H αίτηση ακύρωσης του νόμου που προβλέπει την ίδρυση της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας εκδικάστηκε χθες στο Συμβούλιο της Επικρατείας με το αποτέλεσμα να αναμένεται εντός του επόμενου διαστήματος (κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει με ασφάλεια το πότε). Το σημαντικό είναι ότι αυτή η μάχη δόθηκε. Και δόθηκε γιατί υπάρχουν πολλοί έλληνες πανεπιστημιακοί που πιστεύουν ότι η μόνιμη παρουσία της ΕΛΑΣ μέσα στους χώρους των πανεπιστημίων παραβιάζει το αυτοδιοίκητο και βιάζει την ακαδημαϊκή ελευθερία.

Όσοι υπέγραψαν την αίτηση ακύρωσης, προφανώς και αναγνωρίζουν ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια υφίστανται προβλήματα που έχουν να κάνουν και με την ασφάλεια. Αρνήθηκαν όμως, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι τα ΑΕΙ έχουν μετατραπεί σε χώρους ανομίας όπου το έγκλημα κυριαρχεί και η ασφάλεια διδασκόντων, διδασκομένων και λοιπού προσωπικού απειλείται καθημερινά. Αυτή ήταν η επιχειρηματολογία πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η κυβερνητική πολιτική για τα ελληνικά πανεπιστήμια από τον Ιούλιο του 2019 και έπειτα, η οποία κινείται αφενός σε μία κατεύθυνση καταστολής και αφετέρου σε μία λογική “αγοράς”, στην αντίληψη ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι “υπερβολικά” κρατικό.

Η κυβέρνηση φυσικά εμμένει στην εφαρμογή του νόμου. Αν και έχουν παρατηρηθεί σημαντικές καθυστερήσεις στη στελέχωση του αρμόδιου σώματος της ΕΛΑΣ, πιθανολογείται ότι από τον προσεχή Σεπτέμβριο (ίσως και πιο νωρίς) οι πρώτοι 400 ΟΠΠΙ θα βρίσκονται σε θέση να αναλάβουν υπηρεσία στα πανεπιστήμια, έχοντας ως βασικό καθήκον "την προάσπιση της ασφάλειας της πανεπιστημιακής κοινότητας".

Σύμφωνα με το κυβερνητικό πλάνο, οι πρώτες ομάδες της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας σχεδιάζεται να εγκατασταθούν στα πέντε πανεπιστήμια όπου εμφανίζονται τα μεγαλύτερα ζητήματα παραβατικότητας, δηλαδή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πολυτεχνείο, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο Πατρών και το Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, το προσωπικό των Ο.Π.Π.Ι. δεν θα φέρει πυροβόλο όπλο, αλλά γκλομπ, σπρέι πιπεριού και χειροπέδες. Σε περίπτωση αξιόποινων πράξεων θα προχωρούν σε συλλήψεις, ενώ σε περίπτωση μεγάλης επίθεσης σε πανεπιστήμια θα υπάρχει η δυνατότητα άμεσης ενίσχυσης με εξωτερικές μονάδες της ΕΛ.ΑΣ.

Το πώς θα λειτουργήσει όλο αυτό, σε περίπτωση βέβαια που οι πανεπιστημιακοί χάσουν την αίτηση ακύρωσης, αναμένεται να το δούμε. Δεν χρειάζονται βέβαια μαντικές ικανότητες για να προβλέψει κανείς ότι η μόνιμη παρουσία ένστολων αστυνομικών στα κάμπους των πανεπιστημίων μπορεί να δημιουργήσει περιττές προστριβές και τελικά να οδηγήσει στα αντίθετα, από τα προσδοκώμενα, αποτελέσματα. Στην αύξηση, δηλαδή, των περιστατικών βίας μέσα στους χώρους των ΑΕΙ.

Όπως τονίζουν σε επιστολή τους οι πανεπιστημιακοί που υπογράφουν την αίτηση ακύρωσης, "είναι απολύτως αδόκιμο η εξαίρεση να γίνει ο κανόνας και η ΕΛ.ΑΣ. να κατοικοεδρεύει ή να μπαινοβγαίνει άνευ άλλου τινός εντός του ελληνικού πανεπιστημίου. Πουθενά δεν γίνεται αυτό στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι καμία απολύτως χώρα του Συμβουλίου της Ευρώπης δεν έχει την αστυνομία της εντός του πανεπιστημιακού χώρου με την εξαίρεση της Τουρκίας, χώρα με τις επιδόσεις της οποίας στο κράτος δικαίου και τις πολιτικές ελευθερίες γενικώς δεν επιθυμούμε να συγκρινόμαστε".

Το δίλημμα, άρα, που συχνά-πυκνά βάζουν οι κυβερνητικοί στο δημόσιο λόγο τους "ανομία ή αστυνομία" είναι κίβδηλο και εν τέλει αποπροσανατολιστικό και λαϊκίστικο. Γιατί, όπως αναφέρουν οι πανεπιστημιακοί, "υπάρχει πολύς χώρος ανάμεσα στα δύο και αυτόν τον χώρο συστηματικά παλεύουμε με μεγάλες δυσκολίες να διανύουμε καθημερινά στο ελληνικό πανεπιστήμιο". Αυτή είναι η πραγματικότητα στα ΑΕΙ της χώρας και όχι η εικόνα των σχολών που επιχειρεί να φιλοτεχνήσει η κυβέρνηση σε συνεργασία με "πρόθυμα" ΜΜΕ. Μ’ αυτό ως δεδομένο γίνεται φανερό ότι η παρουσία της ΕΛΑΣ στα πανεπιστήμια ικανοποιεί τις ιδεοληψίες των κυβερνώντων και εξυπηρετεί επικοινωνιακές ανάγκες που έχουν να κάνουν και με τη συσπείρωση του “σκληρού” δεξιού κοινού γύρω από το κυβερνών κόμμα.

Την αίτηση ακύρωσης υπέγραψαν οι: Γιώργος Αγγελόπουλος, αναπλ. καθηγητής ΑΠΘ, Αλεξάνδρα Ανδρούσου, καθηγήτρια ΕΚΠΑ, Νέλλη Ασκούνη, καθηγήτρια ΕΚΠΑ, Λίνα Βεντούρα, καθηγήτρια Παντείου, Ανθούλα Βηδενμάιερ, αναπλ. καθηγήτρια ΑΠΘ, Πολυμέρης Βόγλης, καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Αλέξανδρος Γαρύφαλλος, καθηγητής ΕΚΠΑ, Στέφανος Δημητρίου, καθηγητής Παντείου, Ανδρέας Καλλιώρας, αναπλ. καθηγητής ΕΜΠ, Γιάννης Καλομενίδης, καθηγητής ΕΚΠΑ, Μαρία Καβάλα, επίκουρη καθηγήτρια ΑΠΘ, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, αναπλ. καθηγητής ΕΚΠΑ, Δήμητρα Λαμπροπούλου, επίκουρη καθηγήτρια ΕΚΠΑ, Νίκη Μαρωνίτη, καθηγήτρια Παντείου, Δημήτρης Μαυροσκούφης, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, Μαρία Μενεγάκη, καθηγήτρια ΕΜΠ, Ειρήνη Μίχα, αναπλ. καθηγήτρια ΕΜΠ, Νικήτας Μυλόπουλος, καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Αθηνά Σκουλαρίκη, επίκουρη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιάννης Σταυρακάκης, καθηγητής ΑΠΘ, Ηλίας Σκουλίδας, επίκουρος καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Κώστας Σταμάτης, καθηγητής ΑΠΘ, Άρης Στυλιανού, αναπλ. καθηγητής ΑΠΘ, Ανδρέας Τάκης, αναπλ. καθηγητής ΑΠΘ, Γιώτα Τουλούμη, καθηγήτρια ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Φωτεινή Τσιμπιρίδου, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Γρηγόρης Ζαρωτιάδης, Καθηγητής ΑΠΘ, Νικόλαος Θεοχαράκης, Καθηγητής ΕΚΠΑ, Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής Παντείου.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet