Μπορούμε να πούμε ότι είτε στο πεδίο των διαπραγματεύσεων είτε στο πεδίο των στρατιωτικών επιχειρήσεων διαφαίνεται ένα τέλος για τον πόλεμο;

Εάν περιμέναμε ένα πόλεμο τριών ημερών, όπως έγινε στην Κριμαία ή στην Οσετία, τότε έχουμε διαψευσθεί, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Τα τέσσερα αιτήματα που διατύπωσε η Ρωσία είναι μεν ξεκάθαρα, αλλά δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η Ουκρανία θα τα δεχτεί ή ότι οι δυτικές δυνάμεις θα αφήσουν την Ουκρανία να τα δεχτεί. Συνεπώς ο πόλεμος θα συνεχιστεί, αν και δεν μπορούμε να ξέρουμε για πόσες μέρες.

 

Πόσο κοντά είναι ο Πούτιν στην επίτευξη των στόχων του –η ρωσίδα ΥπΕξ Μ. Ζαχάροβα δήλωσε ότι δεν αποτελεί στόχο της ρωσικής κυβέρνησης η ανατροπή της ουκρανικής– και τι θα σημάνει κάτι τέτοιο για την κατοχύρωση του πολέμου ως μέσου επίλυσης διακρατικών διαφορών;

Δεν φαίνεται, πράγματι, η ρωσική κυβέρνηση να αποσκοπεί στην κατάλυση αυτής της ουκρανικής κυβέρνησης. Πιθανότατα ως προς αυτό προσδοκούσαν μια αντίδραση εντός της Ουκρανίας, ίσως ένα πραξικόπημα δεδομένου ότι τις πρώτες δυο-τρεις μέρες ο Πούτιν κάλεσε τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις να κάνουν πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης της χώρας. Όμως αυτό δεν συνέβη.

Ωστόσο, βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όπου σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις φαίνεται να αντιδρούν απέναντι στις ΗΠΑ, κυρίως, και τους συμμάχους τους και να θέλουν να κατοχυρώσουν ηγεμονικό ρόλο στο εγγύς περιβάλλον τους. Τέτοιες δυνάμεις είναι η Ρωσία, το Ιράν, η Τουρκία, η Κίνα – η οποία στρατιωτικά και πολιτικά δεν αποτελεί παγκόσμια δύναμη, αλλά είναι οικονομική δύναμη. Τέτοιες είναι οι συγκρούσεις που εξελίσσονται στο διεθνές σύστημα αυτή τη στιγμή. Τέτοια είναι και η σύγκρουση που εξελίσσεται μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, στην Ουκρανία. Η Ρωσία δεν ενδιαφέρεται να έχει ρόλο στη Λατινική Αμερική ούτε στην Αφρική ή στην Ινδία. Την ενδιαφέρει όμως να είναι ηγεμονική στον περίγυρό της. Από αυτή τη σύγκρουση και την κατάληξή της μπορεί να κριθούν αρκετά ζητήματα στο κατά πόσο οι ΗΠΑ θα έχουν το πάνω χέρι στις διάφορες περιοχές του κόσμου ή κατά πόσο οι περιφερειακές δυνάμεις θα έχουν ηγεμονία στο περιβάλλον επιρροής τους. Αυτό το διακύβευμα είναι κρίσιμο για το διεθνές σύστημα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, τι θα σημάνει για τις χώρες της Μέσης Ανατολής να διαπιστώνουν τον τρόπο με τον οποίο η υπερδύναμη των ΗΠΑ «προστατεύει» τους συμμάχους της, την Ουκρανία εν προκειμένω.

 

Η Ευρώπη τι ρόλο διεκδικεί σε αυτήν την ανακατάταξη δυνάμεων;

Η Ευρώπη έχει αποφασίσει ότι δεν διεκδικεί αυτόνομο ρόλο γεωστρατηγικά και πολιτικά, αλλά να ακολουθεί τις ΗΠΑ με μικρότερες ή μεγαλύτερες παρενθέσεις. Μέχρι τώρα οι μεγάλες δυνάμεις εντός της Ευρώπης δεν επιθυμούν να αναλάβουν το στρατιωτικό και πολιτικό κόστος που έχει μια αυτοδύναμη παρουσία.

 

Οι επιλογές ή η απόφαση, όπως το θέτετε, που πήρε η Ευρώπη φαίνεται να την φέρνουν στη θέση του μεγάλου χαμένου στο μεταπολεμικό τοπίο – γεωστρατηγικά και πολιτικά τουλάχιστον, γιατί οι μεγάλοι χαμένοι κάθε πολέμου είναι οι λαοί. Είναι έτσι;

Δεν υπάρχει μία Ευρώπη, υπάρχει η Ευρώπη των ελίτ και η Ευρώπη των λαών. Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ πήραν αυτήν την απόφαση. Αλλά το κόστος αυτής της απόφασης θα το πληρώσουμε εσείς κι εγώ. Εμείς δεν θα μπορούμε να βάλουμε καύσιμο στα οχήματά μας, δεν θα μπορούμε να πληρώσουμε τη θέρμανση κ.λπ.

 

Σε αυτήν τη συγκυρία, ο ρόλος που επιχειρεί να αναλάβει η Τουρκία με την πρωτοβουλία για τριμερή συνάντηση (Ρωσίας, Ουκρανίας, Τουρκίας) σε επίπεδο ΥπΕξ, ποιος είναι;

Αυτό που κάνει η Τουρκία αποτελεί μια πολύ θετική κίνηση. Δεν έχει σημασία αν ο Ερντογάν έχει στόχο να τονώσει το κύρος της χώρας του και μέσω αυτού να επιτύχει πολιτικά και άλλα ανταλλάγματα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εν μέσω ενεργού πολέμου καταφέρνει να φέρει για συνομιλίες τους δύο ΥπΕξ, πολλώ δε μάλλον αν καταφέρουν να έχουν μια καταρχήν συμφωνία σε μερικά πράγματα. Προσφέρει μια τεράστια υπηρεσία στον κόσμο.

Από ελληνικής πλευράς, η τόνωση του κύρους μιας χώρας η οποία έχει εκδηλώσει αναθεωρητικές βλέψεις απέναντί μας είναι κάτι που πρέπει να μας ανησυχεί. Πολλώ δε μάλλον που η ελληνική κυβέρνηση σε αυτήν την κρίση, χωρίς να αποκομίσει τίποτα, δυσχέρανε έτι περαιτέρω τη θέση της χώρας μας. Διότι οι χώρες που στέλνουν στρατιωτικό εξοπλισμό σε μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο, καθίστανται έμμεσα εμπόλεμες.

 

 

Ο Σωτήρης Ρούσσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, με γνωστικό αντικείμενο «Διεθνείς Σχέσεις και θρησκεία στην Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο».

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet