O πόλεμος που εξαπέλυσε η Ρωσία στην Ουκρανία μαίνεται. Δεν φαίνεται να υπάρχει τάση αποκλιμάκωσης, το αντίθετο. Αντί οι διεθνείς παράγοντες να αναζητούν λύσεις ειρήνευσης, φαίνεται πως ο πόλεμος είναι ένα νέο πιόνι στην παγκόσμια σκακιέρα, που αλλάζει πλήρως το παιχνίδι, σε επίπεδο γεωπολιτικό, ανθρωπιστικό, οικονομικό, πολιτιστικό, περιβαλλοντικό, κ.ο.κ. Οι αρνητικές επιπτώσεις, που είναι ήδη εμφανείς, θα έχουν μέσο και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, που ακόμα δεν μπορούν να εκτιμηθούν με ακρίβεια, αλλά φαίνεται πως θα είναι οδυνηρές.
Η Ευρώπη, ακόμα, δεν έχει ένα ενιαίο βηματισμό, καθώς τα κράτη μέλη της ΕΕ επέλεξαν να κινηθούν αυτόνομα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι 12 από τις 27 χώρες έχουν συνδράμει στρατιωτικά την Ουκρανία. Ανάμεσά τους, η Ελλάδα, η οποία επιλέγει να αλλάξει το δόγμα της «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», το οποίο την ακολούθησε μεταπολιτευτικά, και να ακολουθήσει το δρόμο της «εμπλοκής», στέλνοντας στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Η απόφαση αυτή δε καταστρατήγησε ένα ακόμα δόγμα, αυτό της «ενιαίας» εξωτερικής πολιτικής, που ο παλιός δικομματισμός υποστήριζε με σθένος. Η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει όπλα, χωρίς να έχει συζητήσει με τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων, χωρίς να έχει φέρει τη συζήτηση στη Βουλή -αυτό συνέβη κατόπιν εορτής- και χωρίς να είναι σαφές αν ήταν ενήμερο το ΚΥΣΕΑ. Εδώ δεν συνεργάστηκε καν με τον υπουργό του, Ν. Δένδια. Ο Κ. Μητσοτάκης επιχειρηματολόγησε υπέρ αυτής της απόφασης δείχνοντας ένα άλλο μέτωπο, που φαίνεται πως εκτιμά ότι σιγοκαίει: «Αν δεν δείξουμε έμπρακτη αλληλεγγύη σήμερα με ποιο ηθικό ανάστημα θα αναζητήσουμε αν χρειαστεί εμείς αλληλεγγύη από τον δυτικό κόσμο;» αναρωτήθηκε σε υψηλούς τόνους. Αντίθετα, από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλ. Τσίπρας ανάφερε πως «οι παγκόσμιες εξελίξεις και οι ανακατατάξεις αποτελούν έναν επιπλέον λόγο για να επιδιώκουμε έναν ουσιαστικό διάλογο με την Τουρκία», σε ένα «υψηλό επίπεδο πολιτικού διαλόγου», μάλιστα. Παρέμβαση που ο πρωθυπουργός δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει. Ταυτόχρονα, όμως, προσπάθησε να επιβάλλει για μία ακόμα φορά -επί δύο χρόνια το κάνει με την πανδημία- τη σιγή της αντιπολίτευσης, η αντίδραση της οποίας θίγει -κατά την κυβέρνηση- τα εθνικά συμφέροντα.
Λίγο ή πολύ όποιος δεν είναι με την ελληνική κυβέρνηση, είναι εναντίον της χώρας, είπε ο πρωθυπουργός και αναμεταδίδουν με παρρησία τα κανάλια. «Το εύκολο "όχι στον πόλεμο" είναι μια ευχή, αλλά πάντως δεν είναι πολιτική», κατέληξε ο πρωθυπουργός, ο οποίος θεωρεί πολιτική «την ενίσχυση της εθνικής άμυνας αλλά και την οικοδόμηση ισχυρών συμμαχιών» και στο πλαίσιο αυτό επιχαίρει για τα Rafale και τις φρεγάτες, που πρόλαβε να παραλάβει πριν «χτυπήσουν τα τύμπανα του πολέμου στην Ευρώπη». «Οι κυρώσεις πρέπει να είναι εργαλείο ειρήνης και όχι συνέχισης του πολέμου», τόνισε ο Αλ. Τσίπρας, ο οποίος πρόσθεσε πως «το πογκρόμ συλλήβδην σε ρώσους πολίτες είναι λάθος (...) Δεν έχουμε απέναντί μας τον ρωσικό λαό (...) Η θέση ευθύνης που πρέπει να κρατήσει η Ελλάδα επιτάσσει να στηρίξουμε τον ουκρανικό λαό» (βλ. σελ. 13).
Συσπείρωση γύρω από τη σημαία
Ο πόλεμος δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις. Είναι πραγματικότητα. Με νεκρούς, εκτοπισμένους, διαλυμένες πόλεις. Με ανεργία, φτώχεια, πείνα, ανασφάλεια, που δεν μένουν στις εμπόλεμες ζώνες, αλλά περνούν σύνορα με εξαιρετική ταχύτητα. Σε μία επιβαρυμένη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, εν μέσω υγειονομικής κρίσης, νέας οικονομικής κρίσης χωρίς να προλάβουμε να ανακάμψουμε από την δεκαετή οικονομική κρίση και κλιματικής κρίσης, οι συνέπειες του πολέμου έχουν φτάσει εντός ελληνικών συνόρων, με ταχύτητα αστραπής. Η ΝΔ επιχειρεί να εφαρμόσει τη στρατηγική της «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία», η οποία κράτησε πάνω από την επιφάνεια την κυβέρνηση κατά την πανδημία, όταν η κοινωνία έδειξε στήριξη και εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση, προκειμένου να αντιμετωπίσει την υγειονομική κρίση. Τους τελευταίους μήνες, η συσπείρωση αυτή άρχισε να κάμπτεται και ήρθε στο προσκήνιο η αδυναμία αντιμετώπισης κρίσεων, από το πώς (δεν) διαχειρίστηκε τις πυρκαγιές, τις πλημμύρες, το χιονιά. Επίσης, η κοινωνία έχει πια κουραστεί και η ενεργειακή και οικονομική κρίση που τη σφυροκοπεί αυτό το χειμώνα της προκαλεί δυσφορία. Η ΝΔ, μέχρι στιγμής, έχει εφαρμόσει την επικοινωνιακή στρατηγική του «δεν φταίω εγώ, είναι διεθνές το πρόβλημα». Το ίδιο θα επιχειρήσει να κάνει και τώρα. «Δεν φταίω εγώ, φταίει ο πόλεμος». Όμως, ο πόλεμος έχει δρώντες, από τη μία, αλλά και από την άλλη η σημαία μπορεί και να μην καταφέρει να σκεπάσει τις κυβερνητικές ευθύνες, για όλα τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που έχει προκαλέσει ή παραβλέψει.
Ενεργειακή κρίση και ακρίβεια
Η ενεργειακή κρίση έφτασε με το ταχυδρομείο στις πόρτες των πολιτών τον τελευταίο μήνα, που είδαν υπέρογκα ποσά στους λογαριασμούς τους, χωρίς να έχουν καταναλώσει τη θέρμανση που θα είχαν ανάγκη για να ζεσταθούν. Με τον πόλεμο, καταγράφηκε νέα αύξηση 34% στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Όπως είπε ο υπουργός Περιβάλλοντος στον ΑΝΤ1, Κ. Σκρέκας «αναμένεται αύξηση σε καύσιμα και φυσικό αέριο, με τις εξελίξεις στην Ουκρανία» και έδειξε την Ευρώπη ως υπεύθυνη να στήσει μηχανισμό αλληλεγγύης και να οργανώσει κοινή προμήθεια φυσικού αερίου. Αυτή θα είναι και η γραμμή της κυβέρνησης, για την ακρίβεια δεν φταίμε εμείς, φταίει ο πόλεμος και η Ρωσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ με ανακοίνωσή του κατέδειξε τις ευθύνες της κυβέρνησης για τον πρωταθλητισμό ακρίβειας της Ελλάδας στις τιμές ηλεκτρισμού, ο οποίος προηγείται των εξελίξεων στην Ουκρανία: 1) η επιλογή της να αυξήσει κατά 15 με 20% τα τιμολόγια της ΔΕΗ από τον Σεπτέμβριο του 2019, 2) η επιλογή να προσδέσει την Ελλάδα στην ηλεκτροπαραγωγή από ορυκτό, εισαγόμενο και ακριβό φυσικό αέριο, 3) η ανοχή αισχροκέρδειας των προμηθευτών, 4) η ανοχή της στη λειτουργία καρτέλ με τη συμμετοχή της ΔΕΗ και στη χειραγώγηση τιμών στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, 5) η ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών εταιρειών και των δικτύων, 6) η ανοχή παιχνιδιών των καθετοποιημένων παραγωγών, 7) η αδράνεια των αρμόδιων ρυθμιστικών αρχών. Η Ελλάδα, μάλιστα, είναι μια χώρα, που όπως είχε δημοσιεύσει η Moody's (16/2) έχει μια «επικίνδυνη ενεργειακή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο». Συγκεκριμένα, η Ρωσία αντιπροσωπεύει το 26% των εισαγωγών πετρελαίου και το 39% των εισαγωγών φυσικού αερίου. Επίσης, η Ελλάδα δεν έχει αποθηκευτικό χώρο φυσικού αερίου, ενώ επέλεξε να θέσει στον εαυτό της το πιο σύντομο deadline στην Ευρώπη για απολιγνιτοποίηση. Η ενεργειακή επάρκεια της χώρας, λοιπόν, για την οποία δεσμεύεται ο πρωθυπουργός, δεν είναι και τόσο αυτονόητη.
