Πανελλαδική – Πανεργατική απεργία στις 6 Απριλίου

 

Το κύμα ακρίβειας που έχει ξεσπάσει εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα, έχει δημιουργήσει μια δύσκολη κατάσταση για τους εργαζόμενους, ανησυχίας, αβεβαιότητας και δυσαρέσκειας. Μιας δυσαρέσκειας, που λόγω των δραματικών γεγονότων –μετά τη ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία– δεν βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Είναι, όμως, αισθητή, καθώς διογκώνονται η οργή και τα δικαιολογημένα παράπονα των πολιτών, σχεδόν σε όλους τους δημόσιους χώρους. Δεν έχει πάρει, βέβαια, μια συγκεκριμένη μορφή διαμαρτυρίας ακόμα. Αυτό δεν σημαίνει πως η κατάσταση μπορεί να συνεχιστεί σαν να μη συμβαίνει τίποτε.

Η κυβέρνηση επιχειρεί να προλάβει αυτή τη δυσαρέσκεια με δηλώσεις στήριξης των πιο ευάλωτων τμημάτων του πληθυσμού και από την άλλη με διαρροές στον Τύπο για την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού – ημερομισθίου, που θα εξαγγείλει μάλιστα ο πρωθυπουργός την πρώτη Μαΐου –ημέρα εμβληματική για όλους τους εργαζόμενους, καθώς θεωρείται ως αφετηρία αγώνων και διεκδικήσεων. Όμως, τι θα εξαγγείλει ο πρωθυπουργός; Ο κ. Χατζηδάκης δεν μιλάει πια για το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, όπως υποστήριζε ότι το αυξάνει (με κάποιες αλχημείες). Τώρα, υποτίθεται πως περιμένει τις εκθέσεις και τις προτάσεις των κοινωνικών εταίρων για να αποφασίσει. Ωστόσο, έχουν γίνει γνωστά, μέσα από τον οικονομικό Τύπο κυρίως, βασικά στοιχεία, απόψεις και προτάσεις. Όλοι οι φορείς που μετέχουν σε αυτή τη διαδικασία διαβούλευσης αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα για μια αύξηση του κατώτατου –και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, μετά το φιάσκο της αύξησης του Γενάρη. Με βάση τα δημοσιεύματα, οι αυξήσεις που συζητούνται, κυμαίνονται από 2,7% έως 18%. Υπέρ της αύξησης του κατώτατου τάσσονται και οι εργοδοτικοί φορείς. Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κάποιος μια άλλη άποψη μετά απ’ όλα όσα έγιναν γνωστά: ότι οι μισθοί στη χώρα μας βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις των χωρών της Ευρώπης, πολύ κοντά με τους μισθούς των χωρών της κεντρο–ανατολικής Ευρώπης. Την κατάσταση αυτή έρχονται να επιβεβαιώσουν και τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, που δημοσιεύτηκαν την εβδομάδα που πέρασε. Αυτά αφορούν στον Ιανουάριο του 2021 και δείχνουν ότι το 35,9% από το σύνολο των 2.168.000 εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, δηλαδή ο ένας στους τρεις, εργάζεται με πρόσκαιρες σχέσεις εργασίας, έχει μεικτό μισθό 479,14 ευρώ και καθαρά 416 ευρώ. Μόλις 1.421.518 εργαζόμενοι έχουν πλήρη απασχόληση με μέσο μεικτό μισθό 987,30€.

 

ΙΟΒΕ: υπέρ μιας «ήπιας» αύξησης

Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τι λέει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχάνων (ΣΕΒ), μέσω του οικονομικού του ινστιτούτου: «το τρέχον επίπεδο του κατώτατου υπολείπεται των πρόσφατων τάσεων σε παραγωγικότητα και πληθωρισμό». Συνεπώς, υπάρχει το περιθώριο για μια «ήπια αύξηση σε ονομαστικό επίπεδο» και αυτή θα μπορούσε «να συνδυαστεί με τη μείωση των εισφορών, αλλά και την παροχή στοχευμένων ευνοϊκών επιδοτήσεων από το κράτος». Ο ΣΕΒ, όπως φαίνεται, δεν ξεχνά την ιδεοληπτική του προσήλωση και προκρίνει μια αύξηση του κατώτατου κατά 6% συν 3,5% από απαλλαγή εισφορών, σε συνδυασμό με κρατική επιδότηση. Όμως, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει άλλη άποψη επ’ αυτού. Προτείνει «μια αύξηση 2,7 – 3,4%, μια λελογισμένη αύξηση που σε συνδυασμό με το 2,2% που δόθηκε τον Γενάρη θα οδηγούσε σε συνολική αύξηση 5,6% σε ετήσια βάση».

 

Γενναία αύξηση

Αντίθετη άποψη προς τις παραπάνω, εκφράζει η Ελληνική Συνομοσπονία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), η οποία υπογραμμίζει ότι μια γενναία αύξηση του κατώτατου θα κατευθυνθεί στην κατανάλωση, σε μια στιγμή μάλιστα που η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), η οποία τονίζει πως το αυξημένο επίπεδο των τιμών θα διατηρηθεί και, επομένως, είναι αναγκαία η αύξηση του κατώτατου ως μέτρο καταπολέμησης της φτώχειας. Τέλος, το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) προτείνει την επαναφορά του κατώτατου στα 751 ευρώ, στα προ μνημονίων επίπεδα.

 

Εμείς μιλάμε για ανθρώπους κι εσείς για αριθμούς

Οι εργαζόμενοι για μια ακόμη φορά βρίσκονται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση. Να δώσουν τον αγώνα για ουσιαστικές αυξήσεις του εισοδήματός τους, που να καλύπτει τις απώλειες και να διασφαλίζει ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο. Συνεπώς, οι αυξήσεις πρέπει να προσεγγίζουν το ποσοστό που προτείνεται από τα συνδικάτα και τη ΓΣΕΕ. Το αίτημα αυτό προβλήθηκε και στη μαζική διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο τέλος του Φλεβάρη, μετά από το κάλεσμα των συνδικάτων, που κινητοποιούνται για να διασφαλίσουν τις θέσεις εργασίας και τη συνέχιση της λειτουργίας επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας για την οικονομία (ΛΑΡΚΟ, Πετρέλαια και Λιπάσματα Καβάλας), όπως τονίζουν σχετικά.

Οι οργανώσεις αυτές, σε συνεργασία και με άλλες δευτεροβάθμιες –όπως το Εργατικό Κέντρο Αθήνας– καθώς και δεκάδες πρωτοβάθμια σωματεία, βρέθηκαν μαζί σε έναν κοινό βηματισμό, με ενότητα, που είχε πολλά χρόνια να εμφανιστεί, με ένα κοινό σύνθημα «Εμείς μιλάμε για ανθρώπους κι εσείς μιλάτε για αριθμούς. Φτάνει πια». Η ενότητα αυτή εκφράστηκε σε όλη τη διάρκεια της κινητοποίησης, καθώς και από το βήμα των ομιλητών. Ο στόχος ήταν σαφής. Η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, η πολιτική Μητσοτάκη. Διατράνωσαν ότι αυτή η πολιτική δεν έχει προοπτική και πρέπει να ανατραπεί. Δεσμεύτηκαν, μάλιστα, ότι οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν με την ίδια ένταση και κορύφωση την πανελλαδική – πανεργατική απεργία που έχει προκηρυχτεί από την ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ (Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων) και πολλά συνδικάτα, για τις 6 Απριλίου. Για ουσιαστική αύξηση του κατώτατου μισθού, για συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, για άρση των αντεργατικών νόμων της κυβέρνησης, για πραγματικές αυξήσεις, για σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet