«Μπελ εκίπ» σημαίνει ωραία ομάδα. Θυμίζει συνειρμικά και μπελ επόκ. Ωστόσο, το «Βelle equipe» γράφτηκε από τον Grégory Reibenberg για να τιμήσει τα θύματα τρομοκρατίας στην Γαλλία. Ο Grégory, ιδιοκτήτης του καφέ «La belle équipe» επέζησε από τη φονική τρομοκρατική επίθεση της 13ης Νοεμβρίου 2015, η οποία αφαίρεσε τη ζωή από 130 ανθρώπους στην καρδιά του Παρισιού. Μεταξύ αυτών ήταν και η γυναίκα της ζωής του, κοντινοί φίλοι και συνεργάτες, η «όμορφη ομάδα» του. Η συγκεκριμένη τρομοκρατική επίθεση είχε χαραχτεί στη μνήμη μας ως Μπατακλάν, πριν δούμε την παράσταση της Μάρθας Μπουζιούρη και των συνεργατών της, στο Θέατρο Έλερ, και το διπλό όνομα «μπελ εκίπ» μείνει στο μυαλό μας.
Πρόκειται για ένα κείμενο που πληροί τις προδιαγραφές του θεάτρου ντοκουμέντου και στοχεύει στην ενεργοποίηση της μνήμης, ώστε οι πολίτες να δρουν παγκόσμια ως μέλη μιας κοινωνίας πολιτών υπέρ της δημοκρατίας και της ειρήνης. Η παράσταση ως πρόταση κοινωνικής συνοχής και πολιτικοκοινωνικής στάσης πέτυχε να μας μεταδώσει τη σημασία της δράσης και της ευαισθητοποίησης. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι ο συγγραφέας δρα ως «επισκέπτης» -για να το θέσω σύμφωνα με τον Στάινερ- και ως άνθρωπος, η «δουλειά του οποίου είναι να παραμένει ευάλωτος, ώστε να εκδιπλώνει παράξενες παρουσίες» (George Steiner «Περί λόγου, τέχνης και ζωής». Κείμενα στο New Yorker, μτφρ. Γ. Λαμπράκου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2016).
Η σκηνοθεσία της Μάρθας Μπουζιούρη συμπεριέλαβε τις φωτογραφίες των θυμάτων ως θραύσματα και παράξενες παρουσίες για τους επιζήσαντες, ενόσω οι πράξεις και τα λόγια δεν λησμονούν τους ανθρώπους που πέθαναν ξαφνικά και σε ένα παράλογο «μαζί αγνώστων», στις 13 Νοεμβρίου 2015. Επιπρόσθετα, το σκηνικό της παράστασης, που αρχικά παρουσιάστηκε ως τόπος μετά την καταστροφή και αναδομήθηκε ως νέα πατρίδα και ομάδα προς το τέλος του έργου, λειτούργησε θετικά και συνέβαλε στην ενδυνάμωση του κειμένου.
Στην παράσταση που είδα, παρόλο που οι γυναικείοι ρόλοι ήταν πιο σφαιρικά θωρακισμένοι σε σχέση με τους αντρικούς, το παίξιμο του κειμένου εναλλάξ από τους ηθοποιούς, ως οδηγία, αποτύπωσε την κρισιμότητα του ιδιωτικού βίου, στο φάσμα του οποίου συνεργούν πολιτικής φύσης λεπτομέρειες που ενδεχομένως να μην αντιλαμβανόμαστε καν πολλές φορές. Η ανατροφή της Τες είναι η θετική στροφή της ιστορίας, ώστε ο πόνος να μετουσιώνεται σε εξέλιξη, η ιστορία σε ενέργημα αναμνήσεων, διά των οποίων το υποκείμενο επαναδιατυπώνει τον εαυτό του και αντλεί δύναμη από την αστική πραγματικότητα ως αντι-πραγματικότητα, κατάσταση υπαρξιακής ελευθερίας.
Συνολικά, η έναρξη της παράστασης με τους ηθοποιούς στα καθίσματα έδωσε δύναμη στο έργο από την αρχή. Η μουσική επένδυση ήταν καλή, αλλά σε κάποιες σκηνές, όπως σε εκείνη με τη μητέρα που είχε στη σκάλα λυγισμένο το γόνατο, δεν χρειαζόταν -κατά τη γνώμη μου- καθώς μετά η είσοδος του κλόουν σήμαινε μια νέα μουσική συνθήκη.
Η Άννα Κλάδη-Τες ήταν εκφραστική, πολύ καλή ως κόρη που έχασε τη μητέρα και έπρεπε να ζήσει με αυτήν τη μεγάλη απώλεια. Η Νικολίτσα Αγγελακοπούλου-μητέρα είχε εξίσου μια δυνατή παρουσία, τόσο στη σιωπή όσο και στην απόδοση του κειμένου. Κρατώ μια επιφύλαξη σε σχέση με τους υπόλοιπους ρόλους και το ίδιο το κείμενο σε μερικά σημεία. Όπως και να έχει, είναι μια παράσταση που πρέπει να πάει παραπέρα, να ταξιδέψει στην Ελλάδα, επειδή το να είσαι πολίτης, σημαίνει να δίνεις χρόνο σε έργα υπέρ της ειρήνης και του στοχασμού χωρίς ήρωες αλλά με τεχνίτες αλληλεγγύης.