Εξαιτίας του πολέμου, επιπλέον θα υπάρξουν νέες ανατιμήσεις. Αυτό το είδαμε να συμβαίνει άμεσα στα καύσιμα, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν ξεκινήσει ένα ράλι ανόδου τον τελευταίο μήνα και για το οποίο η κυβέρνηση δεν προτίθετο να πάρει κανένα μέτρο, παρά τις πιέσεις της αντιπολίτευσης να μειώσει τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα. Την Πέμπτη, κατέθεσε τροπολογία στην βουλή επιβολής πλαφόν κέρδους στα καύσιμα. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στο υπουργείο Ανάπτυξης για το πλαφόν, τονίζοντας ότι πρόκειται για λύση που επιχειρεί να «κατευνάσει την κοινή γνώμη και όχι να βελτιώσει το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών» και αποκαλώντας «μονόδρομο για την ανακούφιση της αγοράς τη μείωση του ΕΦΚ ή ευρύτερα τη μείωση του ΦΠΑ, σε συνδυασμό με την πάταξη της λαθρεμπορίας».
Τουρισμός και επιχειρήσεις
Μια επιπλέον άμεση επίπτωση του πολέμου θα φανεί στον τουρισμό, στον οποίο στήριξε η κυβέρνηση όλο της τον προϋπολογισμό (μαζί με τις επενδύσεις). Ο υπουργός Οικονομικών, Χρ. Σταϊκούρας, μιλώντας στον ΣΚΑΪ εκτίμησε ότι ενδεχομένως θα δούμε αρνητικές επιπτώσεις και στον τουρισμό και μείωση ταξιδιωτικών εισπράξεων μέχρι 5%. Από τον τουριστικό κλάδο εκτιμούν ότι θα υποστούν πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις, καθώς όχι μόνο θα επηρεαστούν οι κρατήσεις από την Ρωσία και την Ουκρανία, που προς ώρας έχουν παγώσει, αλλά θα επηρεαστεί και ο εγχώριος τουρισμός, καθώς τα μικρομεσαία νοικοκυριά έχουν μία ακόμα ανασφάλεια για να μην ταξιδέψουν φέτος.
Οι εμπορικές σχέσεις Ελλάδα με Ρωσία και Ουκρανία, επίσης, δεν θα μείνουν ανεπηρέαστες. «Οι εξαγωγικές επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας και πολύ περισσότερο της Δυτικής Μακεδονίας θα επηρεαστούν σε μεγάλο βαθμό και να χρειαστούν τη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, ώστε να μην χάσουν τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα», τόνισε ο Γιώργος Κωνσταντόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒΕ, ο οποίος πρόσθεσε ότι θα επηρεαστούν σημαντικά οι διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, ο πληθωρισμός και η ενέργεια. Επιπλέον, φαίνεται ότι θα επηρεαστούν και πολλές επιχειρήσεις που εισάγουν σημαντικό τμήμα των πρώτων υλών τους από την Ουκρανία και την Ρωσία, όπως είναι οι αλευροβιομηχανίες ή οι μεταλλουργικές εταιρείες.
Όταν ο πόλεμος μπαίνει στα σπίτια, στα ράφια, στα ρεζερβουάρ, στους χώρους εργασίας, όταν αφήνει το αποτύπωμά του στην κοινωνία, την οικονομία, το περιβάλλον, τότε ο κόσμος θα αναζητήσει να αποδώσει ευθύνες. Δεν είναι εύκολο το επιχείρημα του διεθνούς παράγοντα να συνεχίσει να λειτουργεί ως πασπαρτού, ούτε να επιτυγχάνεται άκριτα συσπείρωση γύρω από τη σημαία μπροστά σε κάθε κρίση. Θα αναζητηθούν και λύσεις. Και εκεί θα αναδειχθεί πως το «όχι στον πόλεμο» δεν είναι ευχή, αλλά πολιτική (βλ. σελ. 4-5). Είναι ζητούμενο η πολιτική αυτή να είναι πολύπλευρη (να είναι δηλαδή ταυτόχρονα ειρηνευτική και πράσινη), ισχυρή και συσπειρωτική. Εδώ διαμορφώνεται ένα νέο δίπολο. Η Αριστερά δεν πρέπει να έχει δεύτερες σκέψεις για τη θέση της. Προς το παρόν, καλά κρατεί. Χρειάζεται, όμως, να επικαιροποιήσει το πρόγραμμά της στη νέα παγκόσμια κατάσταση.