρώπη με αντίπαλο την Ρωσία. «Είναι λοιπόν εύλογο μεν να στηρίζουμε τον αμυνόμενο, είναι επίσης δικαιολογημένη η έντονη συναισθηματική φόρτιση της δυτικής κοινής γνώμης, χρειάζεται όμως ψυχραιμία και να σκεφτόμαστε πώς θα υπάρξει μια διέξοδος άλλη από την συνολική σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας» τονίζει μεταξύ άλλων.
Παρά τα σύννεφα που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται, αν πριν ένα μήνα μας έλεγε κάποιος ότι θα βρισκόμασταν στα πρόθυρα μιας γενικευμένης σύρραξης, δεν θα το πιστεύαμε εύκολα. Πώς φτάσαμε ως εδώ; Τι επιδιώκει ο Πούτιν;
Αυτή τη στιγμή διεξάγεται ένας πόλεμος στην Ευρώπη και χύνεται πολύ αίμα. Προέχει άρα, πριν από τις αναγκαίες αναλύσεις, να διατρανώσουμε την καταδίκη μας της ρωσικής εισβολής, την αλληλεγγύη με την Ουκρανία, την απαίτηση για άμεση κατάπαυση του πυρός και για αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων.
Η κλίμακα της ρωσικής επίθεσης, τα επιχειρήματα και η ρητορική που την συνοδεύουν αποτελούν νέα ποιότητα. Ο Πούτιν μάς είχε βέβαια προϊδεάσει και γνωρίζαμε τις σκληρές μεθόδους του. Όμως, μέχρι τώρα οι κινήσεις του ήταν ορθολογικές, σε αντίδραση κινήσεων των αντιπάλων του. Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τι ακριβώς επιδιώκει με το σημερινό του εγχείρημα. Σίγουρα την ασφάλεια της χώρας του, όπως αυτός την αντιλαμβάνεται και όπως την έχει περιγράψει επανειλημμένα. Σημαίνει αυτό, πέρα από την ουδετερότητα της Ουκρανίας και την απόσυρση επιθετικών όπλων από τα ανατολικά μέλη του ΝΑΤΟ, και άλλα μέτρα, όπως τον παραπέρα ακρωτηριασμό της Ουκρανίας ή την μετατροπή της σε ρωσικό δορυφόρο, ή ακόμη και την ουσιαστική έξοδο από το ΝΑΤΟ των γειτονικών της κρατών; Ασαφές, αλλά η μορφή που έλαβε η εισβολή και η προπαγάνδα των Ρώσων αποτελούν ανησυχητικές ενδείξεις. Σε κάθε περίπτωση, η διέξοδος από τη σημερινή κατάσταση γίνεται ολοένα δυσκολότερη.
Έχω επανειλημμένα υποστηρίξει πως η δυτική πολιτική απέναντι στη Ρωσία μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ υπήρξε επιθετική, δεν έλαβε υπόψη τα συμφέροντα ασφαλείας της Μόσχας και συνέβαλε έτσι καίρια στη σημερινή κατάσταση. Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί τη ρωσική επίθεση που αποτελεί κατάφωρη παραβίαση όλων των αρχών συμβίωσης των κρατών και θέτει σε μείζονα κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη. Και πρέπει εδώ να ομολογήσω ότι έσφαλα όσον αφορά στο ως πού μπορούσε να φθάσει ο Πούτιν.
Παρακολουθούμε μια σύγκρουση που μοιάζει βγαλμένη από τους χειρότερους εφιάλτες της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Συζητιέται ήδη με μια τρομακτική «φυσικότητα» το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα. Πόσο κρίσιμη μπορεί να είναι, πράγματι, η κατάσταση;
Δεν νομίζω πως βαίνουμε προς πυρηνικό πόλεμο. Νομίζω πως η ρωσική ηγεσία έχει αρκούντως σώες τις φρένες, ώστε να μην οδηγήσει τον πλανήτη σε καταστροφή -και μαζί και τη χώρα της. Εξάλλου, και η Δύση φαίνεται, τουλάχιστον σ’ αυτό, να μην ακολουθεί τον δρόμο της κλιμάκωσης, όπως προκύπτει από δηλώσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Όμως, η συνεχής κλιμάκωση της σύγκρουσης εμπεριέχει σαφώς τον κίνδυνο διολίσθησης προς ακραία σενάρια, ή και λαθών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν εκεί.
Γι’ αυτό και είναι κρίσιμο να ανακοπεί η κλιμάκωση. Ειδικότερα όσον αφορά τη Δύση, δεν θα πρέπει να υποτιμά πως έχει απέναντί της έναν αντίπαλο που είναι διατεθειμένος να παίζει με τη φωτιά. Είναι λοιπόν εύλογο μεν να στηρίζουμε τον αμυνόμενο, είναι επίσης δικαιολογημένη η έντονη συναισθηματική φόρτιση της δυτικής κοινής γνώμης, χρειάζεται όμως ψυχραιμία και να σκεφτόμαστε πώς θα υπάρξει μια διέξοδος άλλη από την συνολική σύγκρουση Δύσης-Ρωσίας. Ας μη ξεχνάμε πως και στη Δύση υπάρχουν τυχοδιωκτικές δυνάμεις, έτοιμες να ακολουθήσουν ή και να οδηγήσουν τον Πούτιν ως τον γκρεμό. Πρέπει πάση θυσία να διατηρηθούν δίαυλοι επικοινωνίας που να οδηγούν στον διάλογο και την επιστροφή στη διπλωματία.
Η Ευρώπη, με τις συχνά ασύμπτωτες επιδιώξεις των κρατών μελών της, που έμοιαζε να έχει εμπιστευτεί το ενεργειακό και οικονομικό μέλλον της στην οικοδόμηση μιας βιώσιμης σχέσης με τη Ρωσία, ξαφνικά φαίνεται να ενοποιείται, στη βάση της στρατιωτικής αντιμετώπισης ενός δαιμονοποιημένου εχθρού. Αυτό θα είναι το μέλλον της;
Κατά τη γνώμη μου, ορθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιλαμβάνεται το μέλλον της σε ένα περιβάλλον ειρήνης, ασφάλειας και συνεργασίας. Ένα τέτοιο περιβάλλον δεν είναι νοητό στην ήπειρό μας χωρίς, και πολλώ μάλλον ενάντια, στην Ρωσία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι λογική και η οικονομική αλληλεξάρτηση που περιλαμβάνει και την προμήθεια ρωσικής ενέργειας. ΕΕ και Ρωσία είναι «φύσει» συμπληρωματικές οικονομικά, αλλά και για την ειρηνική αντιμετώπιση στον παγκόσμιο στίβο των υπερδυνάμεων ΗΠΑ και Κίνας. Δυστυχώς, με τη σημερινή επίθεση, το οικοδόμημα αυτό καταρρέει, πράγμα που επιθυμούσαν πολλοί και στη Δύση. Κατά τη γνώμη μου, στόχος της Ευρώπης, δυστυχώς όχι άμεσος πια, θα πρέπει να είναι η επιστροφή σε μια τέτοια σχέση, γιατί δεν βλέπω εναλλακτική που να διασφαλίζει σταθερή ειρήνη, αλλά και ένα σοβαρό διεθνή ρόλο για την Ευρώπη.
Διαβάζω και εγώ τις εκτιμήσεις πως ο πόλεμος θα επιτρέψει επιτέλους να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ο εξωτερικός «εχθρός» υπήρξε πράγματι ιστορικά κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όμως όχι η μόνη, ούτε η κύρια. Μετά τον πόλεμο, δεν υπήρχε μόνο η ΕΣΣΔ. Υπήρχε κυρίως η ανάγκη της γαλλο-γερμανικής συμφιλίωσης. Η ΕΟΚ υπήρξε πρώτιστα ένα σχέδιο ειρήνης, όχι εργαλείο του Ψυχρού Πολέμου. Η Ένωση είναι πολύ περισσότερο από ένας οργανισμός ασφαλείας.
Η προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως όπλο αντιμετώπισης της Ρωσίας φοβάμαι πως εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους. Πρώτον, κλιμακώνει παραπέρα την ένταση στην ήπειρό μας. Δεύτερον, θα γίνει στη βάση της παραπέρα υποταγής στη Ουάσιγκτον. Όταν μιλούν τα όπλα, η ευρωπαϊκή αυτονομία είναι εξωπραγματική. Τρίτον είναι πολύ πιθανόν να γίνει σε βάρος θεμελιωδών ευρωπαϊκών αξιών (ποιος ασχολείται τώρα με τον Όρμπαν ή τον Κατσίνσκι). Τέλος μια ενοποίηση στη βάση της αντίθεσης στη Ρωσία είναι επισφαλής. Είναι πολύ πιθανό, μόλις ηρεμήσουν τα πράγματα, να αναδειχτούν οι διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη όσον αφορά τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα και προσλήψεις. Μακάρι η ώθηση λόγω της κρίσης να έχει και θετικά αποτελέσματα για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Δεν το βλέπω όμως.
Θα πρέπει πάντως να τονίσω πως, παρά τη δυσμενή τροπή των πραγμάτων, η Ευρώπη παραμένει κατά τη γνώμη μου το μόνο πλαίσιο για να αγωνιστούμε ως αριστερά για την ειρήνη, τη δημοκρατία και την κοινωνική πρόοδο. Κάθε σκέψη «μοναχικής πορείας» της χώρας θα ήταν αυτοκτονική και μάλιστα σήμερα περισσότερο από ποτέ.
Ειδικότερα η Γερμανία που, και κατά τη στιγμή της ενοποίησής της, είχε και η ίδια δεχτεί και τηρούσε μέχρι στιγμής κάποιους όρους ως προς την εξωτερική και αμυντική πολιτική της, φαίνεται σ’ αυτή τη συγκυρία να αποδεσμεύεται και να ωθείται στη διεθνή σκηνή με νέους όρους. Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό;
Στις σημερινές συνθήκες, η Γερμανία δεν θα μπορούσε να συνεχίσει μια υφεσιακή πολιτική προς τη Ρωσία. Ευθυγραμμίζεται, όπως όλοι, με τη Ουάσιγκτον. Οι επιπτώσεις είναι βέβαια αρνητικές, αλλά αφορούν ολόκληρη την Ευρώπη και τον κόσμο και ως ένα βαθμό είναι αναπόφευκτες. Δεν συμφωνώ πάντως με όσους βλέπουν σήμερα έναν ιδιαίτερο κίνδυνο από τη Γερμανία λόγω της ιστορίας της.
Εκτός από τα γενικότερα προβλήματα που θέτουν οι εξελίξεις, θέτουν και ένα ειδικότερο ζήτημα ευρωπαϊκής στρατηγικής της αριστεράς. Ποια προβλήματα έχει μπροστά της;
Οι πολεμικές συνθήκες στην Ευρώπη δεν ευνοούν βέβαια την αριστερά, που έχει την ειρήνη στις σημαίες της και την κοινωνική δικαιοσύνη και μεταρρυθμίσεις, όχι τους στρατούς ως πρώτη προτεραιότητα. Είναι επίσης πιθανό οι διαφορές στην ευρωπαϊκή αριστερά να ενταθούν: δεν είναι εύκολη η σύγκλιση ενός ευρέος φάσματος ευαισθησιών που περιλαμβάνει υπολείμματα «ρωσοφιλίας», ιδεαλιστικό πασιφισμό και επιθετικό ατλαντισμό για να αντιμετωπιστεί ο Πούτιν. Από την άλλη πλευρά, δεν βλέπω και τώρα άλλη προοπτική για την ευρωπαϊκή αριστερά από τη σύγκλιση σοσιαλδημοκρατίας, ριζοσπαστικής αριστεράς και πρασίνων γύρω από μια φιλόδοξη ευρωπαϊκή στρατηγική. Η διαίρεση μόνο στην περιθωριοποίηση οδηγεί και ο ευρωσκεπτικισμός είναι πλήρως αδιέξοδος.
Βλέποντας την Ελλάδα σαν προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης, ο κ. Μητσοτάκης προχώρησε και σε αποστολή στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία παρακάμπτοντας τον κ. Δένδια σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις. Πού επενδύει με τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής σε εμφανώς νέες συνθήκες;
Στις σημερινές συνθήκες, τα περιθώρια διαφοροποίησης από τους εταίρους και συμμάχους μας είναι κατά τη γνώμη μου μικρά, τόσο για λόγους αρχής και ουσίας, όσο και για λόγους εθνικού συμφέροντος. Η υπεύθυνη συμπαράταξη είναι υποχρεωτική, όχι όμως η πλειοδοσία πίστης στην Ουάσιγκτον με «μικρομέγαλες» πολεμοχαρείς δηλώσεις και ενέργειες.
Όσον αφορά στη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, που αποτελεί ευρωπαϊκό, όχι ελληνικό ζήτημα, θεωρώ την τέτοια στήριξη σε έναν αμυνόμενο λαό εύλογη. Θα πρέπει όμως να συνεκτιμάται αν η βοήθεια αυτή συμβάλλει στον τερματισμό της επίθεσης, ή στην κλιμάκωση της σύγκρουσης και στην πορεία προς τον Αρμαγεδώνα. Διαφωνώ με την αποστολή μαχητικών αεροσκαφών και πιλότων, με την παροχή στρατιωτικού υλικού από γειτονικές της Ρωσίας χώρες και, ακόμη περισσότερο, με τα περί επιβολής «ζώνης απαγόρευσης πτήσεων» που θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας. Δεν συμφωνώ και με μέτρα που απομονώνουν τον ρωσικό λαό και όχι την ρωσική κυβέρνηση.
Θα μπορούσαμε να προβλέψουμε με ποιον τρόπο θα επηρεάσει η νέα κατάσταση το πολιτικό κλίμα στη χώρα μας;
Οι κρίσιμες σημερινές συνθήκες επιβάλλουν κατά τη γνώμη μου έναν βαθμό εθνικής συσπείρωσης και μια αυτοσυγκράτηση. Νομίζω πως η στάση του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα οι παρεμβάσεις Τσίπρα στη Βουλή την Τρίτη ήταν επ’ αυτού ορθές. Η ανάγκη διαλόγου και συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ δεν νομίζω να μεταβάλλεται από τα γεγονότα της Ουκρανίας.
Ποια ειδικότερα προβλήματα προκύπτουν στις ήδη προβληματικές σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας;
Μου κάνει εντύπωση πως τα μόνα διδάγματα για τα ελληνοτουρκικά που συνάγουν μερικοί στη χώρα μας από τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι η ανάγκη να εξοπλιστούμε και να είμαστε ο «πιο πιστός σύμμαχος». Ασφαλώς, στις σημερινές συνθήκες ενός «χομπσιανού» διεθνούς περιβάλλοντος, αναδεικνύεται κι άλλο η ανάγκη επαρκούς άμυνας της χώρας. Επίσης τυχόν αποστασιοποίηση της Ελλάδας από εταίρους και συμμάχους θα ήταν προφανώς πιο επικίνδυνη σήμερα.
Όμως το μείζον δίδαγμα από την Ουκρανία είναι πως δεν πρέπει να φθάσουμε όπου έφθασαν εκεί, δηλαδή στον πόλεμο με έναν ισχυρότερο γείτονα, που δεν διστάζει να καταφύγει στα όπλα και να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Αν φθάσουμε εκεί, οι ζημιές θα είναι ανυπολόγιστες, ανεξαρτήτως έκβασης και βαθμού εξοπλισμού μας. Και το πλέον πιθανό είναι πως, στο «πεδίο», θα βρεθούμε μόνοι (περισσότερο ίσως κι από τους Ουκρανούς).
Θέλω να πιστεύω πως η σύγκρουση με την Τουρκία δεν είναι αναπόφευκτη, σε πείσμα όσων υποστηρίζουν το αντίθετο ή και την επιζητούν. Για να την αποφύγουμε πρέπει να έχουμε αποτρεπτική ισχύ, αλλά κυρίως να λάβουμε υπόψη τα συμφέροντα και τις ευαισθησίες της άλλης πλευράς, να προχωρήσουμε σε ειλικρινή διάλογο, εγκαταλείποντας το δόγμα της «μη λύσης» και να είμαστε έτοιμοι για αμοιβαία συμφέροντες συμβιβασμούς. Τώρα, πριν να είναι αργά.