Φωτογραφία: Νικόλας Κοκοβλής
Δεν είναι η επισφαλής εργασία, δεν είναι οι κακοπληρωμένες δουλειές, δεν είναι η ανεργία. Είναι η φτώχεια. Η διευρυμένη αυτή συνθήκη που όλο και πλαταίνει αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους και οικογένειες. Δεν είναι αποτέλεσμα ενός αιτίου, ένας κακός χειρισμός, μια δύσκολη περίοδος. Είναι η μια συνθήκη που όλο βαθαίνει και ριζώνει σε μια κοινωνία που εκκρεμεί δύο βήματα από το πουθενά. Μια κοινωνία που δεν μοιάζει πια ικανή να τα καταφέρει, καθώς βάλλεται πολλαπλά και από παντού. Μια κοινωνία εξαντλημένη από έναν στραβό βηματισμό που δεν λέει να ορθοποδήσει.
Οι πολλαπλές ανατιμήσεις του συνόλου των προϊόντων, των καυσίμων, των ενοικίων και το αρνητικό ρεκόρ 25ετίας που κατέγραψε ο πληθωρισμός ο οποίος ανήλθε τον Φεβρουάριο στο 7,2% δεν δημιουργούν απλώς δυσκολίες. Δημιουργούν μια συνθήκη πολλαπλής πολιορκίας, ακραίου άγχους για επιβίωση και απελπισίας. Η φτώχεια γίνεται και πάλι ένας κοινός ορίζοντας. Εξαντλημένη από την κρίση και στη συνέχεια από την πανδημία και (κυρίως) τη διαχείριση της, η κοινωνία βγαίνει σε μια νέα πραγματικότητα όπου η απόγνωση είναι ο κανόνας. Δεν είναι πια απλώς η προοπτική αυτή που εκλείπει. Είναι η κανονικότητα. Η όποια κανονικότητα μπορεί να αναγνωριστεί ως τέτοια. Η δυνατότητα να οδηγείς το αυτοκίνητό σου ή να εξασφαλίζεις ζέστη τον χειμώνα, η δυνατότητα να πληρώνεις τους λογαριασμούς και να μπορείς να ψωνίζεις στο σούπερ μάρκετ. Και έχω την αίσθηση πως συγκεκριμένα για την ελληνική κοινωνία δεν μιλούμε απλά για μια δύσκολη στιγμή. Μιλούμε για μια αλλαγή παραδείγματος. Κυρίως μόλις οι πολλαπλές επιπτώσεις από την εισβολή στην Ουκρανία αποτυπωθούν στους οικονομικούς δείκτες θα καταλάβουμε σε τι κατάσταση πραγματικά βρισκόμαστε και ποιος είναι ο κόσμος που μας ξημερώνει.
Η ακρίβεια όμως δεν είναι δείκτης. Είναι εξάντληση και απελπισία. Δεν είναι στατιστικό μέγεθος. Είναι ζωή ή μάλλον ζωή που αφαιρείται μέσα από τους ανθρώπους. Είναι η αίσθηση πως η κοινωνία βρίσκεται έκθετη σε συμφέροντα τα οποία δεν μπορεί να περιγράψει και να αντιμετωπίσει. Πως αυτή η διάλυση έχει πια τα χαρακτηριστικά της μοίρας και πως ο καθένας βρίσκεται μόνος απέναντί της. Σε βάθος χρόνου (ίσως και μικρότερο απ όσο υπολογίζουμε) είναι το τέλος της κοινωνίας όπως την ξέραμε.
Η φτώχεια σε συνδυασμό με την αύξηση της μετανάστευσης, την άνοδο της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού, την πολλαπλή διάβρωση των θεσμών και της ίδιας της δημοκρατίας και της υπερμεγέθυνσης παράλληλων εξουσιών δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα, κάνοντας το κοινό μας μέλλον να μυρίζει πυρκαγιά. Η γενικευμένη ανασφάλεια, η επιστροφή του πολέμου ως ενδεχομένου στην πραγματικότητα των πολιτειών μας και η αίσθηση της απουσίας οποιασδήποτε στόχου, σκοπού ή προοπτικής σφυρηλατεί αδιέξοδους ανθρώπους. Όχι με αβέβαιο μέλλον, αλλά με αβέβαιο παρόν.
Η αριστερά -σε όλες τις εκδοχές της- αποδείχθηκε πολύ λίγη την περίοδο της πανδημίας. Τόσο ως προς τη στάση της, όσο κυρίως ως προς την πρακτική εμπλοκή της στα πραγματικά προβλήματα που προέκυψαν, στις αληθινές ανάγκες που αναδείχθηκαν. Ο ρόλος της αριστεράς δεν μπορεί να είναι η αναμονή για την καταστροφή που επιφέρουν οι επιλογές του αντιπάλου ώστε να δρέψει τους καρπούς της πυρκαγιάς. Αν έχει λόγο ύπαρξης -η όποια εκδοχή αριστεράς- αυτή είναι να απαντάει με πρακτικό τρόπο στα κοινωνικά ζητήματα. Εντός της κοινωνίας, της γειτονιάς και των εργασιακών χώρων. Σε χρόνο παρόντα. Οτιδήποτε άλλο καταλήγει όχι απλώς άχρηστο αλλά και κοινωνικά επιβλαβές. Και υπάρχουν στιγμές που η ίδια η Ιστορία είναι αμείλικτη στην κρίση της. Ή όπως θα το περιέγραφε ο W. H. Auden:
«Τα αστέρια είναι νεκρά. Τα ζώα δεν θα κοιτάξουν.
Μείναμε μόνοι με τον καιρό μας και ο χρόνος είναι λίγος,
Και η Ιστορία στους ηττημένους
Μπορεί να λέει Αλλοίμονο, μα ούτε βοηθάει ούτε συγχωρεί.»